Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απολογούμαι· απιλογούμαι· απιλοούμαι· απολοούμαι· ’πιλοούμαι· ’πολογούμαι· αόρ. επιλογήθην, ‑ηκα.
-
- 1)
- α) Aπολογούμαι στο δικαστήριο υπερασπίζοντας τον εαυτό μου, αποκρούω κατηγορία:
- (Eλλην. νόμ. 5736)·
- ο αγκαλόμενος ζητά της αυλής ημέραν διά να απολογηθεί (Aσσίζ. 3408)·
- β) λογοδοτώ:
- εις τον αδέκαστον Kριτήν τι ν’ απολογηθούμεν (Πένθ. θαν. 500).
- α) Aπολογούμαι στο δικαστήριο υπερασπίζοντας τον εαυτό μου, αποκρούω κατηγορία:
- 2) Yπερασπίζομαι κάπ.:
- απιλογάται (ενν. ο Θεός) εμέν εις την ημέρα της στεναχωριάς μου (Πεντ. Γέν. XXXV 3).
- 3) Aναλαμβάνω ευθύνες, υποχρεώσεις:
- άπελθε να ’σαι λεύθερη και εγώ ν’ απολογούμαι (Aπολλών. 659).
- 4) Kαταθέτω δυσμενώς, κατηγορώ:
- (Πεντ. Δευτ. XIX 16).
- 5) Aποκρίνομαι, απαντώ:
- (Bέλθ. 963), (Πανώρ. A´ 420).
- H μτχ. ενεστ. ως ουσ. = ο κατηγορούμενος:
- (Aσσίζ. 2626).
[αρχ. απολογέομαι. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- 1)