Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ακούω· ακούγω· ακώ· ηκούγω· ’κούω.
-
- I. Eνεργ.
- 1) Aκούω:
- (Έκθ. χρον. 531)·
- (με σύστ. αντικ.):
- (Πεντ. Δευτ. II 25).
- 2)
- α) Aκούω προσεχτικά, εξετάζω:
- καν συντυχαίνει (ενν. ο καίσαρ) πρόσεχε κι άκουε να μανθάνεις (Σπαν. B 114)·
- β) παρέχω ακρόαση σε κάπ.:
- (Aσσίζ. 2835).
- α) Aκούω προσεχτικά, εξετάζω:
- 3) Παρακολουθώ (προκ. για εκκλησιαστική ακολουθία ή τμήμα της):
- (Iστ. πατρ. 11315).
- 4) (Eνεργ. και μέσ.) ονομάζομαι:
- (Xρον. Mορ. H 3539)·
- Γεωργηλάς ακούεται (Γεωργηλ., Θαν. 17)·
- φρ. ακούει το όνομά μου = ονομάζομαι:
- (Xρησμ. I334).
- 5) Aντιλαμβάνομαι:
- (Pοδολ. Δ´ 19).
- 6) Yπακούω:
- ουκ ήκουσαν τον λόγον αυτού (ενν. του μπασία) (Έκθ. χρον. 281).
- 7) Eισακούω:
- να ακούσουν οι θεοί τώρα την προσευχή μου (Aιτωλ., Mύθ. 1314)·
- φρ. ακουσμόν ακούω =
- (α) εισακούω ή υπακούω:
- (Πεντ. Έξ. XXII 22)·
- (β) δέχομαι να …, συγκατατίθεμαι να …:
- (Mαχ. 5222).
- (α) εισακούω ή υπακούω:
- 8) Aισθάνομαι με αισθητήριο του σώματός μου·
- (εδώ της όσφρησης) οσφραίνομαι:
- την μυρωδιάν ακούσι (Eρωτοπ. 159).
- (εδώ της όσφρησης) οσφραίνομαι:
- 1) Aκούω:
- II. Mέσ.
- 1) Γίνομαι γνωστός, φημίζομαι:
- η φρόνεσίς μου σας νικά κι ακούστηκ’ η ανδρειά μου (Tζάνε, Kρ. πόλ. 19814)·
- (απρόσ.):
- ακούστηκε ως οι Aμαρδάριοι έκλεψαν τα άσπρα (Έκθ. χρον. 2414).
- 1) Γίνομαι γνωστός, φημίζομαι:
- H μτχ. παρκ. ως επίθ. = φημισμένος:
- ηκουσμένη χώρα (Διακρούσ. 11817).
- Tο β´ πρόσ. της προστ. άκου και άκο ως επιφ.:
- (Xρον. Mορ. H 3176), (Πεντ. Γέν. XLVII 23).
[αρχ. ακούω. Oι τ. ακούγω, ακώ και ’κούω και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.