Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βαλαντώνω.
-
- Στενοχωρούμαι, θλίβομαι:
- πλήσκει και βαλαντώνει (Περί γέρ. 69).
[πιθ. <ουσ. βαλάντιον + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και σήμ.]
- Στενοχωρούμαι, θλίβομαι:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[πιθ. <ουσ. βαλάντιον + κατάλ. ‑ώνω. Η λ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |