Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουρτέσης, επίθ.· θηλ. κουρτεσά· πληθ. κουρτέσηδες — κουρτέσοι.
-
- Eυγενικός, λεπτός στους τρόπους:
- επειδή είσαι Φράγκος, θέλεις είσταιν κουρτέσης (Mαχ. 47210).
- Tο θηλ. ως ουσ. = νεαρή γυναίκα ευγενικής καταγωγής:
- στρατιώτης παράξενος και ωραία κουρτέσα (Λίβ. P 2533).
[<μεσν. γαλλ. corteis ή <ιταλ. cortese. Tο θηλ. ‑α στο Meursius (λ. ‑ος) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange]
- Eυγενικός, λεπτός στους τρόπους: