ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Πιτσιπίος Ιάκωβος Γ.

Η ορφανή της Χίου (αποσπάσματα)

Η ΟΡΦΑΝΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟΝ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΠΡΩΤΟΝ.

Ἡ φιλόσκοτος νὺξ εἶχεν ἤδη ἐξηπλωμένην πρὸ ἱκανῶν ὡρῶν ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας τῆς γῆς τὴν κατάμαυρον σινδόνα της, τὸ ἀνθρώπινον γένος ἀπηυδισμένον ἀπὸ τοὺς κόπους της ἡμέρας, ἔκειτο μεθυσμένον ἀπὸ τὸ γλυκύτατον τοῦ ὕπνου ποτὸν, καὶ τὸ πᾶν ἔσπευδε ν' ἀνανεώσῃ διὰ τῆς ἀναπαύσεως τὰς ἐν τῷ διαστήματι τῆς ἡμέρας ἐξαντληθείσας δυνάμεις του, κατὰ τὴν συνήθη γενικὴν ταύτην κατάπαυσιν τῆς φύσεως· καὶ αὐτὰ τὰ ἄγρια θηρία εἶχον ἤδη τελειωμένα τὰ νυκτερινά των κυνήγια, καὶ βρυχόμενα ἐπέστρεφον νὰ κοιτασθῶσιν εἰς τὰ μεμονωμένα αὐτῶν σπήλαια. Μόνος ὁ ἀρχέκακος ἀντάρτης, ὁ ἐξόριστος Ἑωσφόρος ἀγρυπνεῖ ἀδιακόπως εἰς τὰ ἐνδότατα τῆς ζοφώδους φυλακῆς του, περιστοιχισμένος ἀπὸ τοὺς συνενόχους αὐτοῦ λεγεῶνας· καὶ σπαραττόμενος ἀπὸ λυσσώδη θυμὸν διὰ τὴν ἀποτυχίαν τῆς κατὰ τοῦ ὑψίστου ἀνοήτου αὐτοῦ τόλμης, ἐξερεύγεται τὰς μιαρωτέρας βλασφημίας κατὰ τοῦ Βασιλέως καὶ Θεοῦ του.

Ἐκ διαλειμμάτων ἀκούει τὰς περιγραφὰς τῶν εἰς τὸν κόσμον συμβαινόντων, τὰς ὁποίας οἱ ἀόρατοι βδελυροὶ κατάσκοποί του φέρουσιν εἰς αὐτὸν ἀλληλοδιαδόχως· στριφογυρίζει πέριξ ἑαυτοῦ τὰ ἄγρια βλέμματά του· ἡ φρικτὴ θέα τῆς αἰωνίου καταδίκης, καὶ ἡ στέρησις τῆς οὐρανίου δόξης, τὴν ὁποίαν πρὸ τῆς ἐκπτώσεώς του ἀπελάμβανεν, ἀντὶ νὰ τὸν φέρωσιν εἰς μετάνοιαν καὶ συναίσθησιν τοῦ ἰδίου ἐγκλήματος, ἐξάπτουσι καὶ ἐξαγριοῦσιν ἔτι μᾶλλον τὴν μανιώδη αὐτοῦ λύσσαν κατὰ τοῦ πλάσματος, τὸ ὁποῖον ἡ θεία βουλὴ προώρισε διὰ νὰ λάβῃ τὴν δόξαν, τῆς ὁποίας οὗτος ἀνεφάνη ἀνάξιος.

Ὁ μισόκαλος Διάβολος ἀκούει τὴν διὰ τοῦ ἀῤῥαβῶνος παῦσιν τῶν δυστυχιῶν τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τῆς Εὐλαλίας, καὶ δυσαρεστεῖται διατὶ ἡ εἰς αὐτὸν ἀφιερωμένη θεία τῆς ὀρφανῆς δὲν ἐδυνήθη ν' ἀνατρέψῃ τὴν εὐτυχίαν ἀμφοτέρων, καὶ ἀποφασίζει νὰ συμβοηθήσῃ τὴν μιαρὰν διάθεσιν τῆς ἀχρείας Λοξάνδρας, παρακινῶν καὶ ἐνισχύων αὐτὴν εἰς τοὺς πρώτους σκοπούς της! Στέλλει λοιπὸν δύο τῶν μαύρων αὐτοῦ ἀγγέλων, τὸ πνεῦμα τῆς ἀπονενοημένης κακίας, καὶ τὸ τῆς φειδογλώσσου φλυαρίας, διὰ νὰ παρουσιασθῶσι καθ' ὕπνον εἰς αὐτὴν, ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς γραίας Χρυσῆς, καὶ τῆς φαυλοβίου Φροσύνης, καὶ νὰ τὴν ὁδηγήσωσι τοὺς τρόπους, δι' ὧν δύναται νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς δύο ἐραστάς.

Ἡ Λοξάνδρα λοιπὸν ἐν ᾧ ἐκοιμᾶτο, βλέπει καθ' ὕπνον, πρὸς τὰ ξημερώματα, ὅτι ἀπὸ ἀπελπησίαν, διότι δὲν ἠδυνήθη νὰ καταστρέψῃ τὴν εὐτυχίαν τῆς ὀρφανῆς ἀνεψιᾶς της, ἐῥῥίφθη διὰ νὰ πνιγῇ εἰς δυσώδη βορβορώδη λάκκον, ὅπου περιεστρέφετο βρυχωμένη, καὶ μὴ δυναμένη νὰ ξεψυχήσῃ… αἴφνης τὴν ἐφάνη ὅτι ἔτρεξαν πρὸς βοήθειάν της ἡ Χρυσῆ καὶ ἡ Φροσύνη, αἵτινες ἐξήπλωσαν πρὸς αὐτὴν τὰς χεῖρας των, βεβαιοῦσαί την ὅτι δύναται ἀκόμη νὰ ἐλπίσῃ σωτηρίαν· ἡ Λοξάνδρα λοιπὸν βοηθουμένη ὑπ' αὐτῶν, ἐπήδησεν ἔξω τοῦ βορβορώδους λάκκου ἀβλαβὴς, καὶ χωρὶς νὰ τὴν μείνωσιν ἄλλα σημεῖα, εἰμὴ μόνον πλῆθος μαύρων κηλίδων, αἵτινες ἐσχηματίσθησαν ἐφ' ὅλου της τοῦ προσώπου ἐκ τῶν δυσωδῶν ἀκαθαρσιῶν τοῦ βορβορώδους ἐκείνου λάκκου· «τοιαῦται κηλίδες θέλουσι νὰ προξενεῖ πολλὰ μικρὰν ἐνόχλησιν» τὴν εἶπον παρηγορητικῶς ἡ Χρυσῆ καὶ ἡ Φροσύνη· «οὐδεμίαν! οὐδεμίαν!» ἀπεκρίθη γελῶσα ἡ Λοξάνδρα· καὶ ἀπὸ τὴν χαράν της ἐξύπνισεν…

Ἡ Λοξάνδρα ἐξυπνήσασα συλλογεῖται, καὶ ἐμπνεομένη ὑπὸ τοῦ ἀρχηγοῦ τοῦ σκότους, τοῦ συνεργοῦ πάσης κακίας, καταλαμβάνει τὸ αἰνιγματοειδὲς νόημα τοῦ ὀνείρου της, τὸ ὁποῖον ὀνομάζει… καὶ νὰ τολμήσω νὰ τὸ εἴπω; … ἀλλὰ διατὶ νὰ τὸ σιωπήσω, ἐν ᾧ ἡ τοιαύτη χρῆσις τῶν ἀντιθέτων ὀνομάτων ἠχολογεῖ καθ' ἡμέραν;… ἔμπνευσιν θείαν!…

Μόλις λοιπὸν ἀνεφάνη ἡ ἡμέρα, καὶ ἡ Λοξάνδρα καλεῖ εἰς συμβούλιον τὴν Φροσύνην, καὶ τὴν μονόφθαλμον Χρυσῆν ἰθαγενῆ τῆς Ἰκαρίας, τῆς ὁποίας τοὺς γαλακτοειδεῖς ἰοβόλους χυμοὺς ἐβύζαξεν ἡ σύζυγος τοῦ Πέτρου κατὰ τὴν νηπιότητά της, ἀντὶ τῆς ἀθώας τροφῆς τῆς βρεφικῆς ἡλικίας· εἰς τὴν μιαρὰν ψυχὴν τῆς βδελυρᾶς ταύτης τροφοῦ ἐφαίνονται αἱ φαρμακεραὶ πηγαὶ ὅλων τῶν κακιῶν, μὲ τὰς ὁποίας ἐπότισε τὴν ἀξίαν αὐτῆς τρόφιμον· πᾶν τόλμημα καὶ πᾶσα κακία ἠδύνατο νὰ ἐκτελεσθῇ ἀταράχως ὑπ' αὐτῆς.

Ἡ Φροσύνη καὶ ἡ Χρυσῆ δὲν ἤργησαν νὰ ἔλθωσι, καὶ ἡ Λοξάνδρα διηγήθη εἰς αὐτὰς τὸ ὄνειρόν της, καὶ τὴν ἀλληγορίαν τὴν ὁποίαν ἐννόει· «ὁ Θεὸς ἐξεύρει φίλταταί μου! ἐπρόσθεσεν εἰς τὸ τέλος τῆς διηγήσεώς της ἡ μιαρὰ Λοξάνδρα, πόσον κατασπαράττει τὴν καρδίαν μου ὁ ἀῤῥαβὼν τῆς ἀνεψιᾶς μου! διότι ἀφοῦ στεροῦμαι τὸ ἐκ τῆς χρηματικῆς αὐτῆς περιουσίας εἰσόδημα, στεροῦμαι καὶ τὴν δούλευσίν της, καὶ κινδυνεύω νὰ τὴν ἴδω καὶ ἀκουσίως μου σύζυγον τοῦ Ἀλεξάνδρου μετ' ὀλίγας ἡμέρας, ἐν ᾧ καθὼς ἐξεύρετε, ἤλπιζον νὰ τὴν καταφέρω μὲ τὸν καιρὸν ν' ἀρνηθῇ τὸν κόσμον, καὶ νὰ παραιτήσῃ τὴν προῖκά της εἰς τὴν θυγατέρα μου Παρασκευήν!… στοχάζεσθε ὅτι δὲν ἐπάσχισα χθὲς νὰ ἐμποδίσω τὸν ἀῤῥαβῶνα; κατέβαλα ὅλα μου τὰ δυνατά· ἀλλὰ βλέπουσα τὴν ἐπιμονὴν τοῦ Ἀλεξάνδρου, ἐφοβήθην μήπως θελήσῃ καὶ νὰ τὴν νυμφευθῇ ἀμέσως, διὰ τοῦτο λοιπὸν προτιμῶσα τὸ μικρότερον καὶ πλέον εὐκολοθεράπευτον κακὸν ἠναγκάσθην νὰ ὑποκριθῶ ὅτι τάχα συγκατανεύω εἰς τὸν ἀῤῥαβῶνα, ἐν ὅσῳ τὴν εἶχεν ἀκόμη εἰς χεῖράς του ὁ Ἀλέξανδρος· ὅλων τούτων αἴτιος εἶναι ὁ μαρμάρινος Πέτρος, τὸν ὁποῖον ὁ θεὸς μ' ἔδωκε σύζυγον διὰ νὰ παιδεύσῃ τὰς ἁμαρτίας μου!… ἐγὼ ἐσυκοφάντησα χθὲς τὸ πρωῒ πολλὰ ἐπιτηδείως τὴν Εὐλαλίαν, ἐλπίζουσα ὅτι ὁ ἀνόητος σύζυγός μου ἤθελε τὴν τιμωρήσει μὲ τὸ ξύλον, καὶ οὕτω νὰ πνίξῃ ἢ νὰ φοβήσῃ τὸν ἔρωτά της· ἀλλ' ὁ πέτρινος καὶ ὀλίγος νοῦς τὴν ἐδίωξεν ἀπὸ τὴν οἰκίαν μου, καὶ ὑπῆγε ν' ἀποτελειώσῃ τὸν ὕπνον του· καὶ οὕτω κατήντησε τὰ πράγματα εἰς τὴν τωρινήν των κατάστασιν!… μ' ὅλον τοῦτο ἔγεινε πλέον ὅ,τι ἔγεινε! τώρα δὲ πρέπει νὰ συσκεφθῶμεν πῶς νὰ διαλύσωμεν παντοτεινὰ τοῦτον τὸν ἀῤῥαβῶνα!… εἰπέτε με ἐλευθέρως τὴν γνώμην σας… εἶμαι ἑτοίμη νὰ μεταχειρισθῶ ὁποιονδήποτε μέσον.»

«Ἐγὼ στοχάζομαι, εἶπεν ἡ ἐν κακίᾳ γηράσασα Χρυσῆ, ὅτι μὲ ἄλλο μέσον δὲν θέλεις ἀποκτήσει τὴν ἡσυχίαν σου, φιλτάτη μου Λοξάνδρα, εἰμὴ διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῶν δύο ἐραστῶν, ἢ τοὐλάχιστον τοῦ Ἀλεξάνδρου.»

«Τὸ νὰ φαρμακώσωμεν τὸν Ἀλέξανδρον, εἶπεν ἡ βδελυρὰ Φροσύνη μετά τινας σκέψεις περὶ διαφόρων ὀλεθρίων τρόπων, δὲν εἶναι τόσον φρόνιμον ἔργον· διότι τοῦτο θέλει δώσειν εἰς τὸν κόσμον πιθανὰς ὑποψίας· καὶ περιπλέον ὁ θάνατός του δὲν φέρει τόσον μέγα ὄφελος, ὅσον ἐὰν θανατωθῇ ἡ Εὐλαλία, τὸ ὁποῖον εἶναι ἐνταυτῷ καὶ εὐκολώτερον καὶ συμφερώτερον· διότι σὺ ὡς θεία της θέλεις τὴν κληρονομήσειν."

«Γνωρίζω, ἐπανέλαβεν ἡ Λοξάνδρα, ὅτι τὸ νὰ φαρμακώσω τὴν Εὐλαλίαν μὲ εἶναι καὶ συμφέρον καὶ εὔκολον· ἀλλὰ ποῖος μὲ βεβαιοῖ ὅτι ὁ ἀπηλπισμένος Ἀλέξανδρος θέλει φονευθῆν ἐπάνω εἰς τὸ νεκρὸν αὐτῆς σῶμα, καὶ ὅτι δὲν θέλει ἀνακαλύψει τὴν δολοφονίαν μου;… ἐνθυμεῖσαι τί ἔπαθα εἰς Κωνσταντινούπολιν ὅταν διὰ νὰ ἐμποδίσω τὸν ἀδελφὸν τοῦ πατρὸς τῆς Εὐλαλίας Ἀμβρόσιον τοῦ νὰ ἐξαγοράσῃ τὴν σύζυγόν του Εἰρήνην, διέσπειρα τὴν φήμην ὅτι ἡ Εἰρήνη εἶχε φονευθῆν εἰς τὴν καταστοφὴν τῆς Χίου.»

«Ἀλλὰ μεταξὺ λόγων, ἔκραξεν ἡ Φροσύνη, δὲν ἠδύνασο νὰ γράψῃς τίποτε περὶ τῆς Εὐλαλίας πρὸς τὸν Ἀμβρόσιον; ἐνθυμεῖσαι πόσον αὐτὸς σ' ἐλάτρευε, καὶ …»

«Ἆ! φιλτάτη μου Φροσύνη, ἐπανάλαβεν ἡ Λοξάνδρα ἀφοῦ ἡ Εἰρήνη κατώρθωσε νὰ φθάσῃ εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀμβροσίου ἐκείνη ἡ ἐπιστολή της, ὁ ἄπιστος Ἀμβρόσιος ἀνακαλύψας τὴν ἐπιβουλήν σου, ἐλησμόνησε ὅλον τὸν πρὸς ἐμὲ ἔρωτά του, καὶ μ' ἐγκατέλιπεν ἀναφανδὸν καὶ οὗτος, καθώς ποτε εἰς τὴν Χίον ὁ πλούσιος ἐκεῖνος ἐξάδελφός μου· μ' ἔρχεται ὅμως εἰς τὸν νοῦν ἄλλος τις τρόπος ὅστις μὲ φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ εὐκολώτερος καὶ ἁρμοδιώτερος πάντων· γνωρίζετε ὅτι ἡ Εὐλαλία εἶναι τὸ πλέον εὐκολόπιστον καὶ εὐμετάβλητον ὄν· στοχάζομαι λοιπὸν νὰ συνθέσω πλαστὸν γράμμα, ὡς ἐκ μέρους τοῦ ἐν Κωνσταντινουπόλει θείου της Ἀμβροσίου, τοῦ ὁποίου τὸν χαρακτῆρα καὶ τὴν ὑπογραφὴν ἐξεύρει νὰ μιμηθῇ ἀπαραλλάκτως ὁ υἱός μου Ἀντώνιος, εἰς τὸ γράμμα τοῦτο θέλει μὲ γράφει τάχα ὁ θεῖος της περὶ τοῦ Ἀλεξάνδρου, ὅτι ἔχει γυναῖκα καὶ τέκνα εἰς τὴν Ῥωσσίαν, ἐμπερικλείων μοι καὶ κατάλληλον πλαστὸν γράμμα πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον, παρὰ τῆς ὑποθετικῆς ταύτης συζύγου του· θέλω προσποιηθῆ τὴν μελαγχολικὴν, καὶ θέλω κάμει τὴν Εὐλαλία νὰ μὲ βιάσῃ νὰ τὴν δείξω τὰ δύο ταῦτα γράμματα· τότε εἰς τὸν ἀναβρασμὸν καὶ τὴν ζάλην τῶν παθῶν της, δύναμαι νὰ τὴν καταφέρω ἐπιτηδείως νὰ γράψῃ ὑβριστικὸν γράμμα πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον, καὶ συγχρόνως ν' ἀναχωρήσῃ ἀμέσως πρὸς τὸν ἐν Κωνσταντινουπόλει θεῖον της, μὲ τὸ πλοῖον τοῦ υἱοῦ σου Σταύρου (ἀποτεινομένη πρὸς τὴν Χρυσῆν), τὸν ὁποῖον νὰ προειδοποιήσῃς διὰ νὰ ἦναι ἕτοιμος πρὸς τὸ ἑσπέρας· θέλεις ὑπάγει καὶ σὺ μετ' αὐτῆς, τάχα διὰ συντροφίαν της, καὶ θέλεις φροντίσει νὰ κάμῃς ὅπως ἐξεύρῃς, διὰ νὰ μὴ φθάσῃ ἐκεῖ ζωντανή. Φθάνουσα δὲ εἰς Κωνσταντινούπολιν νὰ εἴπῃς ὅτι ἀφοῦ ἀφ' ἑαυτοῦ της παρῄτησε τὸν ἀῤῥαβωνιστικόν της, καὶ ἠθέλησεν ἑκουσίως νὰ ὑπάγῃ εἰς Κωνσταντινούπολιν, μετανοήσασα ὡς φαίνεται ἀπὸ τὴν ἀπελπισίαν της ἐῤῥίφθη ἔξαφνα τὴν νύκτα μόνη της εἰς τὴν θάλασσαν· ὅταν δὲ ἐπιστρέψῃς εἰς Σμύρνην, θέλω σὲ δώσει πρὸς ἀνταμοιβὴν τῆς πίστεώς σου, τριακόσια δίστηλα ἀπὸ τὴν περιουσίαν της, τὴν ὁποίαν θέλω κληρονομήσειν.» Αἱ δύο καταχθόνιαι Ἐριννῦες ἐπικροτοῦσιν εἰς τὴν τεχνικὴν ἐφεύρεσιν τῆς τρίτης συναδελφῆς των, καὶ τὸ μιαρὸν συμβούλιον διελύθη.

[…]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΤΡΙΤΟΝ.

Τὸ λαμπρὸν ἄστρον τῆς ἡμέρας ἔτρεχε πρὸς τὸν κατηφορικὸν δρόμον τῆς Δύσεως, καθ' ἥν ὥραν ὁ Ἀλέξανδρος μὲ νοῦν παραζαλισμένον καὶ βαρύθυμον καρδίαν ἐπέστρεφεν εἰς τὴν οἰκίαν του, πλήρης τῆς ἀπροσδιορίστου ἐκείνης ἀνησυχίας, τὴν ὁποίαν τινὲς ὀνομάζουσι προαίσθησιν μελλούσης δυστυχίας· μόλις δὲ εἰσέρχεται, καὶ ὁ ὑπηρέτης του Βασίλειος τὸν ἐγχειρίζει ἐπιστολὴν ἐκ μέρους τῆς Εὐλαλίας· ἡ καρδία του πάλλει εὐχαρίστως… «ἔχεις δίκαιον, φιλτάτη μου! εἶπε καθ' ἑαυτὸν, σήμερον δὲν σὲ εἶδον διόλου· ἀλλὰ τὰ πρὸς τὸν δυστυχῆ φίλον μας ἱερά μου χρέη μ' ἐμπόδισαν ἀπὸ τὴν μόνην μου εὐχαρίστησιν!» ἀνοίγει τὴν ἐπιστολὴν, παρατηρεῖ ὅτι ἐμπεριεῖχέ τι, τὸ ὁποῖον ἔπεσε κατὰ γῆς, ἀφίνει νὰ τὸ ζητήσῃ μετὰ ταῦτα, καὶ βιάζεται ν' ἀναγνώσῃ.

« Ἀλέξανδρε!

Ἰσχυρὰ εὐλογοφανῆ αἴτια μὲ ὑποχρεοῦσι νὰ διαλύσω τὸν μεταξύ μας ἀῤῥαβῶνα, καὶ νὰ σὲ ἐπιστρέψω τὰ μνῆστρα σου, ἐπειδὴ δὲν δύναμαι νὰ γένω σύζυγός σου, οὔτε νὰ σὲ ματαΐδω εἰς τὸ ἑξῆς· εἶναι περιττὸν νὰ σὲ περιγράψω καταλεπτῶς τὰ αἴτια ταῦτα· μόνος σου δύνασαι νὰ καταλάβῃς ὅτι ἔμαθα βέβαια ὅ,τι δὲν ἤξευρα ἕως τώρα, μὴ νομίσῃς δὲ ὅτι ἡ θεία μου Λοξάνδρα μὲ παρεκίνησεν εἰς τοῦτο· ἐξ ἐναντίας αὕτη βλέπει μὲ μεγάλην της δυσαρέσκειαν τὴν ἀναγκαίαν διάλυσιν ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου· μόνη μου ἀνεκάλυψα τὸ βάραθρον εἰς τὸ ὁποῖον μὲ ὑπέσυρες διὰ νὰ μὲ κατακρημνίσῃς ἀδίκως· ἀλλ' ἂς ἔχῃ δόξαν ἡ προστάτρια τῶν ὀρφανῶν Θεία Πρόνοια! εἶμαι ἀκόμη εἰς καιρὸν νὰ ὀπισθοδρομήσω.

Ἡ Εὐλαλία»

Ἡ ἐπιστολὴ πίπτει ἀπὸ τὰς χεῖράς του… τὸν ἐφάνη ὅτι ὁ οὐρανὸς ἐκτύπησεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του· τὰ πέριξ του ἀντικείμενα συνεστράφησαν· τὸ φῶς του ἐσκοτίσθη, καὶ φρικτὸς ὠτοσυριγμὸς τὸν ἀνήγγειλε τὴν τελευταίαν στιγμὴν τῆς ζωῆς του, καὶ ἐξηπλώθη κατὰ γῆς ἄφωνος καὶ ἀναίσθητος!…

Ὁ βαρὺς κρότος τῆς πτώσεώς του εἵλκυσε τὴν προσοχὴν τῶν ὑπηρετῶν του, οἵτινες τρέχουσιν ἀμέσως, φωνάζουσιν ἀτάκτως, καὶ πάσχουσι ματαίως νὰ τὸν ἐπαναφέρωσιν εἰς τὴν ζωήν.

Ποῦ εἶσαι Στέφανε νὰ συνδράμῃς τὸν ἀγαπητόν σου φίλον εἰς τὴν μεγαλητέραν του ἀνάγκην; ἐὰν ὑπῆρχεν ἰατρικὸν τοῦ πάθους του, δὲν ἠδύνατο βεβαίως νὰ ἐπιτεθῇ εἰς τὴν φλογιζομένην αὐτοῦ καρδίαν, εἰμὴ διὰ τῆς ἁπαλῆς χειρὸς τῆς εἰλικρινοῦς σου φιλίας· ὅσον βαρεῖα καὶ ἂν ἦναι ἡ συμφορά του, ὅσον δριμεῖς καὶ ἂν ἦναι οἱ πόνοι τῆς θλίψεώς του, τὰ καταπραϋντικὰ βάλσαμα τοῦ φρονίμου αὐτοῦ φίλου ἤθελον δυνηθῆ νὰ τὸν παρηγορήσωσι· τὰ συνήθη ἐξαίρετα ἰατρικά δὲν τὸν ὠφελοῦσι διόλου! ματαίως τὰ δραστηριώτερα μέσα τὸν ἀποδίδουσι προσωρινῶς τὰ σημεῖα τῆς ὑπάρξεως! ματαίως κατὰ τὰς ἀλεπαλλήλους ταύτας στιγμιαίας ἐπανόδους του εἰς τὴν ζωὴν, ἀνακαλεῖ γοερῶς καὶ κράζει ὀνομαστὶ τὸν εἰλικρινῆ αὐτοῦ φίλον! ὁ Στέφανος πλέει μακρὰν τῆς Σμύρνης!… καὶ ὁ Ἀλέξανδρος μὴν ἀπαντῶν τὰ βλέμματα τοῦ φίλου του, μὴν αἰσθανόμενος νὰ τὸν κρατῇ ἡ χεὶρ τοῦ Στεφάνου, κατακρημνίζεται πάλιν ὑπὸ τοῦ ἀφορήτου βάρους τῆς ὀδυνηρᾶς αὐτοῦ θλίψεως εἰς τὴν προτέραν του ἀναισθησίαν!…