ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Χουρμούζης Μ.

Ο Λεπρέντης (απόσπασμα)

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ.

ΛΕΠΡΕΝΤΗΣ πλούσιος ἀνόητος ἐραστὴς τῆς Βιτορίτσας.
ΑΔΩΝΑΪΔΗΣ κόλαξ τοῦ Λεπρέντη.
ΠΕΡΜΑΘΟΥΛΑ προξενήτρια.
ΒΙΤΟΡΙΤΣΑ θυγατέρα τοῦ Φιλαρέτου καὶ ἐρωμένη τοῦ Χαριλάου.
ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ πατὴρ τῆς Βιτορίτσας καὶ σύζυγος τῆς Φιλτισένιας.
ΦΙΛΤΙΣΕΝΙΑ συμβία του Φιλαρέτου καὶ μητρυιὰ τῆς Βιτορίτζας.
ΑΣΚΛΗΠΙΟΣ ἱατρὸς.
ΧΑΡΙΛΑΟΣ ἐραστὴς τῆς Βιτορίτσας
ΣΜΑΡΑΓΔΑ μυστικὴ τῆς Βιτορίτζας.
ΔΙΑΛΕΚΤΗ γραία γνώριμος τῆς Φιλτισένιας.
ΣΤΡΟΥΜΠΟΥΛΑΣ ὑπηρέτης τοῦ Λεπρέντη.
ΒΑΡΣΑΜΗΣ υἱὸς τοῦ Πανταζῆ, ὑπηρέτης τοῦ Φιλαρέτου.

Ἡ σκηνὴ παρίστατο εἰς τὰς Ἀθῆνας.

 

Ο ΛΕΠΡΕΝΤΗΣ

 

ΠΡΑΞΙΣ ΠΡΩΤΗ.

ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.

 

(Σάλα εἰς τὸ σπήτι τοῦ Λεπρέντη.)

Λεπρέντης, ἔπειτα Ἀδωναΐδης, καὶ Στρούμπουλας.

 

Λεπρέντης. (κρατῶν ἕνα καθρέπτην καὶ θεωρῶν εἰς αὐτὸν λέγει)

Τί νὰ πιστεύσῃ κανεῖς τὰ μάτια του ἢ τ' αὐτία του; ἂν εἰδῶ εἰς αὐτὸν τὸν καθρέπτην, δὲ μὲ δείχνει τόσον εὔμορφον, ἂν ἀκούσω τὸν Ἀδωναΐδην, μὲ βεβαιώνει ὅτι εἶμαι ὁ ἴδιος ὁ Ἔρωτας. Μὰ τί διάβολο! αὐτὸ τὸ ἄψυχον πρᾶγμα θὰ γνωρίζει καλήτερα ἀπὸ τὸν Ἀδωναΐδη; ἔπειτα, ἂν ἤμουν τοιοῦτος ὁποῖος φαίνομαι εἰς τὸν καθρέπτην, ἠμποροῦσε ποτὲ νὰ μ' ἀγαπήσῃ ἡ Βιτορίτζα; ὄχι, ὄχι, ὁ καθρέπτης θέλει σπάσιμον. (σπάνει τὸν καθρέπτην.)

Ἀδωναΐδης.

Σᾶς εἶμαι δοῦλος ταπεινότατος.

Λεπρέντης (ἀγανακτισμένος.)

Καλῶς τὸν Ἀδωναΐδη, κάθεσαι.

Ἀδωναΐδης (κάθεται.)

Μ' ὅλον ὅτι σᾶς βλέπω θυμομένον, καὶ ὀ θυμὸς προξενεῖ λύπην εἰς τὴν ψυχὴν, ἐπιθυμοῦσα πάλιν νὰ σᾶς ἔβλεπα πάντοτε θυμομένον.

Λεπρέντης.

Διατί;

Ἀδωναΐδης.

Τὸ διατὶ ἠμπορούσατε νὰ τὸ μανθάνετε καλήτερα, ἂν ἐβλέπατε τὸ πρόσωπόν σας μὲ τὰ μάτια τὰ δικά μου.

Λεπρέντης.

Τί; φαίνωμαι εὔμορφος;

Ἀδωναΐδης.

Τέρας τέρας· ὁ θυμὸς ἐπρόσθεσε νέα κάλλη εἰς τὸ ἀγγελικόν σας πρόσωπον. Ἂχ τύχη τύχη! πῶς δίδεις ὅλας τὰς καλωνὰς εἰς ἕνα μόνον πρόσωπον!

Λεπρέντης.

Ἐπειδὴ καὶ γνωρίζω τὴν εἰλικρίνειάν σου, πιστεύω καὶ εἰς τοὺς λόγους σου· καὶ δι' αὐτὸ ἔσπασα καὶ ἐγὼ τὸν καθρέπτην. Ἰδέ τον χίλια κομμάτια τὸν ἔκαμα· (τὸν δείχνει τὰ κομμάτια.)

Ἀδωναΐδης.

Ἐκάματε πολλὰ καλά, καὶ διὰ νὰ σᾶς βεβαιώσω ὅτε οἱ καθρέπται δὲν δείχνουν τὸ πρόσωπον ὡς εἶναι, ἰδοὺ παρατηρήσατε τὸ πρόσωπόν σας εἰς αὐτόν· (τὸν δίδει ἕνα καθρέπτην ὅστις ἔδειχνε τὸ πρόσωπον παράμορφον.)

Λεπρέντης. (θεωρῶν εἰς τὸν καθρέπτην)

Τί διάβολος εἶν' αὐτός! τί μύτη, τί στόμας! πάρετον, πάρε τον. (τὸν ἐπιστρέφει)

Ἀδωναΐδης.

Εἴδετε λοιπὸν; ὄχι χίλια κομάτια, ἀλλὰ δύω χιλιάδες ἔπρεπε νὰ τὸν κάμετε. (Συκόνεται καὶ καταπατεῖ τὰ κομμάτια τοῦ καθρέπτου) ποῦ νὰ ξεραθοῦν τὰ χέρια ποῦ τοὺς φθιάνουν! (ξανακάθεται)

Λεπρέντης.

Αὐτὸ λέγω κ' ἐγὼ, ἂν ἥμουν ἄσχημος καθὼς μὲ δείχνει ὁ καθρέπτης, ἠμποροῦσα ποτὲ ν' ἀγαπηθῶ ἀπὸ τὴν Βιτορίτζα;

Ἀδωναΐδης.

Καὶ βέβαια, ἐκείνη ἐδιάλεξε τὸν ὡραιώτερον, δὲν ἐνθυμᾶσθε ποῦ σᾶς τὸ εἶπα ὅταν ἔσκυψε νὰ πάρῃ τὸ μανδύλι της ἀπὸ καταγῆς;

Λεπρέντης.

Ναὶ ναὶ, τὸ ἐνθυμοῦμαι.

Ἀδωναΐδης.

Λοιπὸν μείνετε ἥσυχος, καὶ μὴν ἀδημονῆτε μὲ τοὺς διαβολοκαθρέπτας, νὰ μὴν ἀρωστήσητε, κ' ἔχουμεν ὕστερα κι' ἄλλα βάσανα.

Λεπρέντης.

Μὰ ξεύρεις πόσον ἐσυγχίστικα;

Ἀδωναΐδης.

Τὸ πιστεύω, διότι ἦτον μὲ τὸ δίκαιόν σας· καὶ ἡ Περμαθούλα δὲν ἦλθεν ἀκόμη;

Λεπρέντης.

Ὄχι καὶ στενοχωροῦμαι διὰ τὴν ἄργητά της, ἔστειλα τὸν δοῦλόν μου νὰ τὴν φωνάξῃ πλὴν ἀκόμη δὲν ἦλθεν.

Ἀδωναΐδης.

Ἴσως ἔλειπεν ἀπὸ τὸ σπήτι της· γιὰ νὰ διῶ· (συκόνεται καὶ κοιτάζει ἀπὸ τὸ παράθυρον) ἔρχεται ἔρχεται.

Λεπρέντης.

Ναὶ; φύγε λοιπὸν ἐσὺ καὶ ὕστερα ἔλα.

Ἀδωναΐδης.

Ὀρισμός σας· δοῦλός σας· (πηγαίνει ἕως εἰς τὴν θύραν καὶ ἐπιστρέφει) μίαν χάριν θὰ σᾶς παρακαλέσω.

Λεπρέντης.

Τὶ;

Ἀδωναΐδης.

Νὰ γράψητε καμιὰ δεκαριὰ ὀνόματα εἰς αὐτὴν τὴν λωταρία· (τοῦ δίδει ἕνα χαρτί.)

Λεπρέντης.

Καὶ τὶ λώτος εἶναι;

Ἀδωναΐδης.

Εἶναι ἕνα ὡραῖον ὡρωλόγι· διὰ γυναῖκα λόγον δὲν ἔχει.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια; καὶ ποῦ εἶναι; γιὰ νὰ τὸ διῶ.

Ἀδωναΐδης.

Ἔσπασε τὸ γυαλί του, καὶ τὸ ἔδωσα εἰς τὸν μάστορη νὰ τοῦ βάλλῃ ἄλλο· εἶναι ὅμως ὡραῖον ὡραῖον· μ' ἔδωσε ἕνα νέος 286 τάλλαρα νὰ τοῦ τὸ δώσω, διὰ νὰ τὸ χαρίσῃ τῆς ἀγαπητικιᾶς του, πλὴν δὲν τοῦ τὸ ἔδωσα.

Λεπρέντης.

Ἔκαμες καλὰ· ἐγὼ θὰ γράψω εἴκοσι ὀνόματα, καὶ ἂν τὸ πάρω, θὰ τὸ δώσω τὴν Βιτορίτζας. Πόσα εἶναι τὸ νούμερο;

Ἀδωναΐδης.

Ἂ· μικροδουλειαῖς· ἕνα τάλληρο τὸ νούμερο· νὰ τὸ διῆτε ὅμως μιὰ φορὰ! ὡραιότερον δώρον ἀπὸ αὐτὸ δὲν εὑρίσκεται· διότι ἐκτὸς ὁποῦ δείχνει ταῖς ὥραις, δείχνει καὶ τὰ λεπτὰ· καὶ ὅλο ἕνα κτυπᾷ τὶκ, τὶκ, τίκ.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια;

Ἀδωναΐδης.

Κι' ἀμὲ ψεύματα; εἶναι καὶ ὁλοστρόγγιλον· μόνον γράψετε.

Λεπρέντης.

Νὰ γράψωμεν λοιπὸν· (πιάνει τὸ κονδύλι καὶ γράφει). Αὐτὰ τὰ δεκαπέντε νούμερα ὅλα ὅλα εἰς τὴν τύχην τῆς Βιτορίτζας, καὶ αὐτὰ τὰ πέντε εἰς τὴν τύχην μου· νά εἴκοσι τάλλαρα. (τοῦ τὰ δίδει)

Στρούμπουλας· (προβαίνει ἀπὸ τὴν θύραν καὶ λέγει) ἀφέντη, ἦλθεν ἡ κερὰ Περμαθοῦλα.

 

Λεπρέντης.

Ἂς ἔλθη μέσα. (πρὸς τὸν Ἀδωναΐδην) πήγαινε τώρα ἐσὺ καὶ ὕστερα ἔλα.

Ἀδωναΐδης.

Δοῦλος σας (ἀναχωρεῖ.)

 

ΣΚΗΝΗ Β΄.

Περμαθούλα, καὶ Λεπρέντης.

 

Περμαθούλα (μὲ μία ῥόκα κ' ἕνα ἀδράκτυ εἰς τὸ χέρι)

Προσκυνῶ ἀφέντη μου.

Λεπρέντης.

Καλῶς τὴν κεράτζα Περμεθούλα· πολὺ ἄργησες, κάθησαι κάθησαι.

Περμαθούλα (κάθεται.)

Μπὰ παιδάκι μου· κ' ἐγὼ ἔφθιανα μακαρόνια, καὶ μόνον μὲ εἶπε ὁ ἄνθρωπός σου ὅτι μὲ θέλεις τ' ἄφησα στὴ μέση, κ' ἐπῆρα τὴν ῥόκα μου, γιατὶ παιδὶ μου χωρὶς δουλειὰ δὲν κάμω μισὴ ὥρα, τόχω κατάρα ἀπὸ τὴν μακαρίτησα τὴν μάνα μου, Θεὸς συγχωρὲς τὴν ψυχή της, καὶ ἔτρεξα εὐθὺς ἐδώ.

Λεπρέντης.

Μιὰ χάρη θέλω ἀπὸ λόγου σου.

Περμαθούλα.

Καὶ δυῶ παιδάκι μου, φθάνει νὰ περνᾷ ἀπὸ τὸ χέρι μου.

Λεπρέντης.

Περνᾷ περνᾷ.

Περμαθούλα.

Γιὰ νὰ διοῦμε λοιπὸν, λέγε μέ την.

Λεπρέντης.

Γνωρίζεις τὴν Βιτορίτζα τοῦ Φιλαρέτου;

Περμαθούλα.

Ἐκείνην τὴν ὄμορφη;

Λεπρέντης (μὲ χαράν.)

Ναὶ, ναὶ· ἐκείνην.

Περμαθούλα.

Παναγία μου! καὶ αὐτὴν δὰ ἐγὼ τὴν ἀνάθρεψα. Βλέπεις αὐτὴν τὴν ποδιὰ (τοῦ δείχνει τὴν ποδιά της) χίλιαις φοραῖς τὴν ἐκατούρησε, ῥοδόστομα στὸ πρόσωπόν σου.

Λεπρέντης.

Σπολάτη. Αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἀγαπῶ ποῦ πεθαίνω, καὶ ἂν δὲν τὴν πάρω θὰ σκοτοθῶ.

Περμαθούλα.

Παναγιά μου φύλαξέ το! καὶ σὲ ἀγαπᾷ καὶ αὐτὴ; ὠμίλησες ποτὲ μαζὴ της; σ' ἔδειξε κανένα σημάδι τῆς ἀγάπης;

Λεπρέντης.

Μαζή της δὲν ὠμίλησα, ὅμως μ' ἔδειξε σημάδι ὅτι μὲ ἀγαπᾷ.

Περμαθούλα.

Κι ἀπὸ ποῦ τὸ κατάλαβες, γιὰ πέμε, γιὰ νὰ ξεύρουμε σὲ τὶ νερὰ θὰ ταξιδεύσουμε·

Λεπρέντης.

Νὰ· μιὰν ἡμέρα ἐπερνοῦσε ἀπ' ἐδῶ μὲ τὸν πατέρα της, κ' ἔπεσε τὸ μαντύλι της κ' ἔσκυψε καὶ τὸ πῆρε.

Περμαθούλα.

Καὶ σὲ εἶδε;

Λεπρέντης.

Ὄχι, γιατὶ ἐκείνην τὴν ὥρα ἐξουρίζουμουν, ὅμως τὴν εἶδε ὁ Ἀδωναΐδης καὶ μὲ τὸ εἶπε. Ἄλλη μιὰν ἡμέρα ἐπερνοῦσα καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸ σπήτι της, καὶ ἐπειδὴ ἐγλύστρησα κ' ἔπεσα στὴν λάσπη, αὐτὴ μὲ εἶδε καὶ ξεκαρδίστηκε ἀπὸ τὰ γέλοια.

Περμαθούλα (καθ' ἑαυτήν·)

Φωτιὰ νὰ κάψῃ τὰ μυαλά σου.

Λεπρέντης.

Τὶ στοχάζεσαι λοιπὸν, πῶς θὰ τὸ κάμουμε;

Περμαθούλα.

Τὶ νὰ στοχαστῶ παιδί μου, ἀπ' αὐτά ὁποῦ μὲ λὲς αὐτὴ σ' ἀγαπᾷ.

Λεπρέντης.

Ἔτζι λέγω κ' ἐγὼ· διότι τί ἀνάγκη, ἦτον νὰ γελάσῃ ὅταν ἔπεσα στὴν λάσπη;

Περμαθούλα.

Καὶ βέβαια· ἄφσε λοιπὸν παιδί μου τὴν δουλειὰ ἀπάνω μου κ' ἐγὼ τὴν τελειώνω. Ἀπὸ τέτοιαις δὰ δουλειαῖς, σαράντα τὴν ὥρα βγάζω ἀπὸ τὴν τζέπην μου.

Λεπρέντης.

Νὰ σὲ διῶ μάνα μου, τέλειωσέ την, καὶ πάρε τὴν ζωήν μου.

Περμαθούλα.

Τὸ ζαβάλικο! (τὸν χαϊδεύει) πῶς τὄκαμε ἡ ἀγάπη! (καθ' ἑαυτὴν,) νὰ καιρὸς νὰ βγάλουμε τὸ νοίκι τοῦ σπητιοῦ· καλὰ τὸ εἶπα ἐγὼ ὅταν μέ 'τρωγε ἡ ζερβιά μου ἡ φούκτα, ὅτι παράδες θὰ πιάσω (δυνατὰ) ἄκουσε δὰ τώρα νὰ σ'τὰ πῶ κ' ἐγώ. Ἐπροχθὲς ἐπῆγα εἰς τὸ σπῆτι τους νὰ γυρέψω μιὰ πινακοτή˚ καὶ ηὗρα τὴν Βιτορίτζα μονάχη, καὶ ἐκάθησα κομμάτι μαζή της, καὶ ἀπὸ μερικὰ λόγια της ἐκατάλαβα πῶς σ' ἀγαπᾶ ποῦ πεθαίνει.

Λεπρέντης (μὲ χαρὰν)

Ἀλήθεια; εἶδες πῶς τὸ ἤξευρα; (τῆς δίδει ἕνα πεντόδραχμο) πάρε το αὐτὸ μάνα μου νὰ κάμῃς ἔξοδα.

Περμαθούλα (πέρνουσα τὸ πεντάδραχμον.)

Σπολάτι παιδί μου, γιατὶ πειράζεσαι; ἔχε τὴν εὐχήν μου. (καθ' ἑαυτὴν) εὐγάλαμε τὸ νοίκι.

Λεπρέντης.

Ἐγὼ θὰ σὲ δώσω κι' ἄλλα, μόνον γιὰ πέμε πῶς τὸ κατάλαβες τί σὲ εἶπε;

 

ΣΚΗΝΗ Γ΄.

 

Ἀδωναΐδης (ἐμβαίνει δρομαίως μὲ τὴν λωταρία εἰς τὸ χέρι.) Στρούμπουλας καὶ οἱ ἀνωτέρω.

 

Ἀδωναΐδης.

Δοῦλος σας προσκυνῶ.

Λεπρέντης.

Τί τρέχει;

Ἀδωναΐδης (πλησιάζει καὶ τοῦ λέγει.)

Πρέπει νὰ γράψετε ἄλλα πέντε νούμερα εἰς τῆς Βιτορίτζας τὴν τύχην.

Λεπρέντης.

Καὶ δὲν ἔγραψα δεκαπέντε;

Ἀδωναΐδης.

Ναὶ· πλὴν ἐγράψατε εἰς τὴν τύχην τῆς Βιτορίτζας· τώρα λοιπὸν νὰ γράψητε καὶ εἰς τῆς Βιτορίτζας τὴν τύχην. Ἔτζι ἔγραψα ἐγὼ μιὰ φορὰ καὶ ἐπῆρα μίαν λάστρα μὲ τὸν βασιλικὸν. Τὶ εὔμορφα ὁποῦ ἐμύριζε! -Ὅτι ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν πόρτα δὲν ἠξεύρω ποῦ στὸν δαίμονα τὸ πῆραν μυρωδιὰ, καὶ ἔτρεξαν χίλιοι μὲ τὰ τάλλαρα στὸ χέρι νὰ γράψουν. Ἔρχεται ὁ ἕνας μὲ λέγει γράψε με σαράντα νούμερα εἰς τῆς ἀγαπητικιάς μου τὸ ὄνομα· ἔρχεται ἄλλος μὲ λέγει γράψε με ἐξῆντα· τότε ἐνθυμήθηκα τὸ λάθος καὶ ἔτρεξα εὐθὺς ἐδὼ, νὰ γράψητε ἡ εὐγενεία σας τέσσαρα πέντε νούμερα ἀκόμη, διότι ὕστερα δὲν προφθάνετε.

Λεπρέντης.

Καλὸ· (πέρνει τὸ κοντήλι καὶ γράφει) 21, 22, 23, 24, 25 εἰς τῆς Βιτορίτζας μου τὴν τύχην.

Ἀδωναΐδης.

Ναὶ· τώρα πάγει καλὰ· ἂν θέλετε, γράψετε καὶ τρία νούμερα εἰς τὴν τύχην τῆς ἀγαπητικιάς σας· δὲν εἶναι ἄσχημη δουλειὰ, μιὰ φορὰ ἐγὼ ἔγραψα ἔτζη, εἰς ἕνα ἀστακὸν καὶ τὸν πῆρα εὐθύς.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια; ἂς γράψω· 32, 33, 34 εἰς τὴν τύχην τῆς ἀγαπητικιᾶς μου· νὰ ἄλλα τρία τάλλαρα.

Περμαθούλα. (καθεαυτὴν.)

Ἔχει τάλλαρο μὲ τὴν οὐρά.

Λεπρέντης.

Μὰ βλέπω πῶς ἄλλος κανεῖς ἀκόμη δὲν ἔγραψε.

Ἀδωναΐδης.

Αἴ καλά! καὶ μ' ἔχετε τόσον ἀδιάκριτον ν' ἀφήσω νὰ γράψουν ἄλλοι χωρὶς νὰ πρωτογράψετε ἡ εὐγενεία σας; μάλιστα ἂν θέλετε γράψετε καὶ τρία νούμερα εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πατρός της ὁποῦ ἂν πέσῃ εἰς αὐτὸν θὰ ὑποχρεωθῇ πολύ.

Λεπρέντης.

Καλὰ τὸ λές· φέρ' ἐδὼ· (γράφει.) 37, 38, 39 εἰς τὴν τύχην τοῦ Φιλαρέτου.

Ἀδωναΐδης.

Καὶ τὸ 40 νούμερο εἶναι καμιὰ φορὰ τυχηρὸ· ἂν θέλετε - Μιὰ φορὰ εἰς τὸ 40 ἐπῆρα ἕνα λαβράκι.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια; ἂς γράψω (γράφει) 40 εἰς τὴν τύχην - (συλλογεῖται ὀλίγον ἔπειτα γράφει) τῆς ἀράχνης. Καλὰ τὸ στοχάσθηκα;

Ἀδωναΐδης.

Καὶ ῥώτημα χρειάζεται; χίλια χρόνια νὰ ἐσυλλογίζουμουν ποτὲ δὲν τὸ εὕρισκα· (κρυφὰ) πῶς πάγει ἡ δουλειὰ; τί σᾶς λέγει τοῦ λόγου της; πῶς τῆς φαίνεται; τελειώνει;

Λεπρέντης (κρυφά.)

Τελειωμένη εἶναι ἡ δουλεία.

Ἀδωναΐδης (κρυφά.)

Ἀλήθεια; δὲν σᾶς τόλεγα ἐγώ;

Λεπρέντης (κρυφά.)

Μάλιστα μάλιστα, μὲ τὸ ὑπόσχεται μετὰ βεβαιότητος.

Ἀδωναΐδης (κρυφά.)

Διὰ νὰ τὴν ὑποχρεώσετε περισσότερον γράψετε ἕνα δύω νούμερα εἰς τ' ὄνομά της.

Λεπρέντης (κρυφά.)

Καλὰ τὸ στοχάσθηκες (δυνατά.) Φέρε ἐδὼ νὰ γράψω καὶ δύω νούμερα τῆς κυράτζας Περμαθούλας.

Περμαθούλα.

Εὐχαριστῶ παιδί μου· γιατὶ πειράζεσαι;

Λεπρέντης.

Δὲν εἶναι τίποτε· (γράφει) 54, 55 εἰς τὴν τύχην τῆς κεράτζας Περμαθούλας· (πρὸς τὸν Ἀδωναΐδην, κρυφὰ) καὶ ἂν τῆς πέσῃ αὐτηνῆς;

Ἀδωναΐδης (κρυφά.)

Τῆς δίδουμε καμιὰ δεκαριὰ τάλλαρα καὶ τῆς τὸ πέρνομε.

Λεπρέντης (κρυφά.)

Καλά καλά.

Περμαθούλα.

Ἐξέχασες παιδάκι μου νὰ γράψεις καὶ τὸ παρανόμι μου. Ὁ κόσμος τώρα εἶναι ὅλο κατεργαριὰ· γράψε το γράψε το.

Λεπρέντης.

Καὶ πῶς εἶναι;

Περμαθούλα.

Περμαθούλα Βιλαρέτενα.

Λεπρέντης (γράφει.)

Βιλαρέτενα.

Περμαθούλα.

Βάλε παιδί μου καὶ τὸ κεράτζα, δὲν εἶναι δὰ τίποτε· μὰ ἂν ἦναι, κάθε ἕνας θέλει καὶ τὸ ἀπαυτόνο του.

Λεπρέντης (γράφει.)

Ἰδοὺ καὶ τὸ Κεράτζα· (πρὸς τὸν Ἀδωναΐδην) πήγαινε τώρα ἐσύ.

Στρούμπουλας (ἀκούων τὰ τάλλαρα ἐμβαίνει καὶ λέγει πρὸς τὸν Λεπρέντη.)

Ἀφεντικὸ, ἀμ' ἐμένα δὲν μὲ δίνεις;

Λεπρέντης.

Ἐσὺ πάλιν τί θέλεις;

Στρούμπουλας.

Νὰ· ἀπ' αὐτὰ ποῦ δίνεις τοῦ λόγου του.

Ἀδωναΐδης.

Ὁ καϊμένος ὁ Στρούμπουλας! ἂς ἦναι πιὰ γιὰ χατήρι του, γράψετε καὶ αὐτουνοῦ κανένα νούμερο.

Λεπρέντης.

Γράψε του λοιπὸν ἕνα· νὰ καὶ τὸ τάλλαρο.

Στρούμπουλας.

Ἀφεντικὸ κάμης μιὰ δουλειὰ; δόσε με ἐμένα τὸ τάλλαρο·

Λεπρέντης.

Τὶ θὰ τὸ κάμης;

Στρούμπουλας.

Νὰ, νὰ πάγω νὰ γράψω εἰς μία σερβέτα ὁποῦ ἔχει ἕνας τελάλης, καὶ λέγει, ὅποιος τοῦ δόση ἕνα τάλλαρο, πέρνει τὴν σερβέταν.

Λεπρέντης (γελῶν.)

Νὰ καὶ κρεμήσου (τοῦ δίδει τὸ τάλλαρον.)

Ἀδωναΐδης.

Εἶχε χάζι νὰ πέσῃ εἰς τὸν Στρούμπουλα.

Λεπρέντης.

Καὶ τὸν ἔγραψες;

Ἀδωναΐδης.

Μάλιστα, εἰς τὸ 74 νούμερο, ὀρίστε διέτε το (τὸν δείχνει τὸ 74.)

Λεπρέντης.

Καὶ αὐτὸ εἶναι ἄγραφον.

Ἀδωναΐδης.

Θὰ τὸ γράψω ὅμως.

Λεπρέντης.

Ἂν τοῦ πέσῃ αὐτουνοῦ τοῦ τὸ πέρνω.

Ἀδωναΐδης.

Βέβαια.

Λεπρέντης.

Νὰ λοιπὸν τὸ τάλλαρο καὶ πήγενε ἐκεῖ ποῦ σὲ εἶπα.

Ἀδωναΐδης.

Εὐθὺς εὐθὺς (ἀναχωρεῖ.)

Στρούμπουλας.

Ἀφεντικὸ πιὰ προστὰ θὰ βάλω ἐγὼ τὴν σερβέτα, παρὰ τοῦ λόγου σου τὸ ῥωλόγι (φεύγει.)

 

ΣΚΗΝΗ Δ.

 

Λεπρέντης καὶ Περμαθούλα.

 

Λεπρέντης.

Λέγεμε δὰ τώρα, πῶς τὸ κατάλαβες τί σὲ εἶπε;

Περμαθούλα.

Παναγιά μου! καὶ πολὺ λεμόνι χρειάζεται; νὰ πρῶτα ἄρχησε νὰ μ' ἐρωτᾷ ἂν γνωρίζω ἕνα ὄμορφον, ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶν.

Λεπρέντης.

Καὶ ἐγὼ εἶμαι σαράντα.

Περμαθούλα.

Αἴ τώρα καὶ ἡ εὐγενεία σου, σά να ἦτον τὸ κορίτζι εἰς τὴν γέννα σου· ἀπὸ τὰ εἰκοσιπέντε ὡς τὰ σαράντα εἶναι πέντε χρόνια διαφορά.

Λεπρέντης.

Ὄχι ὄχι εἶναι δεκαπέτνε.

Περμαθούλα.

Ὀφοὺ! ἂς ἦν' καὶ δεκαπέντε· δὲν πειράζει, μὲ μάτια λέει, μαῦρα.

Λεπρέντης.

Καὶ τὰ δικά μου εἶναι γαλανά.

Περμαθούλα.

Ἔτζι ἔτζι μαυρογάλανα· μὲ κορμὶ μέτριο.

Λεπρέντης.

Καὶ τὸ δικό μου εἶναι ὑψηλό.

Περμαθούλα.

Λάθον ἔχεις· ὁ ἴσκιός σου τὸ δείχνει ἀψηλό, ὅμως εἶναι μέτριο· ποῦ ὅταν περπατῇ κουνεῖ τὰ χέργια του.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια, ἀλήθεια, τὰ κουνῶ.

Περμαθούλα.

Ἀμ ξεύρω τὶ σὲ λέγω· μ' ἐρωτοῦσε λοιπὸν ἂν τὸν γνωρίζω αὐτὸν τὸν νιὸ, ἐγὼ εὐθὺς ἐμπῆκα μέσα καὶ τῆς λέω, αὐτὸς κύρη μου σ' ἀγαπᾷ ποῦ πεθαίνει.

Λεπρέντης.

Τῆς τὸ εἶπες ἀλήθεια;

Περμαθούλα.

Αἲ καλὰ· ψώματα θὰ σοῦ πῶ γρυὰ γυναῖκα; τότε ἄρχησε νὰ κλέγῃ, καὶ νὰ μὲ λέγῃ αὐτὸν τὸν νιὸ μάνα μου τον ἀγαπῶ ποῦ πεθαίνω καὶ τοῦ 'δειξα καὶ τὸ σημάδι τῆς ἀγάπης δύω φοραῖς· μιὰ φορὰ ἐπέρασα ἀπὸ τὸ σπήτι του καὶ ἔριξα τὸ μαντήλι μου, κ' ὕστερα ἔσκυψα καὶ τὸ πῆρα.

Λεπρέντης (μὲ χαράν.)

Δὲ σὲ τὸ εἶπα;

Περμαθούλα.

Δὲν τὸ θυμοῦμαι παιδί μου καὶ ἄλλη μιὰ φορὰ, λέει, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ σπήτι μας, καὶ ἔπεσε στὴν λάσπη, καὶ ἐγὼ ἐγέλασα δυνατά.

Λεπρέντης (μὲ χαράν.)

Δὲν σὲ τὸ εἶπα;

Περμαθούλα.

Δὲν τὸ καλὸ ἄκουσα παιδί μου· ὕστερα μὲ εἶπε, μάνα μου ἢ τὸν πέρνω ἢ σκοτώνουμαι.

Λεπρέντης.

Ἔτζι σὲ εἶπε; (τῆς δίδει καὶ ἄλλο πεντάδραχμο) λάβε μάνα μου καὶ αὐτὸ νὰ κάμῃς ἕνα φουστάνι.

Περμαθούλα (τὸ πέρνει.)

Σπολάτι παιδί μου· μὰ γιατί πειράζεσαι; (καθ' ἑαυτήν,) εὐγῆκε καὶ τὸ φουστάνι, θὰ βγάλουμε θαῤῥῶ καὶ τὸ κοντογούνι· (δυνατὰ) ἤθελε νὰ μὲ εἰπῇ κι' ἄλλα ὅμως ἦλθεν ὁ πατέρας της, καὶ τότε αὐτὴ ἐσιώπησε καὶ ἔφυγε.

Λεπρέντης.

Λοιπὸν νὰ πᾶς καὶ νὰ τὴν εἰπῇς ὅτι τὴν ἀγαπῶ ποῦ πεθαίνω.

Περμαθούλα.

Ἔνοια σου· ἀπὸ μερικὰ μάλιστα λόγια τοῦ πατέρα της ἐκατάλαβα, ὅτι κι' αὐτουνοῦ ἡ γνώμη κλίνει ἀπάνω σου.

Λεπρέντης.

Ἀλήθεια; πῶς τὸ κατάλαβες;

Περμαθούλα.

Αἲ καλὰ· ἀμ' ἐγώ πές μου πῶ σοῦ δώσαν ἑκατὸν ξυλιαῖς, καὶ νὰ σοῦ πῶ πόσαις ἔφαγες· νὰ· ἀπ' ἔξω ἀπ' ἔξω τὸν ἐψαύρευσα καὶ τοῦ εἶπα, ἀφέντη εἶναι πιὰ καιρὸς νὰ πανδρέψουμε καὶ τὴν κοκκωνίτζα, καὶ αὐτὸς μὲ λέει δὲν εἶναι καιρὸς ἀκόμη.

Λεπρέντης.

Αἲ· καὶ μ' αὐτὸ θὰ πεῖ πῶς κλίν' ἡ γνώμη του ἐπάνω μου;

Περμαθούλα.

Παναγιά μου! κ' ἔχε δὰ ὑπομονή γιατὶ λέει οἱ νέοι τώρα δὲν ἠξεύρουν ἄλλο, μοναχὰς, χοροὺς καὶ στολίδια σὰν γυναῖκες, κ' ἐγὼ θέλω ἄνθρωπον νὰ μπορῇ νὰ βαστάξῃ σπήτι, νὰ ᾖναι οἰκονόμος καὶ γνωστικὸς· ἔχω λέει ἕνα στὸν νοῦν μου, καὶ ἂν ᾖναι θέλημα θεοῦ αὐτὸν θὰ κάμω γαμπρόν μου· τότες ἐγὼ γιὰ νὰ καταλάβω ποιὸς εἶναι τοῦ λέω, καὶ ἀπὸ ποῦ εἶναι ἀφέντη αὐτὸς ὁ νιός; καὶ μὲ εἶπε ὅτι εἶναι ἀπὸ τὴν Φραγγιά.

Λεπρέντης.

Καὶ ἐγὼ εἶμαι ἀπὸ τὴν Βλαχιά.

Περμαθούλα.

Ναὶ ναὶ ἔτζι τὸ εἶπε· καὶ εἶναι λέει, συγγενὴς ἑνὸς μεγάλου· μὲ εἶπε καὶ τ' ὄνομά του μὰ τὸ ξέχασα·

Λεπρέντης.

Νὰ μὴ σὲ εἶπε τοῦ ἄρχοντος Καμινάρη;

Περμαθούλα.

Ναὶ ναὶ· Καμιλάρη.

Λεπρέντης.

Ὄχι δὰ Καμιλάρη. Καμινάρη.

Περμαθούλα.

Ναὶ παιδί μου Καμιράνι· καὶ τὸν γλέπω λέει ὅτι εἶναι πολὺ προκομένο παιδί· καὶ αὐτὸν θὰ κάμω γαμπρόν, ἂν θέλῃ ὁ θεός.

Λεπρέντης.

Μάνα μου νὰ σὲ διῶ· μὴ χάνουμε καιρόν· μήπως εὔγει ἄλλος καὶ μᾶς τὰ χαλάσει· τρέξε εὐθὺς καὶ μίλησε σὰν μητέρα μου.

Περμαθούλα.

Σύχασε παιδάκι μου· καὶ ἄφσε τὴν δουλειὰ ἀπάνω μου καὶ μὴ σὲ μέλει.

Λεπρέντης.

Νὰ σὲ διῶ, πήγαινε καὶ φέρε με εὐθὺς ἀπόκρισιν.

Περμαθούλα.

Μὲ ταῖς χαραῖς σου ἔχε γιὰ παιδί μου· (καθ' ἑαυτὴν) ἀναθεμά την ἐκείνην ποῦ σ' ἀφαλόκοβε, καὶ δὲν σὲ κεφαλόκοβε (ἀναχωρεῖ.)

Λεπρέντης. (μόνος)

Ἀμφιβολία δὲν εἶναι πλέον· μὲ ἀγαπᾷ καὶ θὰ τὴν πάρω (ἀναχωρεῖ.)