Συμφραστικός Πίνακας Λέξεων στο Ποιητικό Έργο του Γ. Σεφέρη

Επιλογές αναζήτησης

Αναζήτηση για: ""

9.316 εγγραφές [1 - 10]
α <σύνδ.> (9)

Π008 017 009   Στενοχωριέται: α χτυπήσουν την πόρτα ποιος θ' ανοίξει; Αν ανοίξει βιβλίο ποιον θα κοιτάξει;

Π046 082 017   Σκύψε το κεφάλι να σε ιδώ, μα κι α σ' έβλεπα θα γύρευα να κοιτάξω πιο πέρα.|

Π081 121 032   προσφορά. Τι μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Α θυμηθεί| λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται,

Π081 121 033   λίγο λιγότερο απ' ό,τι χρειάζεται, σβήνει· α θυμηθεί λίγο| περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται,

Π119 196 008   Αν αρχίσω να τραγουδώ θα φωνάξω| κι α φωνάξω -| Οι αγάπανθοι προστάζουν σιωπή|

Π127 215 083   Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές| είναι γιατί τ' ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη|

Π130 224 079   κάνε σουραύλια με τα χτεσινά καλάμια,| και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν·| φωνάζουν

Π131 226 020   της μέρας| ήσυχη, σαν ακίνητη:| "Κι α με δικάσετε να πιω φαρμάκι, ευχαριστώ·|

Τ033 061 006   κι α φεύγουν μέσα στον ήλιο| που κάνει το δέρμα πετιμέζι με το τραγούδι του φωνογράφου,|

α <επιφ.> (4)

Π007 016 025   Α! να 'ταν η ζωή μας ίσια| πώς θα την παίρναμε κατόπι| μ' αλλιώς η μοίρα το βουλήθη|

Π046 082 019   Α! να βρισκόμουνα ξυλάρμενος χαμένος στον Ειρηνικόν Ωκεανό μόνος με τη θάλασσα

Π081 123 085   την ώρα εκείνη από το λατομείο.| Α! να ζήσει κανείς τουλάχιστο έτσι, αδιάφορο.|

Π141 252 033   ο ήλιος, η θάλασσα· ένα παντοτινό καλοκαίρι... - Α! τούτη η θέα| που όλο ρωτά κι όλο ρωτά.

α' <σύνδ.> (3)

Ε012 024 003   Α' δε βρεις κανένα χάπι,| σύρε βρες ένα χασάπη| και πες του να σ' την κόψει την ψωλή σου."|

Ε027 043 019   Κι α' σου τα τρίβω, δέξου το, γιατί μ' αυτό τόν τρόπο| θε να ψοφήσει έτοιος εχτρός

Ε028 047 013   η μοίρα δεν ξεγράφει| τα πού 'ταξε στον άνθρωπο να κάμει α' θε να ζήσει...|

α' <μόρ.> (1)

Τ027 054 023   μουλωχτά| πέρα στις αμαλάκες| είπε: "Α' στο διάολο μαλάκες!.."| κι έφαγε ανόρεχτα

αβέβαιη (1)

Π114 185 015   μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη| ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.|

αβέβαιο (1)

Π142 255 017   ένα γυμνό που γλιστρούσε αβέβαιο στη σαλμακίδα κοίτη| ανάμεσα στον κοίλο Ερμή

αβίαστο (1)

Π099 158 028   τόσο αβίαστο, σα να το ξέρει πως δε φτάνει κανείς πουθενά|θυμίζει τ' αγέρωχο κεφάλι

άβριο (1)

Τ043 076 003   που 'λεγε μόνος: "Αντίο; Όχι,| άβριο μπροστά στο πλοίο| θα σου πω στ' αλήθεια αντίο|

άβυσσο (2)

Π104 167 012   σάρκες μικρών παιδιών.| Ήμασταν χαρούμενοι όλο το πρωί·| η άβυσσο κλειστό πηγάδι|

Π137 242 067   μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε| πως τόσος πόνος τόση ζωή| πήγαν στην άβυσσο|

αβύσσου (1)

Τ054 093 010   κι όλα μαζί λικνίζουνται στην άκρη της αβύσσου,| χωρίς εγώ, χωρίς ειρμό, κι οι κορφές

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...932   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες