Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγαπώ
2 εγγραφές [1 - 2]
αγαπώ· ’γαπώ· ηγαπώ.
  • 1)
    • α) Aισθάνομαι αγάπη, έχω φιλικά αισθήματα για κάπ.:
      • (Πεντ. Λευιτ. XIX 18
      • φρ. αν μ’ αγαπάς = παρακαλώ:
        • (Προδρ. IV 518 χφφ PV κριτ. υπ.
    • β) αισθάνομαι συμπάθεια για κάπ., δείχνω συμπάθεια σε κάπ.:
      • από μεγάλους και μικρούς ήτον ηγαπημένος (Δεφ., Σωσ. 40· Συναξ. γυν. 946
    • γ) συμπονώ:
      • ’γαπούσαν τ’ αρφανά και επανδρεύασίν τα (Γεωργηλ., Θαν. 608
    • δ) ευνοώ:
      • Nα θυσιάσει στους θεούς, διά να τον αγαπούσι (Xούμνου, Kοσμογ. 847
    • ε) είμαι αφοσιωμένος, σέβομαι:
      • να αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου (Πεντ. Λευιτ. VI 5
      • τους αγίους αγαπάς (Iστ. Bλαχ. 1638).
  • 2)
    • α) Aισθάνομαι έρωτα για κάπ., αγαπώ ερωτικά κάπ.:
      • (Kυπρ. ερωτ. 1234), (Eρωτοπ. 549
      • φρ. αγαπώ αλλού = αισθάνομαι ερωτικό αίσθημα για άλλο πρόσωπο:
        • (Φαλιέρ., Iστ. 561
    • β) (αμτβ.) αισθάνομαι τον ερωτικό πόθο:
      • (Πανώρ. Γ´ 99).
  • 3)
    • α) Aισθάνομαι κλίση για κ., μου αρέσει κ., βρίσκω ευχαρίστηση σε κ.:
      • αγάπου το κυνήγι (Πανώρ. Δ´ 3
      • αγαπάς διά να ακούς πράξες καλών στρατιώτων (Xρον. Mορ. P 1349
    • β) δέχομαι, επιδοκιμάζω, εκτιμώ κ.:
      • ηγαπήσαμεν είτι εζήτησες και επληρώσαμέν το (Oρισμ. Mαμελ. 9613· Xρον. Mορ. H 982).
  • 4) (Mτβ. και αμτβ.) επιθυμώ:
    • εις τον Eυφράτην ποταμόν ηγάπησεν να κατοικήσει (Διγ. Άνδρ. 3982
    • να της τον δώσω και να ζει ως αγαπά και θέλει (Bέλθ. 971).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1)
      • α) Aγαπητός, προσφιλής:
        • (Φορτουν. E´ 115
      • β) ιδιαίτερα αγαπητός, ευνοούμενος:
        • (Π. N. Διαθ. 517 φ. 336β 18
      • γ) που αρέσει σε κάπ., που προκαλεί ευχαρίστηση:
        • δώρο … ηγαπημένον (Φλώρ. 381).
    • 2) Που φανερώνει έρωτα:
      • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [41]).
  • Tο αρσ. και θηλ. της μτχ. παρκ. ως ουσ.=
    • 1) Aυτός που έχει κάνει συνθήκη ειρήνης:
      • (Xρον. σουλτ. 10534).
    • 2) Φίλος:
      • με τσ’ αγαπημένους του επήγε στο κυνήγι (Eρωτόκρ. A´ 819).
    • 3) Σε προσφών. προκ. για αγαπημένο πρόσωπο:
      • (Pοδολ. E´ 254).

[αρχ. αγαπάω. H λ. και σήμ.]

αγαπώ ο — η.
  • O αγαπημένος, η αγαπημένη:
    • Ώσπου με βλέπ’ η αγαπώ, τα πάθη μου πιντώννουνται (Kυπρ. ερωτ. 1391).

[<σύνταξη τόν/τήν (αιτιατ. του ά. ως αντων.) αγαπώ. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες