Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απεδώ, επίρρ.· απέδω· απόδω· αποδώ.
-
- 1)
- α) (Προκ. να δηλωθεί κίνηση) από εδώ, από αυτό το σημείο:
- εδιέβην απεδώ στρατιώτης πονεμένος (Λίβ. Sc. 2635)·
- β) από τη μια μεριά:
- απέδω απέκει έκοπτεν, έτρεχεν ώσπερ λέων (Aχιλλ. N 559).
- α) (Προκ. να δηλωθεί κίνηση) από εδώ, από αυτό το σημείο:
- 2) (Προκ. να δηλωθεί στάση) από τη μια μεριά:
- είδεν απέδω και απεκεί του ποταμού τα μέρη (Bέλθ. 283).
- 3) (Προκ. να δηλωθεί προέλευση) από εδώ:
- γιατί σε δείχνει η φορεσιά να μην είσαι απέδω (Mαρκάδ. 676).
- 4) Tώρα, από αυτή τη στιγμή:
- θέλω πιάσειν απεδώ το ανώφορον του πόνου (Λόγ. παρηγ. O 413).
- Εκφρ.
- 1) Τα απέδω και τα απέκει = τα ποικίλα:
- (Προδρ. II 65).
- 2) Αποδώ και ομπρός = του λοιπού:
- (Mορεζίν., Kλίνη Σολομ. 421).
[<πρόθ. από + επίρρ. εδώ. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (λ. απέ) και σήμ.]
- 1)
- απεδώθεν, επίρρ.· απεδώθε· απεδώθες· αποδώθεν.
-
- 1)
- α) (Tοπ.) από εδώ:
- δεν θέλομεν σε αφήσει να εβγάλεις τα ρούχα σου απεδώθε (Σουμμ., Pεμπελ. 175)·
- β) από τη μια μεριά:
- να έχει απεδώθεν ποταμόν (Λίβ. Sc. 2376)·
- γ) έκφρ. το άμε απεδώθες = η απομάκρυνση:
- (Θησ. Γ´ [651]).
- α) (Tοπ.) από εδώ:
- 2) (Xρον.) από εδώ κι έπειτα:
- απεδώθεν πάλιν έβλεπα και το πταίσιμόν μου (Διγ. Άνδρ. 33618).
[<επίρρ. απεδώ + κατάλ. ‑θεν. Oι τ. απεδώθε και αποδώθε και σήμ. ιδιωμ. (IΛ, λ. ‑ε)]
- 1)