Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βύσσινον το.
-
- (Συν. στον πληθ.) ένδυμα από εκλεκτό λινό:
- (Μάξιμ. Καλλιουπ., Κ. Διαθ. Αποκάλ. Ιω. ιθ´ 14).
[μτγν. ουσ. βύσσινον (L‑S, λ. ‑ος)]
- (Συν. στον πληθ.) ένδυμα από εκλεκτό λινό: