Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίλλος
1 εγγραφή
βίλλος ο.
  • Το ανδρικό γεννητικό μόριο:
    • (Σταφ., Ιατροσ. 9239).

[μτγν. ουσ. βίλλος. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες