ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ηλιόπουλος Πάνος Δ.

Η Αιματωμένη Λίμνη (απόσπασμα)

Η ΑΙΜΑΤΩΜΕΝΗ ΛΙΜΝΗ

Η΄. - Η ΑΙΜΑΤΩΜΕΝΗ ΛΙΜΝΗ

Παρακαλοῦμεν ἤδη τὸν ἀναγνώστην νὰ μᾶς ἀκολουθήσῃ ἐξερχομένους τῶν Ἀθηνῶν, ἔνθα ἐπὶ τοσοῦτον ἐνδιατρίψαμεν, καὶ νὰ ῥίψῃ τὰ ὄμματα τῆς εὐγενοῦς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπὶ τῆς πρὸς δυσμὰς τῆς Πόλεως ἐκτεινομένης ὁδοῦ, τῆς ἀγούσης πρὸς τὸ Δαφνίον, καὶ πέραν ἔτι μέχρι τῆς θαλάσσης, ἔνθα ἵδρυται οἰκίσκος διόροφος κατεχόμενος ὑπὸ βαβαρικῆς οἰκογενείας τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ἀκολουθῶν οὕτω τὴν παράλιον, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ, τὴν πολλάκις δυσχερῆ καὶ τὴν κατὰ τὴν Κ α κ ή ν, λεγομένην, Σ κ ά λ α ν, φρικαλέαν ὁδὸν, διερχόμενος, τοὐτέστι τὴν Ἐλευσίνα, τὰ Μέγαρα, ἔπειτα τὰ Καλύβια, θὰ φθάσῃ εἰς Καλαμάκιον, τὸ μοναδικὸν σχεδὸν κέντρον, ἔνθα ἑνοῦνται οἱ ἀκτῖνες αἱ ἀποτελούμεναι ὑπὸ τῶν διερχομένων διὰ ξηρᾶς, ἀπὸ τῆς Στερεᾶς Ἑλλάδος εἰς τὴν Πελοπόνησον, καὶ τ' ἀνάπαλιν.

Ἀλλὰ δὲν θέλομεν νὰ φέρωμεν τὸν ἀναγνώστην ἕως ἐδῷ. Ἐπιθυμοῦμεν μόνο, ἀφ' οὗ διαβῇ τὴν φρικαλέαν ἐκείνην δίοδον τῆς Κακῆς Σκάλας, καὶ φθάσῃ περὶ τὴν ἔρημον θέσιν, Κινέταν καλουμένην, νὰ ῥίψῃ πρὸς βοῤῥᾶν τοὺς ὀφθαλμοὺς κατὰ τὰ ὅρη, ἔνθα βλέπει διὰ μέσου ἑτέρων τὴν Γ ε ρ α ν ε ί α ν, ὅρος Μ α κ ρ ὺ - Π λ ά γ ι κοινῶς λεγόμενον καὶ ἀντικρὺ ταύτης καθὼς καὶ τοῦ ὁδοιπόρου, ὀροπέδιον ἀνώμαλον καὶ κατωφερές, ὅπερ πλαγιάζεται μὲν μέχρι ποταμοῦ λήγει δὲ μέχρι τῆς θαλάσσης, ἀφίνων μικρὰν δίοδον διὰ τὴν πρὸς τὸ Καλαμάκιον ἔλευσίν του. Εἰς τὸ ὅρος ἐκεῖνο διὰ νὰ φθάσῃ τις πρέπει νὰ εἶναι λῃστὴς ἢ ποιμὴν, νὰ συνείθισε δηλαδὴ, εἰς τὴν κακουχίαν τοῦ δυσβάτου δρόμου, καὶ τοῦ ψύχους καὶ εἰς τὴν ἐκπληκτικὴν ἐρημίαν. Πρὸς τὰ μέρη ἐκεῖνα λέγουσιν ὅτι διαιτῶνται ζῶα ἄγρια, οἷον ἔλαφοι δορκάδες καὶ ἀγριόχοιροι.

Ἡμεῖς ὁδηγοῦντες τὸν ἀναγνώστην εἴμεθα βέβαιοι ὅτι τοιαῦτα δὲν ὑπάρχουσι δι' αὐτόν. Τὸν ὁδηγοῦμεν ἐπὶ τοῦ κατωφεροῦς ὀροπεδίου διὰ μέσου ἀγρίων δενδρυφίων, ἔνθα αἰωρεῖται σχεδὸν ἀπόκρημνος ἀτραπός, φέρουσα εἰς ἀμφιθεατρικὴν στενότητα. Φθάνων τις ἐνταῦθα εὑρίσκεται κατάκλειστος ἐντὸς ὀρέων ἀποτόμων καὶ τόπων ψυχροτάτων. Ἀκολούθως ὅμως βλέπει ἐνώπιόν του, διὰ σχίσματος τινὸς βράχου, τὴν μακρόθεν κυανίζουσαν θάλασσαν καὶ πρὸ ποδῶν του μικρὰν λίμνην, σχηματιζομένην εἰς τὰ κράσπεδα κοκκινοκιτρινωπῶν βράχων.

Εἰς τὰ χείλη τῆς λίμνης ταύτης πέφυνται ἀνθισμέναι ἤδη ῥοδοδάφναι, κοκκινίζουσαι τὴν κυκλικὴν θέαν· ἐν μέσῳ δὲ σιγῆς ἀκούεται μικρὸς καταράκτης καταπίπτοντος ῥυακίου ἐπιβάλλων φρίκην εἰς τὸν τολμῶντα νὰ πλησιάσῃ τὸ μέρος τοῦτο. Ἐκεῖ ἦτο τὸ τέρμα τῆς ἀτραποῦ! Ἔπειτα ὑπῆρχε περὶ τὴν ἀμφιθεατρικὴν αὐτὴν φάραγγα ἑτέρα κυκλικὴ ὁδός, πολὺ πλέον εὐδιάκριτος, ἣν διανύων τις ἐθεώρει ἐκτεταμενεστέραν τὴν μικρὰν λίμνην. Παρέκει ἔβλεπες χάλικας ἐσπαρμένους ὡς ἂν ἦτο ἄλλοτε παράλιον τὸ μέρος.

Ὁ ἀνατέλων τὴν ὥραν ταύτην ἥλιος, ῥίπτων τὰς ἀκτῖνας του εἰς τὰς ψεκάδας τὰς κρεμαμένας εἰς τὰ κόκκινα τῶν δαφνῶν ἄνθη καὶ εἰς τοὺς ἐρυθρωποὺς βράχους, τοὺς στίλβοντας ἐκ τῶν προαιωνίων βροχῶν, ἐποίει ἐπὶ τοῦ λείου τῆς λίμνης ὕδατος ἀντανάκλασιν ἐρυθρωπήν, προξενοῦσαν εἰς τὴν ψυχὴν ἀνεξήγητόν τινα ταραχήν, μεγαλεῖόν τι ἰδιότροπον, ὅπερ σὲ κάμῃ ν' ἀποκαλύψῃς τὴν κεφαλὴν καὶ νὰ προσκυνήσῃς· ἄδηλον ὅμως ἂν τὸν Θεὸν ἢ τὸν Διάβολον θὰ ἐπροσκύνῃς. Ἡ θέα σ' ἐφαίνετο αἱματόφυρτος… ἡ λεία ἐκείνη καὶ ἀτάραχος ἐπιφάνεια… τὴν ἐνόμιζες ἐξ ὕδατος καὶ αἵματος. Δικαίως…, εὐφυῶς, ἐκλήθη Λ ί μ ν η Α ἱ μ α τ ω μ έ ν η.

Ἐνταῦθ' ἄγομεν τὸν ἀναγνώστην.

Ἐπὶ τοῦ ἀποτόμου χείλους τῆς αἱματωμένης λίμνης ἐκάθητο ὁ Κῶτσος, ὁ γνωστὸς ἡμῖν ἥρως, στηρίζων τὴν ῥάχιν του εἰς πέτραν καὶ ἁπλόνων τοὺς πόδας του τὸν μὲν εἰς τὸ βάραθρον ἄνωθεν τῆς λίμνης, τὸν δ' ἕτερον πρὸς τὴν συνέχειαν τοῦ κατωφεροῦς.

Ἀριστερᾷ αὐτοῦ καὶ πρὸ θύρας φυσικοῦ τινος σπηλαίου ἐξηπλοῦτο ἐπίστομα καὶ εἰς ἱκανὴν ἀπόστασιν ἕτερός τις τοῦ Κώτσου σύντροφος, ἐξ ἐκείνων οὖς ἐγνωρίσαμεν ἐν τῇ πρώτῃ νυκτὶ, τῇ παρουσιασθείσῃ τῷ ἀναγνώστῃ, ἐν ἀρχῇ τῆς παρούσης ἱστορίας. Εἰς ἣν εὑρίσκετο θέσιν, μετεχειρίζετο τοὺς μὲν πήχεις τῶν χειρῶν στηρίγματα τῆς κεφαλῆς του, ἣν ἐπέθετε ἐπὶ τῶν πτυάριον σχηματιζουσῶν παλαμῶν, τοὺς δὲ πόδας ἐκίνει ὡς ἀξίνας, ὧν τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφαίνοντο λαβόντες τὸ σχῆμα. Περαιτέρω, εὑρίσκετο τρίτος τις σύντροφος, ὅστις πρὸ ὀλίγου ἤρχισε νὰ ζυμόνῃ ἐσπευσμένως ἐντὸς χύτρας· καὶ τέταρτος δέ τις πλανώμενος εἴς τιν' ἀπόστασιν ἐπὶ τὰ ὄρη καὶ ἀθροίζων ξηρὰ ξῦλα, πιθανῶς ὅπως ἀνάψῃ πῦρ.

Ἤδη ὅτε βλέπομεν τοὺς ἥρωας τούτους ἐν καιρῷ ἡμέρας δυνάμεθα νὰ παρέξωμεν πιστοτέραν εἰκόνα τῷ ἀναγνώστῃ. Ἦσαν τὸ ἀνάστημα σχεδὸν μέτριον, καὶ εὔσαρκοι ὀπωσοῦν, μαυριδεροὶ τὴν ὄψιν, ζωηροί, ζωηρότατον τὴν φυσιογνωμίαν καὶ ἅπαντες τὴν τεσσαρακοντούτιδα ἡλικίαν διερχόμενοι, ἐκτὸς τοῦ Κρίσσα, ὃς ἦτο νεώτερος. Ἐφόρουν δὲ φουστανέλας ῥυπαροτάτας ὡς ἀπὸ τεταριχευμένα σκύτη κατασκευασμένας.

…………………………………………………………………………………………………

- Γυιά σου, ὠρὲ Κρίσσα, -ἔλεγεν ὁ Κῶτσος πρὸς τὸν ζυμόνοντα- σὺ εἶσαι τὸ σκοινὶ τῆς συντροφιᾶς, ποῦ μᾶς δένεις, ὅλους μας.

- Ἀμ' ὁ Κίρκος; - εἶπεν ὁ ὀνομασθεὶς Κρίσσας - αὐτὸς πρῶτος… χωρὶς αὐτὸν ἐμεῖς οὖλοι θὰ εἴμαστε ἀκόμη 'ςτο Μενδρεσέ.

- Τὸ δίκῃο δίκῃο - ἐφώνησεν ὁ ἐπίστομα ἡπλωμένος - ὁ Κίρκος σοὔχει τοῦ διαβόλου τὸ μυαλό… νὰ βάνῃ ἄλλος κἀνεὶς στὸ νοῦ του…. μ' ἕνα τζανάκι, ποῦ ἔσπασε, νὰ κάνῃ λαγοῦμι μέσ' στο Μεντρεσέ;!

- Καὶ δὲν ἀφάνικε τὸ χῶμα ποῦ ἐξέχωνε; - ἠρώτησεν ὁ Κῶτσος.

- Χῶμα νὰ φανῇ; ἐδῶ ἡ τέχνη!… Σοῦ ἔκαμνε μὲ τὸ χῶμα ἐκεῖνο ἕναν τοῖχο ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὸ πάτωμα, 'μπροστά 'ς τὸ λαγοῦμι… καὶ οὐτ' ἐφαίνετο…

- Ἔ! Κίρκο, διάβολε! μὲ πέρασε, μωραϊτιὰ κακόμουτρη! καὶ ὕστερις δὲν ἐσμίξατε πειά;

- Στὸ φίλο Γαλατᾶ. Ἀπὸ κεῖ οὔτε τὸ κουνήσαμε δύω μέραις. Ἂν φεύγαμε γιὰ τὸ λημέρι ἐδῷ… ὅλος ὁ κόσμος θὰ μᾶς ἐμυρίζουνταν.

- Ἰδὲς τί ἀξίζουν φίλοι! πιστοί… Ὁ Γαλατᾶς μας!

- Ἀμ' ὁ Κίρκος!… γυιά σου ὠρέ! καὶ ἂς μὴν εἶσαι μπροστὰ νὰ μ' ἀκούς.

- Καὶ γιατὶ ὅλο τὸ λες αὐτό, ὠρὲ Κρίσσα; -ἠρώτησεν ὁ Κῶτσος τὸν ζυμόνοντα μετὰ ζηλοτυπίας.

- Καὶ μήγαρ δὲν εἶν' ἄξιος νὰ τὸν 'παινέσω!

- Αἴ! αἴ… μοῦ φαίνεται θὰ σοὔρθει 'ς τὸ νοῦ νὰ πῇς πῶς τὸν 'πιθυμᾷς ἀρχηγό…! τὸν παίρν' ὁ διάβολος τὸν παίρν!… τὸν χαντακόνει ὁ Κῶτσος.

- Ἔλα δὰ, Κῶτσο· αὐτὸς μᾶς ἐγλύτωσε μὲ τὴ 'ξυπνάδα του καὶ σὺ τὸν κατηγορεῖς;

- Δὲν τὸν κατηγορῶ… ἀμὴ πῶς! θέλετε νὰ γίνῃ κεῖνος ἀρχηγός;…

- Μᾶς 'πιθυμᾷ σὰ παιδιά του ὁ Κῶτσος! αἴ Κῶτσο…;

- Ἐγὼ νὰ μὴ σᾶς 'πιθυμήσω; Αἴ ποῦ νὰ μὲ κάψῃ τ' ἀστροπελέκι!… καὶ ποιὸν θέλετε νὰ 'θυμοῦμαι; ἐσᾶς ἔπιαναν γιὰ δικό μου κέφι… γιὰ χάρι ἑνοῦ παλῃοκόριτσου, καθὼς τὄλεγε ἡ Λάμπρενα 'ς τὸ ἐρωμένο της…

- Ἆ! Κῶτσο… τὰ δικά σου χ α μ π έ ρ ι α… λέγε μας… 'πῆγες 'ς τὴ φ ο υ ρ ν ά ρ ι σ σ α ἐκείνη;

- Καὶ ποῦ νὰ πάγαινα! σὰν μ' ἐτρύπησαν τὸ χέρι…! ἀπὸ τὸν πόνο κόντεψα νὰ χαθῶ. Καλὰ καὶ δὲν τὰ χάλασα μὲ τὴν Λάμπρενα…

- Καὶ ποῦ νά ξερε πῶς ἐ β ο ύ τ η σ ε ς τὸ Λάμπρο της 'κεῖ! - εἶπεν ὁ ἐπίστομα κείμενος, δεικνύων τὸ ὕδωρ τῆς λίμνης;

- Εἶδες τί νόστιμο! - ἐμειδίασεν ἀπαντήσας ὁ Κῶτσος· -ἐκοκκίνησε τὸ νερὸ καὶ ἐφάνη κόκκινο κόκκινο… ὕστερ' ἀπὸ τὴν ἀναταραχή…

- Ἄδικα τὸν ἐβούτησες Κῶτσο - εἶπεν ὁ ζυμόνων.

- Ἂν ἄδικα τὄκαμα! ἄδικα κ' ἐμὲ νὰ μὲ κάψῃ ὁ Χάρος.

- Νόστιμο! Ἄδικα δίκῃα θὰ μᾶς κάψῃ ὅλους… ἀμὴ τὸ δίκῃο, νὰ κοκκινίσῃ καὶ τὸ δικό σου αἷμα 'κεῖ.

- Καὶ γιατὶ λὲς αὐτό… - ἠρώτησεν ὁ Κῶτσος ἀδιαφόρως.

- Σ' ἀγαποῦμε, Κῶτσό μας καὶ δὲν θέλουμε νὰ σκοτωθῇς ἔξω ἀπὸ τὸ λημέρι μας…

- Θὰ ζήσω ὠρὲ ἐγὼ πειὸ ἀπὸ σᾶς!… ἐδῷ ἐγὼ τὸ γράφω!

Καὶ ὁ λῃστὴς ἔτυψε τὸν βεβυθισμένον εἰς τὴν ζώνην του ἀκινάκην, λέξας τὰς ἀνωτέρω λέξεις.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη συριγμὸς, ὅστις, μειχθεὶς μετὰ τοῦ θορυβοῦντος μικροῦ καταῤῥάκτου, προὐξένησεν ἀπαισίαν τινὰ ἰαχὴν εἰς τὰ ἄγρια ταῦτα μέρη, ἀλλ' οὐδεμίαν ἐποίησεν ἐντύπωσιν εἰς τὰ διαμόνια ἐκεῖνα ὄντα της Αἱματωμένης λίμνης, ὧν ὁ ἀρχηγὸς ἀνταπήντησε δι' ὀξυτέρων συριγμάτων.

Παρουσιάσθησαν τότε εἰς τὴν γωνίαν τοῦ ἄνωθεν τοῦ σπηλαίου παρατεινομένου βράχου τρεῖς ἄνθρωποι, οἵτινες θὰ ἦσαν ὅμοιοι τῶν ἀνωτέρω, ἂν δὲν ἐφόρουν ἐνδύματα καθαρότερα ὁπωσοῦν καὶ φέσια ἐπὶ κεφαλῆς ἐστεμμένα, φαινόμενοι οὕτως εἰς τάγμα φαλαγγιτῶν ἀνήκοντες· τοῦ ἑνὸς μάλιστα τὸ ἐπὶ τοῦ φεσίου στέμμα ἦν ἀργυροῦν καὶ τὸ περιλαίμιόν του διπλᾶ ἐκόσμουν γ α λ ό ν ι α, βαθμὸν σημαίνοντα ὑπολοχαγοῦ.

Ἦτον δὲ ἡλικίας ὁ μὲν ὑπολοχαγὸς τριάκοντα μόλις ἐτῶν, ἀλλ' ἰσχυρᾶς ἀναπτύξεως καὶ ζωηρότατος, οἱ δὲ ἀκολουθοῦντες αὐτὸν στρατιῶται τεσσαρακοντούτεις περίπου.

Περίεργον μόνον ἐν αὐτοῖς ἦτον ἡ ὑπόδησίς των. Τὰ ἐν ἤδη ἀρχαίων πεδίλων κοῖλα ὑποδήματά των προσεδένοντο εἰς ἀντίστροφον τοῦ πέλματος τοῦ ποδὸς διεύθυνσιν· ἤτοι τὸ μὲν καλούμενον σ τ ῆ θ ο ς τ ο ῦ π ο δ ὸ ς ἐπάτει ἐπὶ τῆς πτέρνης τοῦ πεδίλου.

- Μωρὲ Κῶτσο· - ἀνέκραξεν ὁ ἀργυροῦν στέμμα φέρων ζωηρὸς νεανίας - Μωρὲ σὺ εἶσαι τυχερὸς σὰν τὸ βασιληά! Θὲς νὰ πιάσῃς τὸ ποντικάκι ποῦ κυνηγοῦσες καὶ τὸ γατάκι ποῦ στ' ἅρπαξε;

Τοσαύτη ἦν ἡ ἔκπληξις καὶ ἡ χαρὰ τοῦ Κώτσου, ἀκούσαντος τὸ ἄκουσμα τοῦτο, ὡς τ' ἐλησμόνησε νὰ παρατηρήσῃ τὴν ἀδιαφορίαν, ἢ μᾶλλον, τὴν ψυχρότητα μεθ' ἧς οἱ νεοελθόντες ἐπανήρχοντο εἰς τὴν ἑστίαν των καὶ ἐπανέβλεπον μετὰ τόσην ἀπουσίαν τοὺς συντρόφους των. Ἐλησμόνησε καὶ αὐτὸς νὰ τοὺς ἐναγκαλισθῆ, ὡς ἐσυνείθιζεν ἄλλοτε, παρεῖδε μάλιστα καὶ τὴν μακρὰν εἰρωνείαν μεθ' ἧς ἐλέχθησαν αἱ λέξεις· «Θὲς νὰ πιάσῃς τὸ ποντικάκι ποῦ κυνηγοῦσες, καὶ τὸ γατάκι ποῦ ς' τ' ἅρπαξε.»

Διότι ὁ Κῶτσος ἐννόησεν ὅτι πρόκειται περὶ τῆς Ἰάνθης.

Ὁ ἐπίστομα κείμενος, ἠγέρθη ἐπιφωνῶν·- Ὁ Κίρκος τ' ἀδέρφι…

- Καλὲ τί μὲ λες; - ἀπήντησεν ὁ Κῶτσος ἐγερθεὶς καὶ αὐτός.

- Βάνω στοίχημα καὶ ἂν δὲν εἶν αὐτοὶ καὶ πᾶν σ' τὸ Καλαμάκι· νὰ φορέσουμε τὰ ῥ ο ῦ χ α τ ῆ ς δ ο υ λ ε ι ᾶς… νὰ τοὺς προφτάξουμε· θἄχουν καὶ καμμιὰ χιλιάδα γυρισταὶς ἀπάνου τους. Ὁ διάβολος μᾶς ἀγαπάει καὶ μᾶς τοὺς στέλνει νὰ τοὺς παστρέψουμε 'λίγο.

- Καὶ τὸν Κῶτσο! νὰ λ ο γ α ρ ι α σ τ ῇ - προσέθηκεν εἷς τῶν νεοελθόντων ψευδοστρατιώτης.

- Ναίσκε ναίσκε! εἶδες ἐκεῖ τύχη ὁ Κὺρ Κῶτσός μας- ἐπρόσθεσεν ὁ Κίρκος. - Πειὸς τ' ὄλπιζε νὰ βρεθῇ ἐδῷ…!

- Ὠρ' ἀδέρφι, Κίρκο ὠρὲ, λέγε λέγε, ποιὸ γατάκι καὶ ποντικάκι… σὺ εἶσαι γιομάτος παροιμίαις.

- Τὴν Ἰάνθη σου… τὴν ἐρωτικήν σου! ποῦ γιὰ τὸ χ α τ ῆ ρ ι της…

Ἀδύνατον νὰ ἐφαντάζετό τις τοσοῦτον λεπτὴν εἰρωνείαν ἐνυπάρχουσαν εἰς τοὺς λόγους τοῦ κακούργου ἐκείνου.

- Ὠρὲ τὴν ἴδες! τὴν ἴδες; - ἀνεφώνησεν ὁ Κῶτσος μετὰ προδιδομένου συμφέροντος.

- Ναί, ναί… ἔρχονται ἐδῷ 'ς τὰ δάση μας…

Θ΄ - ΛΗΣΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ.

Ὁ Κίρκος εἰπών ταῦτα ἐσιώπησε πρὸς στιγμὴν ὅπως ἀποδυθῇ τ' ἀλλότρια τοῦ ἐπαγγέλματός του ἐνδύματα.

- Τί πράμμα εἶν' ἡ ἀψηφησία! - ἀνεφώνησεν ὁ Χρόνης, εἷς τῶν μετὰ τοῦ Κίρκου. - Ὅτες ἐφύγαμ' ἀπὸ τὴν Ἀθῆνα… ἀπὸ τὸ Μεντρεσέ… Ἀμ' σοὖπαν τ' ἀδέρφια πῶς γλυστρήσαμεν ἀπ' τὴν ἀλαφότρουπα κείνη; Γυιά σου ὠρὲ Κίρκο.

- Αἴ καλὰ.. Ὁ Κίρκος εἶναι φιλόσοφος!… - ἐπρόφερε ζηλοτύπως ὁ Κῶτσος.

- Σοὖναι ἕνα παλλικάρι τῆς λ α ζ α ρ ί ν α ς φροντόφωνο! - Ὅτες γλυστρήσαμ' ἀπ' τὴν Ἀθῆνα, μᾶς ἀπάντησαν κἄτι ἄλλοι ῥ έ μ π ε λ ο ι· τοῦ ἔκαμαν τὸ σχῆμα αὐτουνοῦ καὶ 'ς ἐμᾶς ἐχαμογελοῦσαν σὰ νὰ μᾶς ἔλεγαν· π ᾶ τ ε σ ε ῖ ς μ ὲ τ ὸ ν ὑ π ο λ ο χ α γ ό.

- Καὶ ποῦ νὰ ξέρουν ποὔειμαστε ἀπὸ λημέρι αἱματωμένο! - προσέθηκεν ὁ Δῆμος ὁ ἕτερος τῶν τοῦ Κίρκου ἀκολούθων.

- Καὶ τὸ πειὸ νόστιμο… ὅτες ἐφθάσαμε ς' τὴ θάλασσα τοῦ Δαφνιοῦ, 'ς τὸ πυργάκι τοῦ βαβαροῦ! ποῦ ἀπαντήσαμε τοὺς δύο καβαλάριδες… ἀπὸ Μέγαρα πήγαιναν ς' τὴν Ἀθῆνα… - Γυιάσας - τοῦ 'λὲν τοῦ Κίρκου. - Γυιάσας ὠρὲ ἀδέρφια μὴν εἶστε διαταγμένοι διὰ τοὺς λῃστὰς ποῦ ἐγλίστρησαν ἀπὸ τὸ Μεντρεσέ; - Ποῦ τὸ ξέρεις; - Αἴ καλὰ, - τοὺς λέγει ὁ Κίρκος μας - Ἀμ' ἐμεῖς γι' αὐτοὺς πηγαίνουμε 'ς τὰ Μέγαρα.

- Μωρὲ τοὺς ἐπαίξαμε! σὰν κολοκύθια! - ἀνεφώνησεν ὁ Κίρκος - καὶ ἂν μᾶς ἐφορτονώντουσαν τοὺς ἐξεφτυλίζαμε γιὰ τὰ 'μάτια.

- Κίρκο, ὠρὲ, καὶ ποῦ ἀπαντήσατε τὸ ποντικάκι; ἔλα δὰ λέγε μού το αὐτό.

- Ναί· ναί· τὤρᾳ θὰ τοὺς… Ἀμ' … Κῶτσο, ἀγροίκα… θὰ 'ς τὰ πῶ ἕνα- ἕνα ὅταν ἐπήγαμε 'ς τὴ θάλασσα τοῦ Δαφνιοῦ τὸ ῥ ί ξ α μ ε β α ρ υ ὰ ὣς τὰ μεσάνυκτα, διατί μπορεῖ νὰ μᾶς ἔκαμναν τὸν κ ο υ μ π ά ρ ο ἐκεῖνα τὰ ψυχαδέρφια… καὶ τὸ στρώσαμ' ἐκεῖ ς' τὴ μεγάλη κάμαρη τοῦ πύργου. Ἐκεῖ ἔρχεται ὁ βαβαρέζος τοῦ πύργου καὶ μᾶς λέγει - Ντύω παίντια, κύριε, ντυὼ παίντια, μεγγάλος αὐτός· ἐγὼ κατλαμβέντε τέλω φκαριστήσω ντὰς ἀντέλφια· ἀγόρη, καὶ κορίτσι, νὰ ντώσω τὸ μὶκρο καμράκι. Καὶ ὁ βαβαρέζος ἔφυγε κάτω· ἔπειτα γλέπουμ' ἕνα νέο ὡς δεκαεννηὰ-εἴκοσι χρονῶν, καὶ ἕνα κορίτσι ὡς δεκαέξη δεκαεφτὰ κοντὰ χρονῶν ὡραῖο… σὰν τὰ 'κωνίσματα τῆς ἐκκλησιᾶς.

- Ἂ διάβολε! - ἀνέκραξεν ὁ Κῶτσος, εἰς τὴν ζωηροτέραν ἔκστασιν ἐμπεσών.

- Αἴ καὶ ἀστόχαστος ἦμουν ἐγώ;! Τότ' εἶπα πῶς εἶν καιρὸς νὰ τὸ π ά ρ ο υ μ α ι δ ί π λ α. Καὶ ποῦ νὰ κλείσουμε 'μάτι· κατάλαβα ὅτι τὸ παιδὶ ἐκεῖνο καὶ τὸ κορίτσι ποῦ ἐταξείδευαν θὰ εἶχον χρήματα. Μοὔρχουνταν νὰ 'πῶ νὰ σηκωθοῦμε νὰ τὰ ψ ά ξ ο υ μ ε 'λίγο, καὶ σηκώθηκα ἐγὼ πρῶτος. Ἀμ' ὅταν ἐζύγωσα 'ς τὸ πορτὶ, ἀκούσαμε τὴν ὁμιλία τους…

- Σὲ ποιὸ πορτί…

- Νὰ σοῦ περιγράψω τὸ σπίτι θἔς; δὲν σ' ὠφελεῖ… εἶναι κουραμάνα 'κεῖ μέσα… πολὺ ξύλινη…

- Ἀμ' τὰ παιδάκια ποῦ λἔς;

- Τὰ παιδάκια… αἴ καὶ τὶ μὲ θάρεψες ἐμένα; ἀνάξιο; ἀμὴ δὲν ἦταν περίστασις…! ἐμιλοῦσαν καὶ ἀπὸ μιὰ χαραγματιὰ εἴδαμε πῶς ἦσαν ντυμένοι. Φαίνεται ἐπερίμεναν νὰ ξημερώσῃ. - Κι' ἀπ' ἐδῷ ποῦ θὰ διευθυνθῶμεν, Κλέων μου, ἔλεγεν ἡ φωνὴ τοῦ κοριτσιοῦ. - Πρὸς τὰ Μέγαρα, Ἰάνθη μου.

- Ἡ Ἰάνθη λοιπὸν ἦταν; - ἀνεφώνησεν ὁ Κῶτσος.

- Ἐδῷ νὰ περάσωμεν τὰς δύω ἢ τρεῖς ὥρας ποῦ μένουν ὡς τὸ πρωὶ διὰ νὰ μὴ κακοπάθῃς ψυχή μου, - ἐξηκολούθησεν ὁ Κίρκος ἀναμιμνησκόμενος τοὺς λόγους τοῦ Κλέωνος, καὶ χωρὶς νὰ διακοπῇ ἀπὸ τὴν ἀναφώνησιν τοῦ Κώτσου. - Ἐγὼ νὰ κακοπάθω; ὤ, Κλέων μου… - Ἀπ ἐκεῖ, Ἰάνθη μου θὰ 'πάγωμεν εἰς Καλαμάκι, βλέποντες πάντοτε τὴν θάλασσαν…· ἔπειτα εἰς Λουτράκι… καὶ ἀπ' ἐκεῖ δι' ἑνὸς πλοίου εἰς Πάτρας. - Ὑπῆγες, Κλέων, ἄλλοτε εἰς Πάτρας; - Ὄχι, φίλη μου, δὲν ὑπῆγα· διὰ τί ἐρωτᾷς· ἄ σ' ἐννοῶ…. Μὴ δειλιᾷς ὅμως, ἀγάπη μου· εἶμαι καλῶς πληροφορημένος. Ὁ δρόμος εἶναι ὁ συντομώτερος πρὸς τὰς Πάτρας· ἔπειτα οἱ ἀγωγιᾶται τὸν γνωρίζουν, φθάνει νὰ ἔχωμεν χ ρ ή μ α τ α, καὶ ἡμεῖς ἔ χ ο μ ε ν π ο λ λ ὰ δι' ἓν ταξείδι τοιοῦτον.

Ὁ λῃστὴς ἐπρόφερεν ἰδιαιτέρως πως τὰς προτελευταίας λέξεις.

- Τόσο καλλίτερα! - ἐφώνησεν ὁ Κῶτσος. Ἀλλ' ἔπειτα συναισθανθεὶς ἀγρίαν τινὰ ταραχὴν ἐψιθύρισεν - ἰδοὺ, ἰδοὺ θὰ τὴν πάρω μὲ προικιό.

Τὴν στιγμὴν ταύτην ὁ Κίρκος ἐξέβαλε τὸ ἐστεμμένον φέσιον καὶ τὸ χειριδωτὸν περιπλάτιον (μεϊτάνι) του, τὸ φέρον εἰς τὸ περιλαίμιόν του τὰ γαλόνια.

- Κῶτσο τί στέκεσαι καὶ γλέπεις συλλογισμένος; Τὰ ζαρκαδάκια θὰ προσπεράσουν, καὶ θἄφθασαν 'ς τὸν αϊ Θόδωρο… ἢ τὴν ἀλησμόνησες τὴν… ἐρωμένη σου.

Ὁ Κίρκος ἐπρόφερεν εἰρωνικῶς τὴν τελευταίαν λέξιν.

- Ὄχι, ὠρὲ Κίρκο· δὲν τὴν ἀλησμόνησα! σᾶς τὸ λέω· ἀμὴ νὰ συλλογιστοῦμε ὠρὲ τί θὰ κάνωμε ἂν τοὺς πιάκουμε· νὰ συλλογιστοῦμε πρῶτα.

- Κατάλαβα ποῦ τἄχασες Κῶτσο· ἀκοὔς ἐκεῖ νὰ συλλογιστοῦμε… τἄχασες· καὶ γιὰ μία περδικούλα ἄνοστη…! ἀκοὔς τί θὰ τοὺς κάνουμε; Τί τοὺς ἐκάμαμε τόσους κ α τ ω μ ε ρ ί τ α ς ποῦ διάβαιναν ἀπὸ κεῖθε ἀπὸ τὴν ἀ σ π ρ ο σ ε ι ρ η τ ι ὰ καὶ τὸν τ ρ ε λ ό δ ρ ο μ ο;

- Ὄχι νὰ συλλογιστοῦμε καλλίτερα.

- Καλλίτερα; σῶσε Διάβολε! Νὰ τοὺς φέρουμε, μὲ δεμένα μάτια, ἐδῷ διὰ νὰ μὴν ἠξεύρουν ὕστερις τὴ 'ματωμένη μας…

- Καὶ ἂν δὲν θελήσουν!…

- Σῶσε καὶ πάλι σῶσε Διάβολε! Ἀκοὔς ἂν δὲν θελήσουν;! Πρῶτα πρῶτα τοὺς χαϊδεύουμε τὴν χ α μ α λ ί κ α τους μὲ τὸ χ ε ι ρ ό π ο υ λ ο. Τοὺς ἀ ε ρ ί ζ ο υ μ ε γιὰ τὸ χατήρι τῆς ἄνοιξις… εἶναι αὐτὰ ἀγαπητὰ καὶ πλουσίων παιδιά· τὴν χ ι λ ι α δ ί τ σ α τὴν ἔχουμε.

Ὁ λῃστὴς ἐννόει διὰ τῶν λέξεων χ α μ α λ ί κ α ς μὲν, τὴν ῥάχιν χ ε ρό π ο υ λ ο τὴν μάστιγα, ἀερίζειν δὲ τὸ ἐκδύειν, διότι μετὰ τὴν ἔκδυσιν ἔμενον εἰς τὸν ἀέρα οἱ δερόμενοι.

- Πῶς θὰ πάρῃς τὴ χιλιαδίτσα ἀπὸ γονειὸ, ὠρὲ μωραϊτιά.

- Θὰ στείλω τὸ κορίτσι, ἀραχωβιτιά μου, 'ς τὸν πατέρα… αἴ; καλά; δὲν εἶναι αὐτὸ καλλίτερο; δὲν εἶναι καλλίτερ' ἀπὸ τὰ σχέδια π' ἔκανες σύ;

- Μὰ τοὺς τρεῖς διαβόλους! Ἐγὼ δὲν τὴν ἀφίνω τὴν κοπέλλα 'κείνη… καὶ κεῖν' τὸ νειὸ 'ποῦ λἔς, ὠρὲ μωραϊτιὰ, σὰν καταλάβω πῶς εἶναι κεῖνος θὰ τὸν βουτήσω ὁλόρθα 'κεῖ.!…

Καὶ ὁ λῃστὴς ἔδειξε τὸ λεῖον καὶ ἐρυθρωπὸν ὕδωρ τῆς ἀκινήτου λίμνης.

- Ἐδῷ νἄχῃς γυναῖκα!; ἐδῷ; καὶ νὰ πνίξουμε ἄδικα τέσσερες-πέντε χιλιάδες στρογγυλαίς;… ἆ δὲν τὸ δεχόμαστε!

- Μὰ τοὺς χίλιους διαβόλους ὠρέ! - ἀνέκραξεν ὁ Κῶτσος, ὅστις ἐννοήσας ὅτι ἐπεθύμει ἐναντίον τῶν λῃστρικῶν ἠθῶν ἐπιθυμίαν, ἀλλ' ἀποφασίσας νὰ ἐπιβάλῃ τὴν θέλησίν του - Θὰ τὴν φέρω ἐδῷ καὶ θὰ σκάσῃς, μωραϊτιά.

- Αἲ μωρὲ ἀραχωβιτιά!… τ' ἀκοὔς Κῶτσο;!… δὲν σὲ φοβᾶται πειὰ ὁ μωραΐτης· σὺ δὲν εἶσαι καλὸς οὔτε τὴ μοσχαροποῦλά σου νὰ πιάσῃς, ποῦ μοῦ ἔχωσες αὐτοῦ 'ς τὴ μέση σου δυὼ πιθαμαὶς… καὶ νὰ μὴ μοῦ παρατεντόνεσαι, νὰ μὴν ἰδῇς τί γίνεσαι.

Καὶ ὁ Κίρκος ταῦτα εἰπὼν, ὑπῆγεν ἐντὸς τοῦ σπηλαίου ἵνα συμπληρώσῃ τὴν πανοπλίαν του.

- Τί χαλεύεις; τί χαλεύεις; δὲν εἶμ' ἄξιος νὰ πιάκω τὴ μουσχαροποῦλά μου;…

Καὶ ὁ Κῶτσος ἔσυρεν ἐκ τῆς ζώνης του τὸ πιστόλιον καὶ ἠθέλησε νὰ σημαδεύσῃ. Ὁ σημαδευόμενος δὲν ἔβλεπε, διευθυνθεὶς, ὡς εἴπομεν, εἰς τὸ σπήλαιον καὶ εἰσερχόμενος ἐκείνην τὴν στιγμήν.

Ὁ Χρόνης ὥρμησε πρὸς τὸν Κῶτσον, ἀναφωνῶν καὶ ἁρπάζων τὸ πιστόλιον·

- Ἂ διαβόλου διάβολε! τὸν ἀδελφό σου σημαδεύεις;!

- Ἀδερφὸς εἶν' αὐτός; γὴ κ ο υ τ ά β ι.

- Ἐγὼ κ ο υ τ ά β ι; - ἀνεφώνησεν ὁ Κίρκος βαλὼν τὴν χεῖρά του ἐπὶ τοῦ ἐν τῷ ζωστῆρι εἰσδυομένου ἀκινάκου.

- Νά τα πάλι!… ἀ π ά ν ω 'ς τ ὴ ν ὥ ρ α… - ἀνεφώνησεν ὁ Χρόνης ἀνοίξας τὴν ἀγκάλην του, καὶ τεθεὶς μεταξὺ τῶν ἐριζόντων· - Ὠρὲ Κίρκο! μὰ τὸ διάβολο νὰ σὲ φουρκίσῃ κανένας… ὠρέ!

- Σὺ μὲ τὸ λἒς νὰ μὴ κρατήσω ἐδῷ ὅποιο θέλω 'γώ;…

- Γιατὶ νὰ τὸ θέλῃς, μωρέ· ποῦ κανένας δὲν τὸ θέλει;!

- Εἶμ' ἀρχηγὸς ἐγώ, λιβανισμένε! ἂν δὲ 'μὲ θέλῃ κανείς, φύγετε ὅλοι ἀπ' ἐδῶ!

Εἰς τὴν ἀπειλὴν ταύτην ἅπαντες ἐσιώπησαν. Ὁ Κίρκος ὅμως ἀναφανδὸν ὀργισθεὶς καὶ ἀποδυθεὶς τὴν ὁπλοφόρον ζώνην του, ἣν ἔῤῥιψεν εἰς τὰ λοιπὰ ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐνδύματα, ἀνεφώνησε.

- Παγένετε μωρὲ ὄποιος θέλει νὰ τοὺς πιάσῃ· ἐγὼ δὲν τὸ κουνῶ ἀπ' ἐδῷ.

Καὶ ἄοπλος οὕτω διευθύνθη εἰς τὰ ὄρη.

- Ὢ ποῦ νὰ πέσῃ ἀστροπελέκι ἀπάνου μας! - ἀνεφώνησεν ὁ Χρόνης, - ἔτσι ἄδικα θ' ἀφήκουμε νὰ πετάξουν τόσα στρογγυλά,… Κίρκο σὺ τἄχασες.

- Νὰ ὁ ἀρχηγός σας… χαρεῖτέ τον· θὰ πάῃ αὐτός· θὰ σᾶς φέρῃ καὶ τὸ χ α ρ έ μ ι του!.

Εἶδος περιφρονήσεως ἐζωγραφίσθη εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ λῃστοῦ, προφέροντος τὰς ἀνωτέρω λέξεις.

- Βαστᾷ, ὠρὲ, τὸ χέρι μου καλὰ τὴ λ α ζ α ρ ί ν α· βαστᾷ καὶ ἕνα κανόνι… καὶ σὲ κάνῃ στούπωμα…

Εἶπε, καὶ εἰσελθὼν εἰς τὸ σπήλαιον ἐνεδύθη τὰ φορέματα τοῦ Κίρκου, ἔθεσε τὸ φέσιον τὸ ἀργυροστεφὲς καὶ τὰ λοιπὰ ἐνδύματα τ' ἀποτελοῦντα τὴν πανοπλίαν τοῦ ὑπολοχαγοῦ τῆς φάλαγγος.

Ἔπειτα δέσας ὑπὸ τοὺς πόδας του εἶδός τι πεδίλων ἐν ἀντιθέτῳ διευθύνσει, ὡς τὰ εἶχεν ὁ Κίρκος, ἀνεφώνησεν ἐνώπιον τῆς ἀναύδου ἀμφιβολίας τῶν ἑταίρων, διὰ φωνῆς διαφαινούσης ἐπιθυμίαν ἐξιλεώσεώς τινος, ἂν ὄχι φόβου.

- Δὲν μὲ χρειάζεται κανένας, ἐγὼ μοναχὰ θὰ τοὺς φέρω… ἕνας μοῦ χρειάζεται! ποιὸς μὲ ἀκολουθάει;

- Γυιά σου, Κῶτσο, ἐγώ· ἀκοὔς νὰ μὴν ἔρθω;! - ἀπήντησεν ὁ Χρόνης.

- Ἔλα τ' ἀδέρφι…

Καὶ ὁ Κῶτσος μετὰ τοῦ ἀκολούθου, ἀποχωρισθεὶς τῆς συμμορίας διευθύνετο καὶ ἐξηλείφθη ὄπισθεν τοῦ βράχου.