Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απλάδενα
1 εγγραφή
απλάδενα η.
  • Σκεύος φαγητού πλατύ και ρηχό, πιατέλα:
    • Mέσα σε μιαν απλάδενα γεμάτη μακαρόνες (Eυγέν. 501).

[<ιδιωμ. ιταλ. pládene ή piádena (<ουσ. *πλαθάνη η <αρχ. ουσ. πλάθανον) με επίδρ. του απλώνω ή του ουσ. απλάδα (Meyer, NS II 86-7, IV 12, REW 6585, Kahane, GR II 24, 45, 267). H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες