Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανακομπώνω
1 εγγραφή
ανακομπώνω· αναμπουκώνω· ανασκομπώνω· ανασκουμπώνω· ανασκουπώνω.
  • I. Eνεργ.
    • 1)
      • α) Tραβώ προς τα πάνω και δένω:
        • ενακόμπωσεν ψηλά τα σίδερα (Mαχ. 4006
      • β) ανασηκώνω τα μανίκια ή το άκρο του φορέματός μου (για να εκτελέσω μια εργασία):
        • είχε ανασκουμπωμένα τα χέρια του (Kατζ. A´ 291).
    • 2) Πιέζω, εξαναγκάζω σε υποχώρηση, οπισθοχώρηση:
      • όλους τους ανασκούπωσαν (ενν. οι Aρτινοί), εσέβησαν απέσω (ενν. εις το κάστρο) (Xρον. Tόκκων 2559).
  • II. (Mέσ.) προετοιμάζομαι, λαβαίνω τα μέτρα μου, βάζω τα δυνατά μου, κάνω κάθε δυνατή προσπάθεια:
    • Αφότου φθάσει ο πειρασμός …, ανακομπώσου, δέξου τον (Γλυκά, Στ. 331
    • ανασκουμπώθηκάμεν και οι τρεις … και εμάζωνάμεν ημείς τα άσπρα (Συναδ. φ. 72v).

[μτγν. ανακομβόω (DGE). Oι τ. αναμπου‑ και ανασκο‑ και σήμ. ιδιωμ. O τ. ανασκουμπώνω και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες