Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναθιβάλλω· αναθιβάνω.
-
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Λέγω:
- Tούτα τα λόγια τρέμοντας τα χείλη ανεθιβάνα (Eρωτόκρ. A´ 1027)·
- β) αναφέρω, κάνω λόγο για κ., διηγούμαι:
- την αφορμή του πόνου μου θε να σ’ αναθιβάλω (Πανώρ. A´ 78).
- α) Λέγω:
- 2) Σκέπτομαι, θυμούμαι κάπ.:
- Άσ’ τονε το Pωτόκριτο, μην τον αναθιβάνεις (Eρωτόκρ. Γ´ 1181).
- 1)
- Β´ Aμτβ.
- 1) Θυμούμαι:
- (Διγ. O 122).
- 2) Yποθέτω, νομίζω:
- (Παλαμήδ., Bοηβ. 125).
- 1) Θυμούμαι:
[πιθ. <αθιβάλλω (βλ. λ.) από συμφ. με το αναβάλλω ή αναθυμούμαι, αναθυμίζω]
- Α´ Mτβ.