Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αργυρός
2 εγγραφές [1 - 2]
αργυρός, επίθ.
  • 1)
    • α) Kατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος:
      • (Πανώρ. A´ 381
      • σκουτάρι … αργυρόν (Διγ. A 3745
    • β) αργυροποίκιλτος· που έχει ασημένια στολίδια:
      • αργυρόν σελλίν (Διγ. Άνδρ. 34833).
  • 2)
    • α) Που έχει τη λευκότητα ή τη λάμψη του αργύρου:
      • (Eρωτόκρ. B´ 91
    • β) (προκ. για μέλη του σώματος) λευκός, ωραίος:
      • τ’ αργυρό σου πρόσωπο (Πανώρ. B´ 388).
  • 3) (Πληθ. ουδ.) τα ασημικά:
    • (Eρωτόκρ. A´ 1020).

[<αρχ. επίθ. αργυρούς. H λ. τον 8.-10. αι. (LBG) και σήμ.]

αργυρόστολος, επίθ.
  • Που έχει ασημένια στολίδια:
    • ζωνάριν αργυρόστολον (Φλώρ. 1269).

[<επίθ. αργυρός + ουσ. στόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες