ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Τανταλίδης Ηλίας

«Η Κεράτσα»

Η ΚΕΡΑΤΣΑ

Ἡ κεράτσα Κρουσταλλένια ἔχει γνῶσι σὰν κουκούτσι,
Καὶ μιὰ γλῶσσα σὰν παποῦτσι
Κι' ὅταν κάμνῃ νὰ λαλήσῃ φαναριώτικα καμπόσα,
Ὤ! νὰ διῆτε τότε πνεῦμα! ὤ! νὰ διῆτε τότε γλῶσσα!
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια της τρεχάτα.

Μὲ φακιόλι τρεμουσένιο καὶ μὲ κοντογοῦνι μῆλο
Μὲ κορμὶ ὀρθὸ σὰν ξύλο.
'Σ ταὶς γειτόνισσες γυρίζει καὶ μωρολογεῖ τὰ ἴδια,
Κ' ἱστορεῖ τὰ δεκαπέντε της Συληβριᾶς ταξείδια,
Κι' ὅλο πάτα, πάτα, πάτα,
Πάγ' ἡ γλῶσσά της τρεχάτα.

Μὲ τὴν τσοῦρμα τὰ παιδιά της καὶ τὸν ἄνδρα τὸν τσιπλάκη,
Καὶ μὲ μύδια 'ς τὸ πινάκι,
Εἰς ταὶς ἐξοχαῖς πηγαίνει, κ' ἐκεῖ πιάνεται, μαλλώνει,
Μὲ τσυριὲς καὶ μὲ κατάραις κάθε ἄνθρωπον φορτώνει˙
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια της ἀφράτα.

Δίχως ν' ἀγριομαλλώσῃ καὶ νὰ δείρ' ἢ νὰ ταὶς φάγῃ
'Σ τὸ λουτρὸ ποτὲ δὲν πάγει.
- «Ἡ κεράτσα, ποῦ δὲν εἶχε εἰς τὰ ροῦχά της τριφύλλι,
(Ἔλεγε μίαν ἡμέραν, καὶ μὲ σουφρωμένα χείλη,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Λόγι' ἀράδιαζε τρεχάτα).

Ποῦ ἡ νειόνυφή της κόρη βγῆκε δίχως νὰ τὴν ράνουν,
Δίχως δαγερὲ νὰ βγάνουν,
Νὰ ζητῇ τὴν μισὴ γούρνα ὁποῦ ἔπιασα νὰ πιάσῃ,
Μὲ κουρελιασμένον τρύφτη καὶ ξεγανωμένο τάσι;…
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ ἰδῇ ἡ γουρλομάτα!

Ποιά ἐθάρρεψε πῶς εἶμαι; καμμιὰ τάχα τιποτένια;
Ἐγὼ εἶμαι Κρουσταλένια,
Συννυφάδα τῆς Μαριώγκας ποὖχ' ἡ Φρόσω τοῦ Μιμήκου
Παρακόρη τῆς δευτέρας παρακόρης τοῦ Κυζίκου.
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ ἰδῇ ἡ σκαλοπάτα!»

Μὲ τὸν μέθυσόν της ἄνδρα ἡμερόνυκτα τὰ ἔχει,
Καὶ πολλάκις τοῦ ταὶς βρέχει
Καὶ ἀφ' οὗ τὸν τσουμαδίσῃ ἔχει τὰ ὑστερικά της,
Κι' ἀραδιάζει γιὰ ταὶς προῖκαις καὶ τὰ διαζύγιά της,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Χίλια λόγια σὰν σαλάτα.

- «Ἔξω, σκύλ', ἔξω τὸν λέγει, ξεκουμπίσου μὴν ἐμβαίνῃς,
Ἢ 'ς τὸ κάτεργο πηγαίνεις˙ »
Φαγί θέλεις; πέτραις σκάσε! τώρα 'γὼ νὰ ξεπορτήσω,
Μὲσ' 'ς τὴν Πρωτοσυγγελία τὰ ρουχάκια μου νὰ σχίσω,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Καὶ νὰ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Μέσα 'ς τοῦ Ἁγίου Μέγα τὸ γιατάκι θὰ χωθῶ
Νὰ τὸν ξεμολογηθῶ.
'Σ το πατριαρχεῖο φίλον κ' ἕναν εὐταξία ἔχω,
Καὶ εἰς τοῦ Πριμικηρίου κάθε δεκαπέντε τρέχω,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Νὰ μὲ διῇς, Μπεκροκανάτα!

Ἕνα ἔχω χωρισμένο καὶ 'ς τὸ χέρι ἄλλον ἕνα
Σὲ χρειάσθηκα κ' ἐσένα». -
Τοίχου, τοίχου κονδυλώντας αὐτός μόλις τὴν ἀκούει,
Καὶ αὐτὴ μὲ τὴν γαλέντσα τὸν φωνάζει καὶ τὸν κρούει,
Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα,
Ἔξω τὸν Μπεκροκανάτα

Δυὸ βαθμοὶ ἀκόμη λείπουν ἀπὸ τὴν κερατσιτσιά της
Νὰ τὴν φύγουν τὰ μυαλά της˙
Κ' εἶναι λόγος ὅτι μέλλει νὰ σταλθῇ 'ς τὸν Κουδουνά,
Κι' ἂς φωνάζῃ μ' ἁλυσίδες τότ' ἐκεῖ παντοτινά,
«Πάτα, πάτα, πάτα, πάτα»,
Σὰν τὴν λυσσιασμένη γάτα.