Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: γκρεμ
8 εγγραφές [1 - 8]
γκρεμνίζω· γκρεμίζω· γρεμίζω· γρεμνίζω· εγκρεμνίζω· εγκρημνίζω· κρεμίζω· κρεμμίζω· κρεμνίζω· κρημνίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Ρίχνω κάπ. από ψηλό σημείο κάτω:
          • κρούει κλοτσιά, γκρεμνίζει την κάτω στον καταρράκτη (Περί γέρ. 106
          • (σε μεταφ.):
            • (Ερωτόκρ. Δ´ 610
        • β) (μεταφ.) ρίχνω, βυθίζω κάπ. (στη δυστυχία):
          • σε πόσην δυστυχιάν τους έχεις γκρεμνισμένους τούτους τους δυο αγαπητικούς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1113]
        • γ) φρ. γκρεμίζω κάπ. από το θρόνο = εκθρονίζω, απομακρύνω κάπ. από την εξουσία:
          • (Ζήν. Δ´ 34).
      • 2) Παρασύρω κάπ.:
        • εγκρεμνίσάν μας τα νερά (Γαδ. διήγ. 164).
      • 3) (Προκ. για βράχο) κυλώ, μετακινώ:
        • θέλω το βαρύ χαράκι να γκρεμνίσω και μετά κείνο της σπηλιάς το στόμα να σφαλίσω (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1367]).
      • 4) Οδηγώ κάπ. σε ηθική κατάπτωση:
        • δεν βλέπεις (ενν. άνθρωπε) πού και πώς σε εγκρέμνισεν ο διάβολος; (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 20610).
      • 5) Ταπεινώνω κάπ.:
        • Αν ήθελες το γένος μας πολλά να το τιμήσεις, δεν έπρεπεν … τόσον να το κρεμνίσεις (Αιτωλ., Βοηβ. 25).
      • 6)
        • α) (Προκ. για πράγματα) ερειπώνω, κατεδαφίζω:
          • Τα τείχη τα ψηλόκτιστα με τέχνες τα γρεμίσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2857
        • β) (προκ. για πρόσωπο) καταστρέφω κάπ.:
          • μέθη πολλούς εγκρέμισεν (Ιστ. Βλαχ. 2085
        • γ) καταστρέφω κάπ. οικονομικά:
          • του χρόνου τα ατυχήματα εγκρέμισαν πολλούς και τους ήφεραν εις τον λάκκον της κακής πτωχείας (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 14928).
      • 7) Θανατώνω, εξολοθρεύω κάπ.:
        • (Λίμπον. 360).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Πέφτω, γκρεμίζομαι:
        • εγκρέμνισα στο πέλαγος, μόνε για να γλυτώσω (Γαδ. διήγ. 475).
      • 2) (Προκ. για τη ζωή) κυλώ προς το τέλος, τελειώνω:
        • (Πένθ. θαν. 556).
      • 3) Αναχωρώ, φεύγω:
        • εκρεμμίσαν από την Αρμενίαν και επήγαν εις τον Άγιον Γεώργιον (Βουστρ. 687).
  • II. Μέσ.
    • 1)
      • α) Πέφτω από ψηλά, γκρεμίζομαι:
        • από κρεμνόν να πέσω, να κρεμνιστώ (Ευγέν. 971
      • β) (προκ. για βράχο) κυλώ:
        • (Ιερόθ. Αββ. 331).
    • 2) Καταλύομαι, καθαιρούμαι:
      • τελειώνου κι οι βασιλιοί τως και περνού εις τον Άδη· γκρεμίζουνται οι ψηλότες τως (Ροδολ. Πρόλ. Μελλ. 84).
    • 3) Ξεγλιστρώ, ξεφεύγω:
      • οι άλλοι γκρεμνισθήκαν από ’να πλάγι και ευθύς μέσα στην χώραν μπήκαν (Κορων., Μπούας 8015).
    • 4) Η προστ. γκρεμ(ν)ίσου = χάσου, τσακίσου, ξεκουμπίσου:
      • (Κατζ. Ε´ 48).

[<μτγν. κρημνίζω. Ο τ. κρεμν‑ στο Βλάχ. και (ε)γκρεμν‑ στο Somav. Ο τ. γκρεμί‑ και σήμ.]

γκρεμνισμός ο.
  • α) Πέσιμο από ψηλά, γκρέμισμα:
    • εδά ξαμώνει κίντυνα και γκρεμνισμούς στα βύθη (Ερωτόκρ. Α´ 1594
  • β) (μεταφ.) καταστροφή, αφανισμός:
    • θέλω να κάμω … με τον δικόν μου γκρεμνισμόν … τον εδικόν σου χαλασμόν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1278]).

[<μτγν. ουσ. κρημνισμός. Τ. κρεμν‑ στο Βλάχ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρεμι‑)]

γκρεμνιστός, επίθ.
  • Απόκρημνος, απότομος:
    • γκρεμνιστό στενό (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [939]).

[<γκρεμνίζω. Τ. γκρεμι‑ σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

γκρέμνο, γκρεμνό το,
βλ. γκρεμνός.
γκρεμνοβολίζω.
  • Ρίχνω στο γκρεμό· καταστρέφω, αφανίζω:
    • εχάσα την ελπίδα μου κι εγκρεμνοβόλισά την (Χρον. Μορ. H 1821).

[<αόρ. του γκρεμνοβολώ. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρεμοβολώ)]

γκρεμνοβολώ.
  • Γκρεμίζομαι, πέφτω κάτω:
    • κείνη εγκρεμνοβόλησε εκεί πέρα τον άμμον (Σαχλ. B´ PM 703).

[<ουσ. γκρεμνός + βολώ. Η λ. και τ. γκρεμο‑, κ.ά. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρεμο‑)]

γκρεμνός ο· γκρέμνο το· γκρεμνό το· γρέμνο το· γρεμνός· εγκρεμνό(ν) το· εγκρεμνός· ?εγκρεμό(ν) το· εγκρεμός· εγρεμνός· εγρεμός· ?εκρεμνόν το· εκρεμνός· κρεμμός· κρέμνο το· κρεμνό(ν) το· κρεμνός· κρημνό(ν) το· κρημνός.
  • Τόπος απόκρημνος, κακοτοπιά, γκρεμός:
    • (Ερωτόκρ. Α´ 716
    • (μεταφ.):
      • εις τι εκρεμνόν ενέπεσεν κακώσεως η ψυχή μου (Λίβ. N 1751).

[<αρχ. ουσ. κρημνός. Ο τ. κρεμνός στο Βλάχ. Η λ. και διάφ. τ. και σήμ.]

γκρεμώ· κρεμμώ· κρεμνώ· κρεμώ.
  • 1) Ρίχνω κάπ. από ψηλό σημείο κάτω:
    • ερίκταν, εγκρεμούσαν, τόσον λαόν εσκότωναν (Αχέλ. 410).
  • 2) Γκρεμίζομαι, πέφτω από μεγάλο ύψος, σκοτώνομαι:
    • από τον φόβον ενέβησαν εις τα δώματα και εκρεμμούσαν κάτω (Μαχ. 31420).

[<αόρ. του γκρεμίζω. Ο τ. κρεμνώ στο Βλάχ.· κρημνώ στο Du Cange (άν) και (ε)γκρεμνώ στο Somav. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γκρεμίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες