ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ψυχάρης, Γιάννης

Η άρρωστη δούλα (πρόλογος)

Η ΑΡΡΩΣΤΗ ΔΟΥΛΑ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΚΑΙ ΓΡΑΜΜΑ στὸ φίλο μου τὸ γιατρὸ Γ. ΣΙΩΤΗ

Ἀγαπητέ μου φίλε καὶ γιατρὲ,

Μοῦ φαίνεται πὼς ἀφτό μου τὸ βιβλίο σοῦ χρωστῶ νὰ σοῦ τἀφιερώσω. Εἴσουνε στὸ Παρίσι ὅταν τὄγραφα· ἴσως καὶ νὰ θυμᾶσαι τί σοῦ ἔλεγε, ἐνῶ τὄγραφα, πὼς ἄλλο σκοπὸ δὲν εἶχα, παρὰ νὰ δηγηθῶ μιὰ ἱστορία ποὺ νὰ εἶναι ἀληθινή. Δὲν ξέρω τί θὰ μοῦ ποῦνε· θὰ ποῦνε πὼς εἶμαι νατουραλίστας, ῥεαλίστας, ζολίστας, φλομπερίστας, ἢ γκονκουρίστας· μερικοὶ πάλε θὰ ποῦνε πὼς εἶμαι ἰδεολόγος, συβολιστὴς, κι ὅ τι βροῦνε. Μὴ σὲ κόφτῃ ἐσένα καὶ μὴ γυρέβῃς νὰ τὰ συβιβάσῃς. Τίποτα δὲν εἶμαι. Κ' ἔτσι θαῤῥῶ πὼς πρέπει νὰ εἶναι κανεὶς, σὰ γράφει ῥομάντζο, τίποτα − κι ὅλα μαζί. Δηλαδὴ, ὁ πρῶτος του, ὁ μόνος του σκοπὸς νὰ εἶναι ἡ ἀλήθεια, λοιπὸν καὶ νὰ σοῦ παρασταίνῃ τὴν ἀλήθεια, ὅποια κι ἂν εἶναι − τοῦ ὄνειρου ἢ τῆς ζωῆς, ἀπὸ τὸ πραματικὸ παρμένη, ὠμὴ, ξερὴ καὶ κρύα, ἢ ἀπὸ τὸν κόσμο τῆς φαντασίας, ἀλήθεια τῆς ψυχῆς ἢ τῆς καθεμερνῆς μας τῆς πείρας − καὶ νὰ σοῦ τὴν παρασταίνῃ ὅπως τὸ θέλει κάθε ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάθε ἀλήθεια, καὶ σ' ἀφτὸ συφωνᾷ μὲ τὴν τέχνη, ἔχει ἔκφραση δική της, ποὺ ἀδύνατο νὰ τῆς τὴν ἀλλάξῃς. Κι ἀφοῦ σοῦ μίλησα γιὰ ὄνειρο, νὰ μοῦ δώσῃς τὴν ἄδεια νὰ σοῦ ἀναφέρο καὶ Τὄνειρο τοῦ Γιαννίρη, τὸ προτιμημένο μου, τί νὰ σοῦ κἄμω; Στὄνειρο τοῦ Γιαννίρη, τὄφερνε ἡ ἀλήθεια τοῦ ῥομάντζου ἐκεινοῦ, ἐκεινῆς τῆς ἰδέας, νὰ τὴν ἰδανικέψω, ἂν καὶ ψυχολόγησα πρόσωπα γνωστὰ, ζωντανά, μὲ τὴν χρονολογία του τὸ καθένα, μὰ σὲ ἀχρονολόγητη σειρὰ, ὄξω ἀπὸ τοὺς καιροὺς κι ὄξω ἀπὸ τοὺς τόπους. Στὴν Ἄῤῥωστη δούλα, τὄφερνε ἡ ἀλήθεια νὰ τοποθετήσω, νὰ χρονολογήσω καὶ νἀκριβολογήσω. Μὰ πάντα μου πάσκισα νὰ παραστήσω τὴν ἀλήθεια, τὴν ἴδια, ὅσο κ' ἴδια δὲ μοιάζει.

Ἄλλη καλλιτεχνικὴ ἀλήθεια εἶναι ὅμως ποὺ τὸ ῥομάντζο μεγάλους προλόγους δὲ θέλει, καὶ τὰ πολλὰ ποὺ ἔχω νὰ σοῦ πῶ, πρέπει ἐδῶ νὰ σοῦ τὰ συντομέψω. Νὰ μὴν τὰ μασοῦμε, βγῆκα νὰ κάμω ῥομάντζο ἐπιστημονικό. Ῥομάντζα ἐπιστημονικὰ δὲν ἔχει. Ἔχει δηλαδὴ ῥομάντζα ὅπου ὁ ῥομαντζιέρος πῆγε καὶ ξεσκάλισε βιβλία ἐπιστημονικὰ, ἔπειτα ὅσα ἔμαθε, σοῦ τὰ κουβαλεῖ στὸ βιβλίο του καὶ φαρδιὰ πλατιὰ σοῦ τὰ καταστρώννει, νἀπορήσῃς μὲ τὴ σοφία του. Εἶναι ἀντιγραφή· ἐπιστήμη δὲν εἶναι. Ἡ ἐπιστήμη, ὅπως κι ἂν τὸ γυρίσῃς, βάση της ἔχει κάποια πρωτοτυπία· ἔρχεσαι καὶ μᾶς λὲς πράματα ποὺ μοναχός σου τὰ παρατήρησες, μᾶς βγάζεις στὴ μέση κανένα ντοκουμέντο καινούριο. Τότες ἡ δουλειά σου καθαφτὸ ἐπιστημονική. Βρέθηκα σὲ περίσταση, σπαραχτικὴ καὶ ἰδιαίτερη, ὅπου ἴδια ἡ ζωὴ μοῦ ἔβαλε στὰ χέρια, ποὺ νὰ πῇς, τὸ καινούργιο τὸ ντοκουμέντο, καθὼς λέγαμε. Τὸ ντοκουμέντο ἔγεινε βιβλίο. Παρατήρησα, παρακολούθησα μιὰ δεινὴ ἀῤῥώστια καὶ σοῦ τὴ δηγοῦμαι ὅπως τὴν παρατήρησα κι ὅπως ξετυλίχτηκε στὰ μάτια μου. Ἐννοεῖται πὼς ἄλλη ἀπαίτηση δὲν ἔχω. Μήτε γιατρὸς εἶμαι μήτε στὴ γιατρικὴ ἐπιστήμονας. Μὰ κάθε ἀῤῥώστια εἶναι δρᾶμα μὲ δυὸ πρόσωπα, ὁ γιατρὸς ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ ὁ ἄῤῥωστος. Τὶς ἀῤῥώστιες, ὡς τώρα, μᾶς τὶς περιγράψανε οἱ γιατροί· καλὸ, ἴσως κι ὠφέλιμο, νὰ μᾶς τὶς περιγράψουνε κ' οἱ ἀῤῥῶστοι μιὰ φορά. Τὸν ἄῤῥωστο σπούδασα· γιὰ τὸν ἄῤῥωστο σοῦ μιλῶ. Ἴσως στὸ μεταξὺ ἔτυχε νὰ δείξω καὶ σὲ τί σημεῖο βρίσκεται σήμερις ἡ γιατρική. Μαζὶ μὲ τὴν ψυχολογία τοῦ ἀῤῥώστου, βέβαια πὼς στὸ δήγημά μου ψυχολoγιέται κάποτες κι ὁ γιατρός.

Εἶναι ὅμως κι ἀναντίλεχτο πὼς μὲ ἁπλὸ ντοκουμέντο ἡ τέχνη δὲν τὰ βγάζει πέρα, ῥομάντζο δὲ γίνεται. Λοιπὸν ἔβαλα καὶ μιὰ ὑφὴ, ἕνα πλέξιμο. Ἐσὺ ὁ γιατρός, σὰν ἀγαπᾷς, προσέχεις μόνο στὸ ντοκουμέντο, ποὺ τὸ ξεχωρίζεις κάπως ἀπὸ τὴ σειρὰ τοῦ λόγου· ὁ γείτονάς σου πάλε, ποὺ γιατρὸς δὲν εἶναι, ἄξαφνα μπορεῖ περισσότερο νὰ προσέξῃ στὸ δρᾶμα ποὺ παίζεται, παρὰ στὸ ντοκουμέντο ποὺ ξεδιπλώνεται ὁλοένα. Ντοκουμέντο καὶ δρᾶμα προσπάθησα νὰ τὰ κάμω ἕνα. Μὰ ἐγὼ νομίζω πὼς σ' ἕνα τέτοιο βιβλίο, ἔχει καὶ τὸ δρᾶμα κάποια σημασία ἐπιστημονική. Τί νὰ σοῦ τὰ ξηγῶ, ἀφοῦ εἶσαι καὶ γιατρὸς καὶ ψυχολόγος; Μιὰ θερμοκρασία νόημα δὲν ἔχει· νόημα ἔχει, ὄξω ἀπὸ τὴν ἀῤῥώστια τὴν ἴδια, ἡ ψυχικὴ διάθεση τοῦ ἀῤῥώστου, τὴ στιγμὴ ποὺ θερμομετρήθηκε. Ἀδιάφορο δὲν εἶναι διόλου νὰ ξέρουμε ἂν ὁ ἄρρωστος ἔχει φίλους, δικοὺς, συγγενῆδες, ἂν εἶναι παραιτημένος ἢ ἂν ἀγαπιέται ἀπὸ τὸν τάδε ἢ τὸν τάδε.

Τὴν ἠθικὴ ἀτμοσφαίρα καὶ γὼ πάσκισα, ὅπως ὅπως καὶ μὄλα τὰ δικαιώματα τῆς φαντασίας ποὺ πλάθει, νὰ περεχύσω στὸ βιβλίο μου καὶ μ' ἀφτὴ νὰ τὸ λούσω. Θαῤῥῶ πὼς ὁ κύριος σκοπὸς σ' ἕνα ῥομάντζο εἶναι νὰ ξετάσῃς κανένα αἴστημα τοῦ ἀθρώπου, κανένα ψυχόρμητο ἀπὸ κεῖνα ποὺ εἶναι πρωτογέννητά μας, ποὺ εἶναι στοιχειώδικα, ἡ ἀγάπη, τὸ μῖσος, ἡ ζούλια, ἡ φιλαργυρία ἢ ὅ τι θέλεις· ἔπειτα νὰ τὸ φέρῃς κάπως τὸ αἴστημα στὴν ἀκμή του, στἀποκορύφωμά του, γιὰ νὰ καταλάβῃς, ἡ λογική του ξετύλιξη ὡς ποῦ φτάνει κ' ἔτσι νὰ νοιώσῃς τὴν οὐσία του. Μαζὶ μὲ τὸ αἴστημα γυρέβεις νὰ μελετήσῃς καὶ κανένα ζήτημα σπουδαῖο, ἀπὸ κεῖνα ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας, τοῦ ἀθρώπου ἡ ζωὴ κ' ἡ ζωὴ τῆς κοινωνίας. Στὸν Ἀντρέα τοῦ ῥομάντζου μου ἴσως δῇς κάποια τάση προγονική μας ποὺ δὲν παρατηρήθηκε ἀκόμη. Ὄσο γιὰ τὸ ζήτημα ποὺ μελετιέται στὸ βιβλίο μου, ἀνάγκη καμιὰ νὰ σοῦ πῶ τι σπουδαῖο ποὺ εἶναι, ἀφοῦ εἶναι τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας.

Ἐδῶ πρέπει νὰ τὰ βλέπουμε κατάματα ὅλα καὶ νὰ μὴν ντρεπούμαστε. Ὁ ἄθρωπος γιὰ ντροπὴ δὲν εἶναι· εἶναι γιὰ νὰ προδέβῃ κ' ἔχουμε νὰ προδέψουμε, πολὺ πολὺ στὴν ὑγεία καὶ σ' ὅ τι ἀφορᾷ τὴν ὑγεία. Λένε πὼς μιὰ γυναίκα, μιὰ χωρικὴ πέθανε, γιατὶ δὲ θέλησε νὰ πῇ τοῦ γιατροῦ πὼς εἶχε ἀπόστημα στὸ στῆθος, ὄχι νὰ τοῦ δείξῃ τὸ μέρος. Ἔνας δυτικὸς ἐπίσκοπος τὴν παίνεσε μάλιστα γιὰ τὴν ἀρετή. Χωριὰ καὶ πολιτεῖες στὴν πρόληψη δὲν ξεχωρίζουνται. Κάποιος φίλος μου, ἐνῶ διώρθωνα πέρσι κάτι ἀρφαβητάρια γιὰ τὸ διαγωνισμὸ τοῦ Νουμᾶ, καθότανε πλάγι μου καὶ κοίταζε. Εἶδε τὴ φράση τὸ βυζὶ τῆς μάννας. Σκανταλίστηκε. Μὲ παρακάλεσε νὰ τὴ σβήσω. Κι ὡς τόσο τί πιὸ ἅγιο στὸν κόσμο, τί πιὸ ἁγνὸ ἀπὸ τὸ βυζὶ τῆς μάννας, ἀπὸ τῆς γυναίκας τὸ βυζί; Θυμοῦμαι πὼς κάπου διάβασα ἕνα βιβλιαράκι καμωμένο ἀπὸ γνωστὸ χειροῦργο τοῦ Παρισιοῦ. Ἔλεγε μέσα πῶς πρέπει νὰ βαστᾷ ἡ μάννα τὸ μωρὸ γιὰ νὰ τὸ πλένῃ, πῶς πρέπει νὰ καθήσῃ γιὰ νὰ τὸ βυζάξῃ. Ἔβαζε καὶ τὶς εἰκόνες, τὴ μάννα μὲ τὸ βυζί της. Τὸ βιβλιαράκι γραμμένο γιὰ κοριτσάκια δώδεκα χρονῶνε στὰ παρθεναγωγεῖα! Σὰ γραφοῦνε τέτοια βιβλιαράκια κάμποσα γιὰ ὅλο μας τὸν ἀθρώπινο τὸν ὀργανισμὸ − βιβλιαράκια ποὺ νὰ τὰ διαβάζουνε καὶ παιδιὰ καὶ γέροι − τότες θὰ ποῦμε πὼς γλύτωσε ἡ ἀθρωπότητα.

Τὸ ζήτημα τῆς ὑγείας γιὰ ἕνα ἔθνος εἶναι ζήτημα ζωῆς. Δὲν πιστέβω νὰ τὸ κατάλαβε ὁ δάσκαλος. Ἀφοῦ σοῦ κουβεντιάζω γιὰ μάννες καὶ μωρά, ἰδοὺ μιὰ φρασούλα ποὺ τὴν ξεσήκωσα στὸ Γαλλοελληνικὸ Λεξικὸ τοῦ κ. Ν. Κοντόπουλου, ἔκδ. δ΄, 1901, λ. s e i n: La mére tend le sein à son enfant, ἡ μήτηρ προσφέρει τὸν μαστὸν εἰς τὸ ἑαυτῆς τέκνον.» Δὲν εἶναι οὔτε μετάφραση. Τὸ γαλλικὸ δὲ λέει m a m e l l e, μαστός, λέει s e i n, βυζί. Μὰ ὁ δάσκαλος τὴ ζωὴ δὲν τὴ βλέπει, δὲν τὴ μεταφράζει καὶ δὲν τὴ θέλει. Ἐσεῖς οἱ γιατροὶ, ἀφτὰ πρέπει νὰ μᾶς τὰ σιάξετε. Εἶστε καὶ παντοδύναμοι. Ὁ κόσμος ἔχει τὴν ἀνάγκη σας. Ὅ, τι ὄνομα κι ἂ δώσετε στὸ γιατρικὸ ἢ στὴν ἀῤῥώστια, ὁ ἄρρωστος τὴ γιατρειά του γυρέβει· μὲ τὴ γιατρειὰ θὰ χάψῃ καὶ τὰ καλὰ τὰ ὀνόματα. Κοιτάξτε λοιπὸ νὰ μᾶς φτειάσετε ὀνόματα καλά, δηλαδὴ ποὺ νὰ εἶναι καὶ δάφτα καλὰ στὴν ὑγεία τους, ποὺ ἀῤῥωστημένα κι ἀπὸ γεννησιμιό τους νὰ μὴν εἶναι. Μὲ τὴν καθαρέβουσα, στὴ γιατρική, καμιὰ προκοπὴ δὲ βγαίνει. Ἄνοιξα πολλὲς φορὲς τὸ Λεξικὸν Ἰατρικῆς τοῦ Καρυοφύλλη, 2 τόμοι, Ἀθήνα, 1896 − 1899. Χρηστὸς ἄθρωπος ὁ Καρυοφύλλης, καὶ δὲ φταίει. Χρηστὸς ἄθρωπος κι ὁ Ἀφεντούλης. Μὰ οἱ ὃροι τους φρίκη. Χαμὸς καιροῦ, κι ὁ σπουδαστὴς ἔχει πράματα νὰ μάθῃ, ὄχι γλώσσα ποὺ δὲ μαθαίνεται. Ἀφίνω τὴ βάρβαρη καὶ τὴν κωμικὴ τὴν ἐγχείρισιν, ποὺ νόημα δὲν ἔχει, ἐνῶ τὸ χειρούργημα καὶ ταιριάζει κι ἀρχαῖο εἶναι, ἀφοῦ τὸ βρίσκουμε καὶ στὸν Ἱπποκράτη. Τοῦ κάκου· ἐπιστήμη δὲν εἶναι μιὰ ἐπιστήμη ὅπου συνηθίζεται − ἂν μπορεῖ δηλαδὴ νὰ τὸ προφέρῃ κανεὶς − μιὰ λέξη ὅπως τἀλλόκοτο ἴσχνανσις. Ματιὰ δὲ ρίξανε στὴ ζωντανὴ τὴ γλώσσα· μὲ τὸ λιγνὸς, τί δὲν κανείς; λίγνεμα, λίγνεψη, λιγνεμὸς, λίγνια, ὕστερις ἀπολίγνεμα, ξελίγνεμαἀπολίγνεψη, ξελίγνεψη κτλ. ἢ καὶ συλιγνεμὸς, σὰν εἶναι πολλὰ ὄργανα μαζὶ ποὺ συλιγνέβουνε κτλ. κτλ. κτλ. Θέλει χειρούργημα γερὸ ἡ καθαρέβουσα. Τὴ ζωὴ του καὶ τὴν ὑγεία του τὸ ἔθνος στὴ γλώσσα του θὰ τὴ χρωστᾷ.

Ὁ Ἀβάζος, ὁ Μαρκέτης, ὁ Πάλλης, ἡ Α. Παπαμόσκο, ὁ Φωτιάδης, τὸ νοιώσανε ἀμέσως πὼς στοὺς ὅρους τοὺς ἐπιστημονικοὺς πρέπει σήμερα νὰ δώσουμε ὅλη τὴν προσοχή μας. Ἔρχουμαι καὶ γὼ τώρα κάπως νὰ βοηθήσω. Καὶ ποιανοῦ μποροῦσα καλύτερα νἀφιερώσω τὸ βιβλίο μου παρὰ ἐσένα ποὺ δὲν εἶσαι μονάχα μάστορης στὴν τέχνη σου, μὰ ποὺ κ' ἡ καρδιά σου ἀκόμα εἶναι σπλαχνικοῦ ἀθρώπου καρδιά; Καρδιὰ καὶ μελέτη συνάμα χρειάζουνται, φίλε μου, γιὰ κάθε δουλειά· χρειάζουνται περισσότερο ἴσως γιὰ τὴ δουλειὰ ποὺ λέμε. Ἀξίζει νὰ μὴ χασομεροῦμε κι ἀπὸ τώρα νὰ βάλουμε τὰ δυνατά μας.

Ἄλλα σήμερα δὲν ἔχω νὰ σοῦ πῶ. Γιὰ τὸ ζήτημα τάχα τί νὰ σοῦ βάλω; Ζήτημα καθαφτὸ δὲν ὑπάρχει πιά. Τὸ ζήτημα τὸ γλωσσικὸ εἴτανε, ἡ γλώσσα μας νὰ γραφῇ, νὰ καταλάβῃ θεοφάνερα ὁ κόσμος πὼς ἔχει τὴν κανονικὴ γραμματική της, τὴν ποιήση καὶ τὴν ἐπιστήμη της. Γράφηκε, γράφεται καὶ θὰ γράφεται ὁλοένα. Τί ἄλλο θέλεις; Νὰ διδάσκεται στὰ σκολειά; Ναί, τὸ θέλω καὶ γώ. Πρέπει μάλιστα. Μὰ τὸ ζήτημα πιὰ καταντᾷ ζήτημα τῆς πράξης, τῆς ἐφαρμογῆς. Καὶ τὸ σπουδαιότερο σ' ὅλα τὰ ζητήματα, τὸ μόνο, εἶναι νὰ ὑπάρχῃ πρῶτα, πρῶτα νὰ ζῇ, πρῶτα νὰ βασιλέβῃ ἀψηλὰ − ἢ ὅπως μερικοὶ τὸ θαῤῥοῦνε ἄπραχτα κι ἀνεφάρμοστα − ἡ ὁδηγήτρα Ἰδέα.

Ἀρχινημένο τρίτη, δεκοχτώ, τελειωμένο, πέμτη, εἴκοσι τοῦ Σταβροῦ, 1906.

ΨΥΧΑΡΗΣ