ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Ενυάλης Λάμπρος

Ο παράφρων ερημίτης (αποσπάσματα)

Ο ΠΑΡΑΦΡΩΝ ΕΡΗΜΙΤΗΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Θ΄.

Ἐν τῷ γραφείῳ τοῦ κυρίου Φιλαρέτου·

Αἱ συνεντεύξεις αὗται ἐξηκολούθουν γινόμεναι, οὐχὶ ὅμως συνεχῶς, ὡς πρότερον, ἕνεκα τοῦ τελευταίου συμβάντος. Ἡ τελευταία αὐτῶν ἦτο ἡ ἐν τῷ τρίτῳ κεφαλαίῳ τοῦ παρόντος βιβλίου ἀναφερομένη.

Ὁ Παῦλος κατακλιθεὶς δὲν ἠδύνατο νὰ κοιμηθῇ· τὰς ἐπελθούσας ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς νυκτὸς ἐκείνης εἰς τὸν νοῦν του ἀπαισίας περὶ τοῦ μέλλοντος ἰδέας δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποδιώξῃ. Ἤθελε μὲν νὰ ἀπασχολήσῃ τὸν νοῦν του εἰς ἄλλα ἀντικείμενα, ἀλλὰ μετ' οὐ πολὺ ἐπανέπιπτεν εἰς τὰ αὐτὰ, ἐστρέφετο ἐπὶ τῆς κλίνης ἐκ τῆς στενοχωρίας ἣν ᾐσθάνετο, ἐπεκαλεῖτο τὸν ὕπνον, ἀλλ' ὁ ὕπνος ἦτο λεύγας ὅλας μακράν.

- Ἡ ζωὴ ἡμῶν αὕτη δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ διαρκέσῃ ἐπὶ πολὺ, ἔλεγε καθ' ἑαυτὸν. Πρέπει ἅπαξ διὰ παντὸς νὰ τελειώσῃ ἡ ἀβεβαιότης αὕτη… θὰ ζητήσω τὴν χεῖρά της παρὰ τοῦ πατρός της… ἀλλ' ἂν μοὶ τὴν ἀρνηθῇ… Τετέλεσται τότε τὸ πᾶν δι' ἐμὲ… λοιπὸν ἂς περιμένω· τοὐλάχιστον μοὶ μένει ἡ ἐλπίς…

Ἕκαστος γινώσκει τὸ δῶρον τοῦτο, ὅπερ ἐκλείσθη μόνον ἐν τῷ πίθῳ τῆς Πανδώρας. Ἐπιθυμεῖ μὲν νὰ ἀποπερατώσῃ τις ὑπόθεσίν τινα λίαν ἐνδιαφέρουσαν αὐτῷ, ἀναβάλλει ὅμως καὶ τὴν ἔναρξιν. Περιμένει ἔκ τινος εἴδησιν ὅλον τὸ μέλλον αὐτοῦ ἀφορῶσαν, ἡ εἴδησις αὕτη πρὸ πολλοῦ ἔφθασεν, ἀλλ' αὐτὸς ἐνδοιάζει νὰ ἐρωτήσῃ ὁποία τις εἶναι. - Θὰ ἐρωτήσω, λέγει καθ' ἑαυτὸν, ἂν εἶνε εὐχάριστος, ἔχει καλῶς, ἀλλ' ἂν τοὐναντίον… καὶ ἐπὶ μόνῃ τῇ ἰδέᾳ ταύτῃ τῆς ἀποτυχίας ὀπισθοχωρεῖ. Μένει αὐτῷ ἡ ἐλπίς.

Ἐάν δὲν ὑπῆρχεν αὕτη, ἐπὶ τῇ ἐλαχίστῃ δυστυχία ὁ φύσει ἀδύνατος ἄνθρωπος θὰ διέκοπτε πάραυτα τὸ ζῆν. Ἀλλ' αὐτῆς οὔσης, περιμένει, καὶ, ψευδομένης τῆς μιᾶς, ἐλπίζει ἐκ τῆς ἑτέρας, οὕτω δὲ κρίκος ἀλληλένδετος ἐλπίδων διατηρεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ζωῇ, μέχρις οὗ ἐπανέλθῃ, ὁπόθεν ἦλθεν.

- Ἔστω! εἶπεν ὁ Παῦλος ἐξακολουθῶν τὰς σκέψεις του, ἀλλὰ μέχρι τίνος θὰ ἔχω τὴν ἐλπίδα ταύτην; Αἱ μέχρι τοῦδε συνεντεύξεις ἡμῶν ὑπῆρξαν συνεντεύξεις ἀγγέλων, ἀλλ' ἂν… ὤ! φρίττω, φρίττω εἰς τὴν ἰδέαν ταύτην. Λοιπὸν ἂς δοκιμάσω τὸ πεπρωμένον μου!… Ἔπρεπε πρότερον νὰ σκεφθῶ, καὶ ἔπειτα νὰ ῥιφθῶ εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς νεάνιδος ταύτης, προσέθηκεν ὡσεὶ ἐπιπλήττων ἑαυτόν.

Ἀλλ' ὁ ἔρως εἶνέ τι μὴ ἐπιδεχόμενον σκέψεων.

- Ὤ! διατὶ νὰ εἶμαι πτωχός! ἐὰν εἶχον περιουσίαν, θὰ ἔλεγον εἰς τὸν πατέρα της, δός μοι τὴν θυγατέρα σου, καὶ θὰ τὴν καταστήσω εὐτυχῆ· ἀλλ' ἤδη;… ἤδη ζῶ ἐκ τοῦ μισθοῦ μου…

Τὸ στῆθος του ἐξωγκώθη, κατέλαβε τὴν καρδίαν του παράπονον, καὶ δάκρυ πικρίας καὶ ἀπελπισίας ἀνέβλυσεν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν του.

- Αἴ! κοινωνία! κοινωνία!… ἀγνοῶ ποῖον κατάλληλον ὄνομα νὰ σοὶ δώσω… τὰ χρήματα… πανταχοῦ τὰ χρήματα! … ἀνέκραξε μετ' ἀγανακτήσεως καὶ μίσους κατασπαράξαντος τὴν καρδίαν του.

Πρῶτον ἴσως ἤδη ὁ ἀγαθὸς, ὁ ἐνάρετος, ὁ τίμιος ἐκεῖνος νεανίας θὰ ἐμέμφθη τῷ Δημιουργῷ. Πρῶτον ἴσως θὰ ἐζήλευσε τὰ πλούτη ὁ μηδέποτε σκεφθεὶς περὶ αὐτῶν, καὶ πρῶτον θὰ ἐφθόνησε τοὺς πλουσίους. Καὶ ἴσως εἶχε κατά τι δίκαιον ὀργιζόμενος οὐχὶ κατὰ τοῦ Δημιουργοῦ, ἀλλὰ κατὰ τῶν ἀνθρώπων.

Πολλάκις συνέβη - συμβαίνει καὶ θὰ συμβαίνῃ, ἀφοῦ τοιοῦτος ἐπλάσθη ὁ κόσμος - νὰ τιμηθῶσιν ἄνθρωποι ἕνεκα τῶν χρημάτων καὶ μόνον δι' αὐτῶν. Καὶ τίνες ἄνθρωποι; τῆς ἐσχάτης διαφθορᾶς. Καὶ διατί; διότι ἔτυχεν οἱ ἄνθρωποι οὗτοι οἱ διατρίβοντες ὁλόκληρον τὴν ἡμέραν ἐν τοῖς καφφενείοις, τὴν δὲ νύκτα ἐν τοῖς αἰσχροτάτοις καταγωγίοις, οἱ ἄνθρωποι ἐπὶ τῶν προσώπων τῶν ὁποίων εἶναι ἐγκεχαραγμένη ἡ διαφθορὰ καὶ φαυλότης, οἱ μηδὲν ἐπάγγελμα ἔχοντες, νὰ κληρονομήσωσι πλούσιόν τινα συγγενῆ των ἢ νὰ κερδίσωσιν ἐν λαχείῳ μέγα ποσόν. Ἀμέσως τὴν ἐπιοῦσαν ἅπασαι αἱ αἴθουσαι τοῖς ἀνοίγονται, πανταχοῦ τοὺς ὑποδέχονται μετὰ μειδιαμάτων ἐπὶ τῶν χειλέων, ἐμπιστεύονται αὐτοῖς τὰς συζύγους καὶ θυγατέρας των, ὡς εἰ εἶχον ἀποκτήσῃ μετὰ τοῦ ἀργυρίου τὴν ἀρετὴν, τὴν τιμιότητα. Ἄπαντες ἐποφθαλμιῶσι νὰ τοὺς καταστήσωσι συζύγους τῶν θυγατέρων των. Καὶ τίνες εἰσὶν οὗτοι; Οἱ μέχρι τῆς χθὲς περιφρονοῦντες αὐτοὺς, καὶ ἴσως ἐν πάσῃ συναναστροφῇ προβάλλοντες αὐτοὺς ὡς πρότυπον διαφθορᾶς. Αἱ δὲ εὐγενεῖς δεσποινίδες προθυμοποιοῦνται τίς πρώτη νὰ τοὺς σαγινεύσωσι διὰ τῶν χαριεντισμῶν καὶ θελγήτρων των. Ἀγνοοῦσιν αἱ δυστυχεῖς ὅτι ἐν καρδίᾳ πεπωρωμένη οὐδὲν αἴσθημα ὑψηλὸν βλαστάνει. Καὶ φροντίζουσιν αὗται περὶ τῆς ἠθικῆς καὶ διαγωγῆς τῶν συζύγων των; Ἐξετάζουσι μόνον, ἐὰν ἔχωσι χρήματα, διότι πῶς ἄλλως θὰ δυνηθῶσι νὰ προσθέσωσι καὶ ἄλλην ἀκόμη οὐρὰν καὶ αὗται πρῶται νὰ ἐνδυθῶσι κατὰ τὸν τελευταῖον συρμόν.

Ἡ δὲ τιμιότης, ἡ ειλικρίνεια, ἡ ἀρετή; Στενάζει καὶ ταλαιπωρεῖται καὶ μόνον ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐλπίζει…

- Αὔριον τέλος πάντων δοκιμάζω τὴν τύχην μου, προσέθηκεν ὁ Παῦλος.

Ἡ ἐπιοῦσα ἦτο Κυριακή. Ἐγερθεὶς εὗρεν ἀπόντας τοὺς γονεῖς του· ἦσαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Πορευθεὶς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ κυρίου Φιλαρέτου ἠρώτησε τὴν ὑπηρέτριαν, ἂν οἱ κύριοί της εἶνε ἐν τῇ οἰκίᾳ.

- Μονάχα τὸ ἀφεντικὸ εἶνε ἀπάνω, ἔχει δουλειὰ εἰς τὸ γραφεῖό του, ἀπήντησεν αὕτη.

- Ὁδήγησόν με, διότι ἐπιθυμῶ νὰ τῷ ὁμιλήσῳ.

Ἡ ὑπηρέτρια ὡδήγησεν αὐτὸν μέχρι τῆς θύρας τοῦ γραφείου· ὁ Παῦλος ἔκρουσεν.

- Ἄ! θὰ μοὶ φέρῃ τις χρήματα, ἐψιθύρισεν ὁ κύριος Φιλάρετος, καὶ τὸ πρόσωπόν του ἐφαιδρύνθη! Ἐμπρὸς, ἐμπρὸς, κύριε, εἰσέλθετε, ἔκραξε τρίβων τὰς χεῖρας.

Ἰδὼν ὅμως τὸν Παῦλον εἰσελθόντα καὶ τὸ χρυσοῦν ὄνειρόν του ματαιωθὲν συνωφρυώθη καὶ λαβὼν τὸν κάλαμον ἐπανέλαβε τὴν ἐργασίαν.

Ὁ Παῦλος ἅμα εἰσελθὼν ἔκλινε μετὰ σεβασμοῦ.

- Κάθησε, τῷ λέγει ὁ κύριος Φιλάρετος μετὰ φωνῆς ἐν ᾗ ὑπεκρύπτετο δυσαρέσκειά τις, τί θέλεις;

Ἐκ τοῦ τρόπου καθ' ὃν ἐρρέθησαν οἱ λόγοι οὗτοι ὁ Παῦλος ἐνόησεν ὅτι ἡ αἴτησίς του ἐφέρετο πλησίστιος πρὸς τὴν ἀποτυχίαν.

- Ἄς δοκιμάσω τὴν τύχην μου μέχρι τέλους, εἶπε καθ' ἑαυτόν. Εἶτα,

- Ἦλθον, κύριε Φιλάρετε, προσέθηκεν, νὰ σᾶς παρακαλέσω νὰ μοῦ κάμητε χάριν τινὰ μεγίστην…

- Ἄ! παιδί μου, χρήματα! χρήματα δὲν ἔχομεν, ἀνέκραξεν ὁ κύριος Φιλάρετος διακόπτων αὐτόν· τὸ ἐμπόριον εὑρίσκεται εἰς ἀκινησίαν… Μόλις κατορθόνω νὰ πορίζωμαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν εἰς τὰ δυστυχῆ ταῦτα ἔτη! προσέθηκε μορφάζων οἰκτρῶς. Βλέπεις; προσπαθῶ νὰ διορθώσω τοὺς λογαριασμούς μου… νὰ τοὺς βάλω εἰς τάξιν.

- Κύριε, δὲν ἦλθον διά…

- Ὀφείλεις νὰ ὁμολογήσῃς καὶ σὺ μετ' ἐμοῦ, ἐξηκολούθησεν, ὅτι ἡ τάξις εἶνε τὸ καλλίτερον πρᾶγμα τοῦ κόσμου. Κάθε τόπος διὰ καθὲν πρᾶγμα καὶ πᾶν πρᾶγμα εἰς τὸν τόπον του. Ἄ! θεῖον πρᾶγμα ἡ τάξις.

Καὶ ἔψαλε τὸν πανηγυρικὸν τῆς τάξεως.

Ὁ δυστυχὴς νεανίας εὐρίσκετο εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν, ἐν ᾗ καὶ ὁ Barbouillé τοῦ Μολιέρου συνομιλῶν μετὰ τοῦ ἅπαξ, δὶς, τρὶς κτλ. φιλοσόφου. Προσεπάθει νὰ ὁμιλήσῃ, ἀλλ' ὁ χείμαρρος τῶν λόγων τοῦ κυρίου Φιλαρέτου τὸν ἀπέπνιγεν.

- Ἰδοὺ ἐπὶ παραδείγματι, ἐξηκολούθησεν ὁ κωρώνης λαλίστερος ἔμπορος, ἔλα πλησιέστερον. Ἄ, ἀλήθεια! σὺ ἔχεις ἰδέαν διπλογραφίας αἴ! τί διάβολο, ἀφοῦ ἐργάζεσαι παρὰ τῷ ἐμπορικωτέρῳ οἴκῳ τῆς πόλεως. Ἰδού! ἐδῶ γράφω ὅσα ἔχω νὰ λαμβάνω, ἐδῶ ὅσα χρεωστῶ…

Εἶτα ὅμως φοβηθεὶς μὴ ἔπραξεν ἀνοησίαν τινα ἀπέσυρε μετὰ βίας τὰ βιβλία και,

- Τὸ δυστύχημα εἶνε ὅτι χρεωστῶ πολὺ περισσότερα παρ' ὅσα ἔχω νὰ λαμβάνω, προσέθηκε.

- Παρακαλῶ, κύριε, ἀκούσατε. Δὲν ἦλθον διὰ χρήματα· γνωρίζετε τὴν τιμιότητά μου, διότι πιστεύω ὅτι θὰ σᾶς ὡμίλησαν περὶ ἐμοῦ οἱ κύριοί μου· δύναμαι τέλος νὰ γείνω καλὸς ἔμπορος, ἂν θελήσετε νὰ μὲ …

- Ἄ! νὰ σὲ λάβω ὑπάλληλον!… τὸ ἐνόησα, εἶμαι τοῦ διαβόλου καὶ ἐγώ· ἄ! παιδί μου, εἶχον μεγίστην εὐχαρίστησιν νὰ σὲ προσλάβω εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου· μήπως δυσηρεστήθης μὲ τοὺς κυρίους σου; ἀδιάφορον, ἐγὼ δὲν φροντίζω περὶ αὐτῶν παντάπασιν… ἕκαστος βλέπει τὸ συμφέρον του.. Τοιοῦτον ὑπάλληλον, ὁποῖος εἶσαι σὺ, πολὺ ἐπεθύμουν νὰ ἔχω· ἀλλὰ τί νὰ κάμω; δὲν ἔχομεν ἐργασίας, καθὼς σοὶ προεῖπον, δὲν ἔχομεν· μόλις ἐγὼ ζῶ μετὰ τῆς οἰκογενείας μου… τώρα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ γείνῃ τοῦτο· ἄλλοτε, μάλιστα· καὶ ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τὸν κάλαμον, θέλων νὰ σημάνῃ διὰ τούτου. - Κύριε, ἀρκετὰ μᾶς ἐζάλισες· φύγε πλέον, δὲν ἔχω καιρόν.

Ἀλλὰ καὶ ὁ Παῦλος καίπερ ἀπελπισθεὶς ἀπεφάσισε νὰ παλαίσῃ μέχρι τέλους.

- Ἄς τελειώσωμεν πλέον, εἶπε καθ' ἑαυτὸν, καὶ λαμβάνων τελευταίαν ἀπόφασιν,

- Δὲν ἦλθον οὔτε δι' αυτὸ, εἶπεν· ἦλθον νὰ ζητήσω τὴν χεῖρα τῆς θυγατρός σας, προσέθηκε, τὴν ἀγαπῶ!…

- Τὴν θυγατέρα μου!!! ἀνέκραξεν ἐμβρόντητος ὁ Φιλάρετος ῥιφθεὶς πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ τοῦ καθίσματός του, τὴν θυγατέρα μου! … ἐκείνη βεβαίως τὸ ἀγνοεῖ καὶ … ἴσως σὲ περιφρονῇ!

- Ὄχι, κύριε, τοὐναντίον μάλιστα, μὲ ἀγαπᾷ…

- Σὲ ἀγαπᾷ καὶ ἐκείνη! ἀνέκραξεν ἐπὶ μᾶλλον ἐκπληττόμενος δι' ὅσα ἤκουεν, ἀδύνατον… ἀλλ' ἂν σὲ ἀγαπᾷ, ἀλλοίμονον…

- Κύριε Φιλάρετε, ἀκούσατε, σᾶς ἱκετεύω, ἐψέλλισεν ὁ Παῦλος τρομάξας ἐκ τῆς ἀπειλῆς τοῦ κυρίου Φιλαρέτου καὶ φοβηθεὶς μὴ συμβῇ δυσάρεστόν τι εἰς τὴν Αἰκατερίνην, προσπίπτω εἰς τοὺς πόδας σας, ἀγαπώμεθα ἀμοιβαίως, δότε μοι τὴν χεῖρά της, καταστήσατε αὐτὴν σύζυγόν μου, προσλάβετέ με εἰς τὴν ὑπηρεσίαν σας, γνωρίζετε ὅτι ἔχω ἱκανότητα, θὰ μᾶς ἀγαπᾶτε ἀμφοτέρους, θὰ ζήσωμεν εὐτυχεῖς! καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ νεανίου ἐπληρώθησαν δακρύων.

- Ἄθλιε! καὶ τὴν θυγατέρα μου ἐδελέασας διὰ τῆς ψευδοῦς σου ἀγαθότητος! ἐγέρθητι! ἁρμόζει εἰς σὲ νὰ λάβῃς σύζυγόν σου τὴν θυγατέρα μου… σύ! … ὅστις δὲν εἶσαι ἱκανὸς οὐδὲ κἂν νὰ ἀτενίσῃς πρὸς αὐτὴν, πρὸς τὴν θυγατέρα τοῦ Φιλαρέτου, ἐμοῦ!…

- Κύριε, σᾶς καθικετεύω…

- Ἔξελθε τάχιστα τῆς οἰκίας μου! καὶ ἄλλοτε νὰ μὴ σὲ ἴδω ἐνταῦθα, διότι…

- Κύριε, ἀκούσατε…

- Ματαίως! ἐμπρὸς, φύγε! ἀνέκραξεν ἐρυθρὸς γενόμενος ἐκ τῆς ὀργῆς καὶ δεικνύων τὴν θύραν τῷ Παύλῳ, φύγε τάχιστα…

Ὁ ἀτυχὴς νεανίας ἠγέρθη, ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ ἀπελπισίας δὲν ἠδύνατο νὰ εὕρῃ τὴν θύραν.

- Τετέλεσται δι' ἐμὲ τὸ πᾶν! ἐψιθύριζεν.

Ἐξῆλθε σφίγγων τὴν κεφαλὴν ὡσεὶ θέλων νὰ κρατήσῃ τὰς φρένας του. Ἐνόμιζεν ὅτι ἡ κεφαλή του θὰ διερρηγνύετο καὶ θὰ παρεφρόνει.

Ἡ ὑπηρέτρια ἰδοῦσα αὐτὸν μεθ' ὁρμῆς καταβαίνοντα τὴν κλίμακα,

- Οὔ! οὔ! τί ἔπαθεν ὁ Παυλάκης μας, θὰ τὰ ἔχασεν εἶπε μειδιῶσα· ἕως τὸ βράδυ θὰ τὰ ἠξεύρω ὅλα…

- Ἄ! τὸν ἄθλιον! ἐξηκολούθησεν ὁ κύριος Φιλάρετος, νὰ τολμήσῃ νὰ ἀτενίσῃ πρὸς τὴν θυγατέρα μου… ἄ! τὸ παλῃόπαιδο!… ἀκούεις ἐκεῖ! νὰ μὴ γνωρίζῃ ἕκαστος τὴν θέσιν του· ἀλλὰ καὶ ἡ θυγάτηρ μου, αὐτὸ τὸ τρελλοκόριτσο!… νὰ ἠγάπα τοὐλάχιστον ἄνθρωπόν τινα μὲ χρήματα, ὑπομονή…. ἀλλὰ τὸν κὺρ Παῦλον… δὲν ὑποφέρεται· τὰ ἔλεγον ἐγὼ εἰς τὴν σύζυγόν μου, ἀλλ' αὐτὴ, εἶνε φρόνιμος νέος, ἔλεγεν· ἂς καμαρόνῃ τώρα τὰ ἔργα τῆς ἀνοησίας της… τὸ τρελλοκόριτζο! ! ἄ! δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ χωνεύσω… ἀκούεις ἐκεῖ τὴν ἀθλίαν!… Αἴ! αὐτὰ συμβαίνουν συνήθως, οἱ νέοι ἀγαπῶνται, προσέθηκε κατευνάζων τὴν ὀργήν του· δὲν θὰ τὸν ἴδῃ πλέον, καὶ οὕτω θὰ τὸν λησμονήσῃ· ἀπὸ σήμερον αὐστηρὰ ἀπαγόρευσις, θὰ παύσῃ πᾶσα συγκοινωνία μεταξὺ τῶν δύο οἰκιῶν… Ἀλλ' ἀφῆκα τὴν ἐργασίαν μου· ὁ τρελλὸς οὗτος μὲ ἀπησχόλησε τόσην ὥραν…

Ἔθηκε πάλιν τὰ δίοπτρά του ἐπὶ τῆς ῥινὸς καὶ ἐπανέλαβε τὴν ἐργασίαν του, ὡσεὶ μὴ εἶχε συμβῆ τίποτε.

- Κέρδη, κέρδη, ἔλεγε τρίβων τὰς χεῖράς του, πανταχόθεν κέρδη συρρέουν εἰς τὸ ταμεῖόν μου… εὐτυχὴς ἐγώ!…

Ἀλλ' ὤφειλε πλέον νὰ ἐπιπέσῃ βαρεῖα ἡ θεία ὀργὴ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς του· αἱ ἀραὶ, αἱ οἰμωγαὶ τοσούτων ἀδικηθέντων ἀνέβησαν μέχρι τοῦ θρόνου τοῦ Πλάστου. Ἔπρεπε ἡ σκληρυνθεῖσα αὕτη καρδία ὑπὸ τοῦ ἀργυρίου καὶ τῆς πλεονεξίας νὰ μετανοήσῃ, νὰ κατανυχθῇ. Ἡ πάσχουσα ἀθωότης, ἡ ἀρετὴ ἔπρεπε νὰ θριαμβεύσῃ…

[…]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ ΙΖ΄.

Ὁ γενναῖος Χατζῆ-Θοδωρῆς ἐκτήσατο γενναῖον ὀπαδόν·

Ὁ χειμὼν εἶχε ἐπέλθη, ἀλλ' ὁ Παῦλος ἐξηκολούθει διαμένων εἰς τὸ ὄρος. Ποσάκις ὁ Παῦλος αἰσθανόμενος τὴν νύκτα τὸ δριμὺ τοῦ ψύχους, μετενόει σχεδὸν διὰ τὴν ἐκ τῆς πόλεως ἀναχώρησίν του!

Ὅσῳ ὁ χρόνος παρήρχετο, τόσῳ μείζονα ἀνίαν ᾐσθάνετο. Ἐπὶ τέλους τὸ ἔαρ ἔφθασεν, ὁ δὲ Παῦλος ἀπηλλάγη δεινοτάτου ἐχθροῦ, τοῦ ψύχους.

Ἀνεμνήσθη μετά τινος λύπης τῶν γονέων του, οὓς περιέθαλπε καὶ ἀνεκούφιζεν, ἀνεμνήσθη τῆς Αἰκατερίνης, καὶ ἀγανάκτησις μεγίστη ἐκυρίευσε τὴν ψυχήν του.

Ἐπῆλθεν αὐτῷ ἡ ἰδέα νὰ ἐπανέλθη εἰς τὴν πόλιν, ἀλλὰ πάραυτα τὴν κατέβαλεν.

- Ἄ! διατὶ νὰ εἶμαι πτωχός!… ἀνέκραξε μετὰ λύπης.

Ἡ ἰδέα αὕτη τῆς πτωχείας ἐπήνεγκε αὐτῷ καὶ δευτέραν παραφροσύνην.

Ἔλαβε πάλιν τὴν σκαπάνην καὶ δραμὼν εἰς τὸ αὐτὸ μέρος ἀνώρυξε τὸν αὐτὸν λάκκον.

Ἀλλ' ἤδη δὲν εἰσῆλθεν, ὡς τὸ πρῶτον, εἰς τὴν καλύβην του· ἀλλὰ διευθυνόμενος πρὸς αὐτὴν εἰσῆγε τὴν χεῖρα εἰς τὰ εὐρέα τοῦ ἐνδύματός του θυλάκια, ἐξῆγεν αὐτὰς πλήρεις καὶ τὸ ἐξαγόμενον διεσκόρπιζεν εἰς τὸν ἀέρα.

- Πτωχοί! λάβετε πτωχοί! ἀνέκραζεν· ἐγὼ δὲν εἶμαι φιλάργυρος· ἔχω χρήματα καὶ διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ διὰ σᾶς…

Καὶ ἐξηκολούθει διασκορπίζων.

Εἶτα γελάσας.

- Ἄ! κύριε Φιλάρετε! προσέθηκε· τώρα βεβαίως δὲν θὰ μοὶ ἀρνηθῇς τὴν θυγατέρα σου, τὴν Κατίναν μου… Χρήματα ἤθελες;… ἰδοὺ χρήματα, ἀνέκραξε πλήττων τὰ θυλάκιά του. Ἀκούεις τὸν ὡραῖον ἦχόν των; Αἴ! μειδιᾷς; σοὶ ἀρέσουν τὰ χρήματα, ἀλλὰ ἐγὼ τὰ διασκορπίζω· ἰδού! … Καί εἰσήγαγε τὰς χεῖρας ἐντὸς τῶν θυλακίων του, τὸ δὲ ἐξαχθὲν διεσκόρπισεν εἰς τὸν ἀέρα.

- Μὴ, ὄχι! μή! … αἴ! τί σὲ μέλει καὶ φωνάζεις; διατὶ λυπεῖσαι; τὰ διασκορπίζω… ἔχω πολλὰ, πολλὰ, μὴ φοβοῦ…

Ἐξηκολούθει οὔτω διασκορπίζων, ἀλλ' αἴφνης ἴσταται, ἡ χείρ του καταπίπτει, ὡς νεκροῦ… Ἀνοίξας δὲ τὴν παλάμην,

- Ὦ χῶμα! ἐψιθύρισε, δυστυχὴς ἐγὼ, παραφρονῶ!…

Τότε ἀνεμνήσθη τοῦ αἰτίου, οὗ ἕνεκεν ἡμέραν τινα ἠγέρθη ἔχων τὰ θυλάκια πλήρη χώματος καὶ τὴν θύραν τῆς καλύβης του κεκλεισμένην.

Ἡ κεφαλή του κατέπεσεν ἐπὶ τοῦ στήθους του. Ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἵστατο ἀκίνητος ὡς ἄγαλμα. Εἶτα δὲ κινήσας λυπηρῶς τὴν κεφαλήν,

- Ἀλλοίμονον εἰς ἐμὲ, ἐψιθύρισεν. Ὤ! παράφρων, παράφρων! ἀνέκραξε περιλαβὼν τὴν κεφαλὴν διὰ τῶν χειρῶν του, ὡσεὶ θέλων νὰ κρατήσῃ τὰς φρένας του ἃς ἐνόμιζεν ἐκφευγούσας.

Ἔπειτα πορευθεὶς ἐκάθησεν ἐπί τινος λίθου παρὰ τὴν ῥίζαν δρυός τινος· ἐστήριξε τὴν κεφαλήν του ἐπὶ τῶν χειρῶν του. Οἱ ὀφθαλμοί του ἐνεπλήθησαν δακρύων, ἄτινα ἐνόμιζέ τις ὅτι ἔρρεον, ἄκοντος αὐτοῦ.

Διέμεινεν οὕτως, ὡς ἀναίσθητος, μέχρις οὗ ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν του. Εἶτα,

- Ἐλησμόνησα, ἐψιθύρισε συνερχόμενος, ὅτι πρέπει νὰ φάγω καὶ σήμερον· ἀπὸ πρωΐας εἶμαι νήστης.

Καὶ ἐγερθεὶς ἐπορεύθη εἰς τὴν καλύβην του· λαβὼν δὲ τὸ ὄπλον του διηυθύνθη πρὸς τὸ δάσος.

Ἔβλεπε τὰ πτηνὰ συνερχόμενα ἐπὶ τῶν δένδρων καὶ ἐδίσταζε νὰ τὰ φονεύσῃ φοβούμενος μὴ καταστήσῃ γονεῖς δυστυχεῖς ἢ τέκνα ὀρφανά!

Αἴφνης ἴσταται ἀκίνητος· ἐνόμισεν ὅτι ἤκουσε ψιθυρισμοὺς ὑπεράνω τῆς κεφαλῆς του· μετ' ὀλίγον δὲ ἐκυλίσθησαν ἐκ τῆς κορυφῆς τοῦ ὄρους καί τινες μικροὶ λίθοι· ἔστρεψε τὴν κεφαλήν του πρὸς τὰ ἄνω καὶ εἶδεν ἔνοπλον νεανίαν ἱστάμενον ἐπί τινος βράχου.

- Ἦλθες καὶ σὺ νὰ διαταράξῃς τὴν ἡσυχίαν μου; ἠρώτησε περιλύπως μειδιῶν.

Μόλις ἐτελείωσε τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἰδοὺ ἐφάνησαν ἄλλοι ἔνοπλοι πλησίον τοῦ νεανίου. Ἐφοβήθησαν, ἐπειδή ὁ σύντροφός των ἤκουσε ἐρώτησιν οὐχὶ τόσον εὐπροσήγορον, μὴ τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἀκολουθήσῃ τολμηρότερόν τι κίνημα.

- Παντάπασι, φίλε μου, ἀπήντησεν ὁ νεανίας· δὲν ἐπιθυμῶ νὰ σὲ διαταράξω· διήλθομεν ἐντεῦθεν τυχαίως· ἀλλ' ἀφοῦ ἅπαξ ἤλθομεν, θὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοὶ ἐπιτρέψῃς νὰ καταβῶ διὰ νὰ συνομιλήσωμεν.

Καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς ἄλλους,

- Ἂν κατορθώσω νὰ τὸν λάβω μαζῆ μας, πιστεύω ὄτι θὰ ἀποκτήσωμεν καλὸν σύντροφον.

- … Ἂς εἶνε… Ἐλθέ!

Ὁ νεανίας κατῆλθε πάραυτα.

- Κάπου εἶδον τὸν ἄνθρωπον τοῦτον, εἶπε καθ' ἑαυτὸν πλησιάζων πρὸς τὸν ἑρημίτην.

- Μοὶ φαίνεται ὅτι γνωρίζω τὸν νέον τοῦτον, ἐψιθύρισεν οὗτος.

- Πῶς ἐδῶ μόνος, φίλε μου; ἠρώτησεν ὁ νεανίας· πῶς εὑρέθῃς; διότι ἐκ τῆς ἐνδυμασίας σου εἰκάζω ὅτι ἐνταῦθα διαμένεις. Μὴ ὀργίζεσαι διὰ τὰς ἐρωτήσεις μου ταύτας…

- Ὤ! παντάπασιν!

- Οἱ ἄνθρωποι γνωρίζεις ὅτι ἐπλάσθησαν διὰ νὰ βοηθῶσιν ἀλλήλους, καὶ σὺ, ἂν δὲν ἀπατῶμαι, θὰ ἔχῃς βεβαίως ἀνάγκην τοιαύτην.

Ὁ ἐρημίτης ἐκίνησε τὴν κεφαλήν.

- Ἐπλάσθησαν βεβαίως διὰ τοῦτο, ἀλλὰ δυστυχῶς συμβαίνει τὸ ἐναντίον.

- Βλέπω, ἀναγινώσκω ἐντὸς τῶν ὀφθαλμῶν σου ὅτι μεγίστη συμφορὰ σὲ προσέβαλεν. Εἰπέ μοι καὶ ἴσως… ἴσως σὲ παραμυθήσω.

- Μὴ ἀναξέῃς, φίλε μου, πληγὰς ἐπουλωθείσας.

- Εἰπέ μοι, εἰπέ μοι, σὲ παρακαλῶ.

Ὁ δυστυχὴς πάντοτε ἀγαπᾷ διὰ τῆς πρὸς τοὺς ἄλλους ἀφηγήσεως τῶν δυστυχιῶν αὐτοῦ νὰ προκαλῇ τὰς παραμυθίας τῶν ἀκουόντων αὐτόν. Καὶ ὁ Παῦλος ἀπεφάσισε νὰ εἴπῃ μέρος αὐτῶν εἰς τὸν νεανίαν.

Μὴ θέλων δὲ νὰ ὁμολογήσῃ τὰ πάντα,

- Ἐν ὀλίγοις, φίλε μου, ἰδού! εἶπεν. Ἡ κοινωνία μὲ ἀπέβαλε. Μὴ ἐρωτᾷς πῶς… ἐγὼ δὲ τὴν περιεφρόνησα… Ζῶ μόνος, ζῶ βασιλεύων ἐπὶ τῆς περιοχῆς ταύτης, εἶπεν ὁ ἐρημίτης δεικνύων διὰ τῆς χειρὸς τὰ πέριξ ὄρη, ὡς θὰ ἔπραττεν αὐτοκράτωρ δεικνύων τὰς ὑπ' αὐτοῦ κατεχομένας χώρας.

- Ἡ κοινωνία!… ὤ! ἡ κοινωνία, προσέθηκε μετὰ περιφρονητικοῦ μειδιάματος ὁ παρὰ τὴν ἡλικίαν του φιλόσοφος νεανίας, ἡ κοινωνία αὕτη, φίλε μου, ἀριθμεῖ τοσαῦτα ἤδη θύματα· ἐλθὲ μετ' ἐμοῦ, καὶ θὰ ἴδῃς ὄχι ὀλίγα.

- Ἀνωφελές!…

- Ἐλθὲ σοὶ λέγω· ἀντὶ νὰ μένῃς ἐνταῦθα φονεύων πτηνὰ, ἐλθὲ μεθ' ἡμῶν καὶ θὰ φονεύῃς ἀνθρώπους.

- Ἁμάρτημα…

- Εἶνε ἀληθὲς καὶ οἰκτρὸν ἐν ταυτῷ· ἀλλ' ὑπάρχουσι πράγματα ἅτινα μόνον διὰ τοῦ αἵματος κατορθοῦνται· τὰ ὑπ' αὐτοῦ ποτιζόμενα δένδρα ἀναθάλλουσι κάλλιον.

Καλὸν ἦτο νὰ ἐπετυγχάνοντο καὶ ἄλλως, ἀλλὰ μέχρις οὗ ἐπιτευχθῇ τοῦτο, θὰ παρέλθωσι πολλὰ ἀκόμη ἔτη, ἂν ὄχι αἰῶνες. Ἐνόσῳ ὑπάρχουσιν ἄρχοντες καὶ τύραννοι, ἐνόσῳ ὑπάρχουσι λαοὶ δουλεύοντες, τὸ αἷμα πάντοτε θὰ εἶνε ἀναγκαῖον· διότι ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ τοῦ αἵματος βαπτιζόμενοι οἱ λαοὶ ἐξαγνίζονται… Οἱ συνεταῖροι ἅπαντες ἔχομεν ἱεροὺς σκοπούς· αἰῶνας ἤδη βαρύνει ἐπὶ τοῦ τραχήλου τῆς ταλαίνης πατρίδος βάρβαρος ζυγός. Ἂν ἅπαντες οἱ ἄλλοι κοιμῶνται ὑπὸ τῆς δουλείας ἐκφυλλισθέντες, ἡμεῖς τοὐλάχιστον ἂς ἐκδικώμεθα ἀντ' αὐτῶν. Διακρίνεις διὰ τοῦ μέσου τῶν κλῶνων τὴν ὡραίαν τοῦ Φιλίππου πόλιν; γνωρίζεις ὅτι ἐν αὐτῇ ὑπάρχουσιν ἄνθρωποι, εὐτυχῶς ὀλίγιστοι, φέροντες τὸ ὄνομα τοῦ Ἕλληνος, ἀλλ' ὄντες χειρότεροι τῶν Τούρκων; Ἡ πατρὶς ἐπιθυμεῖ ἐκδίκησιν· θέλει νὰ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ ἄχθη ταῦτα, ἅτινα τὴν καταβαρύνουσιν! Γνωρίζεις ὅτι νέος ἐχθρός, χθὲς καὶ πρώην φίλος, τραφεὶς ὑφ' ἡμῶν καὶ πλουτήσας δι' ἡμῶν ἠγέρθη ἐναντίον τῆς πατρίδος μας; Πᾶν κακόν πρέπει νὰ προλαμβάνηται ἐν τῇ ἀρχῇ του. Ὁ ἐχθρὸς οὗτος εἶνε συμμορία τις ἀνθρώπων τῶν ὁποίων αἱ κεφαλαὶ πρέπει νὰ καταπέσωσιν ἵνα μὴ μᾶλλον ἐκταθῇ. Εἶναι ὁ Πανσλαβισμός. Ἀληθῶς ἀλλοῦ ἔχει τὰς ρίζας καὶ ἀλλαχόθεν κινεῖται· ἡμεῖς ὅμως πρέπει νὰ ἀποκόψωμεν τοὺς μέχρις ἐνταῦθα ἐκταθέντας κλάδους του. Ἄνεμος ἀπὸ Βορρᾶ πρὸς Μεσημβρίαν πνέων καὶ ἐντὸς τῶν ῥευμάτων του χρυσίον καὶ ἀργύριον περικλείων φέρει φωνὴν ὁμοίαν μὲ μυκηθμὸν Ἄρκτου κράζουσαν.

«-Καταστραφήτω ὁ Ἑλληνισμὸς καὶ ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα, ἐπεκταθήτω ὁ Πανσλαυϊσμὸς καθ' ἅπασαν τὴν δούλην Ἑλλάδα». Τὸν ἄνεμον τοῦτον ἡμεῖς τοὐλάχιστον, οἵτινες αἰσθανόμεθα αὐτὸν πνέοντα, τὸ ἀργύριον τοῦτο, ὅπερ γνωρίζομεν ὅτι φέρει ἐν ἑαυτῷ πρέπει νὰ ἐμποδίσωμεν…

Ὁ νεανίας λαλὼν οὕτως ἐξέπληξε τὸν ἐρημίτην. Ἐλάλει τῷ ὄντι μετὰ προφητικῆς ἐμπνεύσεως.

- Γνωρίζεις, φίλε μου, πλειότερα τῶν ὅσα γνωρίζουσιν οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ σου…

- Γνωρίζω, ναί! Γνωρίζουσιν προσέτι ταῦτα καὶ ἄνδρες οὗτοι, εἶπε δεικνύων τοὺς ἑταίρους του. Ἐλθὲ σοὶ λέγω μεθ' ἡμῶν, προσέθηκεν ὑψῶν τὴν φωνὴν, ἐλθὲ καὶ δὲν θὰ μετανοήσῃς.

Τοσαύτη μεγαλοπρέπεια ὑπῆρχεν ἐν τοῖς λόγοις τοῦ νεανίου, ὥστε ὁ ἐρημίτης, χωρὶς οὐδὲν νὰ ἀπαντήσῃ διηυθύνθη πρὸς τὴν καλύβην, ἔλαβεν ὅσα τῷ ἦσαν ἀναγκαῖα, ἔκλεισε τὴν θύραν της καὶ καλέσας τὸν κύνα του διηθύνθη πρὸς τὸν νεανίαν.

- Ἄγωμεν, εἶπεν.

Μετ' ὀλίγον ὁ γενναῖος Χατζῆ-Θοδωρῆς ἐκτήσατο γενναῖον ὀπαδόν.