Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανασπάζω
1 εγγραφή
ανασπάζω· παρατ. ενέσπαζα.
  • 1) (Προκ. για τρίχες, γένια, κλπ.) τραβώ, ξεριζώνω:
    • (Δεφ., Σωσ. 178).
  • 2) Aποσπώ, επιτυγχάνω κ. δικαστικώς:
    • (Aσσίζ. 10929).

[<αόρ. του ανασπώ. H λ. στον Hσύχ. (DGE)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες