ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Μεταξάς−Βοσπορίτης, Κωνσταντίνος

Η Μόχρα

Η ΜΟΧΡΑ

Δὲν ἦτο φαινόμενον, ἦτο πλάσμα, δὲν ἦτο ἄψυχον, ἦτο ἔμψυχον, δὲν ἦτο λογικόν, ἦτο ἄλογον, δὲν ἦτο ἀμφίβιον, ἦτο τετράποδον. Ἦτο ἐλαφρόπους Ἀραβικὴ ἵππος, ἦτο ταχεῖα καὶ θερμή, ὡς ὁ Σιμούμ, φορβάς.

Ὁ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ, ἐκ τῆς φυλῆς τῶν Δελφί, ἐνηβρύνετο ἐπὶ τῇ κατοχῇ της καὶ τὴν ἠγάπα πλειότερον καὶ αὐτοῦ τοῦ μονογενοῦς του Ἀλῆ· ὅταν δέ, διὰ νὰ τὸν παρακαλέσουν εἴς τι, προσωνύμουν αὐτὸν κατὰ τὸ ἔθιμον τῶν Βεδουΐνων: Ἀμποῦ Ἀλῆ (Πάτερ τοῦ Ἀλῆ), οὗτος ἀμέσως τοὺς διέκοπτεν ἐπιδιορθώνων: Ἄχνα ἀμποῦ Μόχρα, τουτέστιν: ἐγὼ εἶμαι πατὴρ τῆς Μόχρας.

Ἡ δικαία αὕτη στοργή του πρὸς τὴν μέλαιναν, ὡς ἡ νὺξ τοῦ χειμῶνος, φορβάδα, τὸν ἠνάγκαζε συχνάκις νὰ διηγῆται τὴν γενεαλογίαν καὶ τὴν εὐγένειαν αὐτῆς.

−Ὁ πατέρας της, ἔλεγεν, εἶναι Ὀσμανλῆς, ἡ μάνα της εἶναι Βεδουΐνη. Δι' αὐτὸ εἶναι ἀπὸ σπάνιο σόϊ…

Δι' αὐτῶν κυρίως ἐνόει ὅτι ἡ Μόχρα ἦτο ὁ καρπὸς κλεψιγαμίας, τῆς ὁποίας ὁ μεσίτης ὑπῆρξεν αὐτὸς ὁ ἴδιος Βενδέρ.

Ἡ μήτηρ της Νετζίμε ἦτο φορβὰς φαιόχρους, ταχύτητος καὶ νοημοσύνης ἀνεγνωρισμένης· ἡ ἀξία της παρὰ τῇ φυλῇ τῶν σκηνιτῶν Δελφὶ ἔφθασεν εἰς τὰς τρεῖς χιλιάδας πεντάρια. Τοιαύτης ἀξίας ἵππος, διὰ πλείστους λόγους, οὕς γινώσκουν οἱ Βεδουΐνοι, δὲν συμφέρει ν' ἀνήκῃ εἰς ἕνα ἄνθρωπον. Ἀνῆκε λοιπὸν εἰς τέσσαρας. Εἷς τῶν τεσσάρων αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ, ἰδιοκτήτης ἑνὸς καὶ μόνου ποδός, τοῦ δεξιοῦ ὀπισθίου. Οἱ πόδες τῶν φορβάδων ἀντικαθιστῶσι τοὺς παρ' ἡμῖν στύλους τῶν οἰκιῶν, ὅταν αὗται ἀνήκωσιν εἰς πλείονας ὁμοῦ.

Ἀλλὰ οἱ στύλοι δὲν γεννοῦν καὶ δὲν παράγουν· ἀπ' ἐναντίας μάλιστα σήπονται, ἐνῷ αἱ φορβάδες τῶν Βεδουΐνων κατ' ἔτος δίδουσι καὶ νέαν εἰς τὸν ἰδιοκτήτην των.

Τότε εἶναι κατὰ τὰς συμφωνίας· ἐνίοτε καὶ τὰ γεννώμενα ἱππάρια ἀνήκουσι κατὰ τὸ τέταρτον εἰς καθένα, ἄλλοτε πάλιν ἕκαστος σύντροφος οἰκειοποιεῖται ἕν κατὰ σειρὰν καὶ εἰς τὴν τύχην του.

Δυστυχὴς ἐκεῖνος, εἰς οὗ τὴν σειρὰν γεννηθῇ ἵππος ἄρρην. Εἰς τοὺς Βεδουΐνους τὰ μὲν τέκνα των πρέπει νὰ γεννῶνται ἄρρενα, τὰ δὲ ζῷά των θήλεα· προτιμῶσι τὰς φορβάδας ἀπὸ τὰς θυγατέρας, ἐνῷ τοὐναντίον περιθάλπουσι τοὺς υἱοὺς καὶ παραμελοῦσι τοὺς κέλητας. Οἱ σύντροφοι τῆς κατοχῆς τῆς Νετζίμε εἶχον προτιμήσει τὴν δευτέραν συμφωνίαν.

Ὅτε λοιπὸν ἦλθεν ἡ σειρὰ τοῦ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ, καὶ ἡ Νετζίμε ἔφθασεν εἰς ὥραν γάμου, ἔρριψεν οὗτος ἐπὶ τῶν ὤμων τὸν λευκὸν θυσσανωτὸν μανδύαν του, ἐφόρεσε τὴν μακρὰν καὶ ἀνάστροφον σπάθην του, ἐκρέμασεν εἰς τὸ πλευρόν του τὴν εὐρύστομον καραμπίναν του, ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τὴν μακρὰν λόγχην του, καὶ πηδήσας ἐπ' αὐτῆς μετέβη εἰς τὸ εἰκοσιτέσσαρας ὥρας ἀπέχον Βαγδάτιον.

Ἔξωθεν τῆς ἀρχαίας πρωτευούσης τῶν καλιφῶν εἰς πλουσίαν καὶ θαλερωτάτην νομὴν ἔβοσκον οἱ ὀνομαστοὶ ἵπποι ἐξορίστου καὶ πλουσιωτάτου πασσᾶ, ὅστις εἶχεν ἐμπιστευθῇ αὐτοὺς εἰς τὴν ἄγρυπνον ἐπιτήρησιν εὐρώστου Αἰθίοπος.

Δὲν ἠξεύρω ἄν ὁ Βενδὲρ ἐγένετο στενὸς τοῦ μαύρου φίλος, ἤ ἄν ἑσπέραν τινὰ τὸν ἐμέθυσε καὶ τὸν ἀπεκοίμισε· τὸ βέβαιον ὅμως εἶναι ὅτι, ὅτε μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἐπέστρεψεν εἰς τὰ σκηνὰς τῶν Δελφί, εἶπε μετὰ κομπορρημοσύνης εἰς τὴν περισυναχθεῖσαν ὁμήγυριν.

−Τὰ καταφέραμε! μάλιστα δὲ καὶ μὲ τὸ μαῦρο!… Τί ἄτι, τί κεφάλι, τί οὐρά! Μὰ τὸ κεφάλι μου, μὲ ἦλθε ν' ἀφήσω τὴν Νετζίμε 'ς τὸν τόπον του καὶ νὰ τὸ κλέψω. −Νὰ ἰδοῦμε μόνο τώρα, θὰ γίνῃ τίποτε;

Φαίνεται ὅτι ἔγινε τίποτε, διότι ἐκ τῆς κλεψιγαμίας ἐκείνης ἡ περιώνυμος Νετζίμε συνέλαβε καὶ ἔτεκε τὴν ἀπαράμιλλον καὶ παμμέλαιναν Μόχραν.

Ὅτε ὁ Βενδὲρ ἐβεβαιώθη ὅτι ἦτο θήλεια ἵππος, λέγεται ὅτι ἐκ τῆς μεγάλης χαρᾶς του ἔδειρε κατὰ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην τὴν γυναῖκά του!

Τρία παρῆλθον ἔτη ἀπὸ τῆς γεννήσεως τῆς Μόχρας καὶ ἡ μοναδικὴ καλλονή της, ἡ πτερωτὴ ταχύτης καὶ ἡ ἔκτακτος θυμοσοφία της ἔκαμναν κρότον καὶ εἰς αὐτὰς τὰς ἀκατοικήτους ἐρήμους.

Καὶ πράγματι· ὅτε ἀνύψου τὴν κεφαλήν της καὶ τὴν οὐράν της εἰς εὐθεῖαν γραμμήν, ἔδιδε σχῆμα τόξου εἰς τὸν κατάστιλπνον λαιμόν της, καὶ ἀνετίνασσε μετὰ χάριτος τὴν πυκνὴν χαίτην της, ἤξιζε νὰ χάνῃ τις τὸν καιρόν του μόνον διὰ νὰ τὴν βλέπῃ. Τὰς ἀπεράντους ἀποστάσεις διεξήλαυνε μὲ τὴν ταχύτητα ἀστραπῆς, καὶ διήρχετο ἐπὶ τῶν κινδυνωδεστέρων χαραδρῶν ὡς ὄνειρον τὸν πρωϊνὸν ὕπνον.

Καθὼς ἐγεννᾶτο ὑποψία τις ἐν τῇ φυλῇ τῶν Δελφί, ἥτις ἐκαλλιέργει ἀπωτάτην μεταξὺ Περσίας καὶ Μεσοποταμίας ἔρημον, βόσκουσα κυρίως πολυπληθῆ ποίμνια, καθὼς λοιπὸν ἡ φυλὴ ὑπώπτευέ τι ἀπὸ μέρους τινῶν προβατοκλεπτῶν, ἐν μιᾷ φωνῇ ἅπασα ἔλεγεν.

− Ἄς καβαλλικεύσῃ τὴν Μόχραν ὁ Βενδὲρ καὶ ἄς ὑπὰγῃ ὡς τὸ Ἀέθε.

Τὸ Ἀέθε ἦτο ὕψωμα ἀρχαίων ἀσσυρίων ἐρειπίων, ἀπέχον μίαν ὥραν ἀπὸ τοὺς Δελφί, καὶ ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἀνερχόμενός τις ἠδύνατο νὰ διακρίνῃ εἰς ἀπόστασιν τριῶν περίπου ὡρῶν.

Ἡ φήμη αὕτη τῆς Μόχρας ἔφθασε καὶ εἰς τὸν αἱμοχαρῆ καὶ πλεονέκτην Χασὰν Κουλὶ−Χάν, ὅστις ἐνοικεῖ εἰς τὰ γειτονικὰ ὄρη τῆς Περσίας, ὤν τὸ τελευταῖον λείψανον τῶν ἀρχαίων Σατραπῶν τοῦ Μεγάλου Βασιλέως, διοικῶν ἅπαν τὸ Λουριστὰν καὶ ἀξιῶν νὰ ἔχῃ τὸ πρῶτον τῆς Ἀνατολῆς ἱπποστάσιον· ἔπεμψε λοιπὸν πρέσβεις πρὸς ἀγορὰν τῆς Μόχρας συνεπιστέλλων καὶ ὀκτακόσια τουμάνια, ἅτινα ὅτε οἱ ἀπεσταλμένοι προσέφερον εἰς τον Βενδὲρ ἔλαβον τὴν ἑξῆς Σπαρτιατικὴν ἀπάντησιν:

−Ἡ Μόχρα μου δὲν εἶναι γιὰ πούλημα! ἀλλὰ γιὰ χατῆρι τῆς γειτονιᾶς μας μὲ τὸν Βαλῆ, μὲ δίνετε τὰ τουμάνιά του καὶ τοῦ πουλῶ μόνον τὸ ἀριστερό της πισινὸ ποδάρι, καὶ γινούμασθε καὶ συντρόφοι!

Διὰ τούτου ἐνόει ὅτι τὸ τέταρτον γεννηθησόμενον θὰ ἀνῆκεν εἰς τὸν σατράπην τοῦ Λουριστάν.

Ἐν τῷ τυφλῷ πρὸς τὴν Μόχραν ἔρωτί του, δὲν ὑπελόγιζεν ὁ Βενδὲρ ὅτι μὲ τὸ ποσὸν ἐκεῖνο ἠδύνατο ν' ἀγοράσῃ ἅπασαν τὴν ὑπὸ τῶν Δελφὶ καλλιεργουμένην ἔκτασιν, καὶ νὰ γίνῃ οὕτω γαιοκτήμων καὶ πραγματικὸς γείτων τοῦ Χασὰν Κουλὶ−Χάν.

Λέγουσιν ὅτι ὅτε ὁ θαρραλεώτερος τῶν ἀπεσταλμένων ἀπετόλμησε νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὸν Χασὰν Κουλὶ−Χὰν τὴν ἀπάντησιν τοῦ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ, ὁ σκληρὸς σατράπης θυμωθεὶς διέταξε νὰ τῷ ἐξορύξωσι τοὺς ὀφθαλμούς.

Πρὶν ἤ οὗτος προφθάσῃ νὰ ἐπικαλεσθῇ τὸ ἔλεος τοῦ θηριώδους αὐθέντου, προσελθὼν ἕτερός τις παρ' αὐτῷ καὶ προσκυνήσας τρίς, εἶπε:

−Ἐγώ, Βαλῆ, σοῦ ὑπόσχομαι νὰ τὴν κλέψω καὶ νὰ σοῦ τὴν φέρω.

−Ἄν μὲ τὴν φέρῃς, σὲ δίδω διακόσια τουμάνια, εἶπε μὲ ἐρυθροὺς ἐκ πλεονεξίας ὀφθαλμοὺς ὁ σατράπης.

−Ὄχι! Ἐγὼ δὲν θέλω τουμάνια, θέλω πρῶτα τὴν σωτηρίαν τῆς ὑγιείας σου καὶ ὕστερα ἕνα γράμμα 'ς τὸν Σεΐχην μας, τὸν Βενὶ−λάμ.

−Ἄ! ἐσὺ εἶσαι; ὁ Φερχὰν ὁ πρόσφυξ; Ἔ; καὶ δὲν φοβεῖσαι μὴ σὲ κόψῃ ὁ Σεΐχης σας ἅμα πέσῃς 'ς τὰ χέρια του;

−Τὸ γράμμα σου γιὰ 'μένα εἶναι καλλίτερο καὶ ἀπ' τὸν θώρακα τοῦ Κεσρᾶ Περβῆ, ἄν δὲ πάλι τολμήσῃ νὰ μ' ἀγγίσῃ ἤ νὰ μὲ σκοτώσῃ ὁ Σεΐχης, ἡ προσβολὴ θἆναι 'δική σου, Βαλῆ. Ὅ,τι κάμῃ 'ς ἐμέ, τὸ κάμνει 'ς ἐσέ, καὶ γνωρίζει ἐκεῖνος ὅτι σὺ δὲ χωρατεύεις.

−Ἄ! κατεργάρη… ἄς ᾖναι. Μολλᾶ Σάλεμ! ἔλα 'δῶ, γράψε του ἕνα γράμμα ὅπως τὸ θέλει καὶ φέρε νὰ τὸ σφραγίσω. −Πρόσεξε ὅμως, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὸν Φερχάν, ἄν δὲν μὲ φέρῃς τὴν Μόχραν, δὲν γλυτώνεις ἀπ' τὰ χέρια μου, ὄχι 'ς τοὺς Βενὶ−λάμ, ἀλλὰ καὶ 'ς τὴν Πόλι ἄν πάγῃς· ἄν ὅμως μοῦ τὴν φέρῃς, σοῦ τάζω πάλιν τὰ διακόσια τουμάνια.

−Σ' τὰ 'μάτιά μου καὶ 'ς τὸ κεφάλι μου, ἀπήντησεν ὁ Φερχάν.

Ὁ Φερχὰν οὗτος ἦτο λῃστὴς δοκιμώτατος. Διὰ λῃστρικήν του ἀκριβῶς πρᾶξιν, ἐπειδὴ ἠθέλησε νὰ τὸν τιμωρήσῃ ὁ Σεΐχης τῆς φυλῆς τῶν Βενὶμ−λάμ, αὐτὸς ἐδραπέτευσε διὰ νυκτός, καὶ φθάσας το πρωῒ εἰς τοῦ Χασὰν Κουλὶ−Χάν, ἐζήτησεν ἄσυλον, ὅπερ θεωρεῖται ἱερὸν καὶ διὰ τοὺς πατροκτόνους ἀκόμη καὶ ὅπερ προσηνέχθη αὐτῷ. Εὕρισκε τώρα τὴν περίστασιν, διὰ τῆς μεσιτείας τοῦ τρομεροῦ Σατράπου, νὰ τύχῃ τῆς συγγνώμης τοῦ Σεΐχου. Ἅμα λοιπὸν λαβὼν τὴν ἐπιστολήν, τὴν ἐπαύριον ἦτο παρὰ τῷ Σεΐχῃ Βενὶ−λάμ, ὅπου ἔτυχε πράγματι τῆς συγγνώμης, δὲν ἔμενε δὲ αὐτῷ ἤ ἡ ἐκτέλεσις τῆς ὑποσχέσεώς του. Συνεφώνησε λοιπὸν μὲ δύο ἑτέρους συντρόφους του, οἵτινες θὰ τὸν ἐβοήθουν εἰς τὴν διαρπαγὴν τῆς Μόχρας.

Ἦσαν τότε ἐν πλήρει θέρει. Ὁ πρεσβύτερος τῶν δύο, Σααδούν, συνεβούλευσεν αὐτοὺς νὰ περιμένουν ἀκόμη δέκα ἡμέρας, ὅτε ἀρχίζουσιν αἱ σκοτειναὶ καὶ νεφελοσκεπεῖς νύκτες τῶν κυνικῶν καυμάτων, περὶ τὰ τέλη τοῦ Ἰουλίου, αἱ καλούμεναι Λεῒλ−ἐλ−Μπουχάρα (νύκτες κυνικαί).

−Λοιπὸν εἴμεθα σύμφωνοι καὶ οἱ τρεῖς μας; ἠρώτησεν ὁ Φερχάν.

−Τὴν τρίτην νύκτα ποῦ θὰ ᾖναι δόλμα (σκοτία), ἡ Μόχρα δὲν θὰ ξυπνήσῃ τὸ πρωῒ εἰς τοὺς Δελφί, ἀπήντησεν ὁ Σααδούν.

Ἡ ἀγαλλίασις καὶ ἡ ἡσυχία ἐβασίλευον ἐν ταῖς σκηναῖς τῶν Δελφί, αἵτινες ἦσαν τοποθετημέναι εἰς γραμμήν, ὡς στρατιῶται τοῦ πεζικοῦ. Ἀπέναντι αὐτῶν καὶ εἰς μικρὰν ἀπόστασιν ὑψοῦντο ἐν σειρᾷ οἱ ἅλωνες τῶν θερισμένων γεννημάτων. Τὸ ἔτος ὑπῆρξεν εὔφορον, αἱ δὲ κατὰ Μάρτιον βροχαὶ τόσον ἄφθονοι, ὥστε καί τοι συνήθως τὸν Ἰούλιον τὸ παρ' αὐτοῖς φυσικὸν κοίλωμα, ὅπερ ὠνόμαζον λίμνην, ἐξηραίνετο, κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο εἶχεν ἀκόμη νερὸν ἐπαρκοῦν διὰ τὰς ἀνάγκας των.

Κατὰ τὴν ἡμέραν ἡ θερμότης ἦτο ἀφόρητος· ἡ ἀτμόσφαιρα ἦτο φλογερά. Ἡ ἀπέραντος ἔρημος ἦτο τόσον ἐρυθρωπή, ὥστε ἐνόμιζες ὅτι θὰ διαρραγῇ, ἡ δὲ φύσις τόσον χορτασμένη ἀπὸ θερμότητα, ὥστε ἐπνίγετο. Τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος ἤχνιζεν ὡς ἀνημμένον πύραυνον. Θὰ ἔλεγες ὅτι ὁ ἥλιος διὰ τῶν ἀκτίνων του ἀπερρόφησε καὶ τὴν μᾶλλον παχύφυλλον χλόην. Λίαν τολμηρὸς θὰ ἦτο ὁ περιφρονῶν τὸν μεσημβρινὸν ἥλιον· δι' ἑνός του ῥαπίσματος θὰ τὸν ἔρριπτε κατὰ γῆς κεραυνόπληκτον.

Ἤρχισαν αἱ νύκτες τῆς Μπουχάρας. Ὁ οὐρανὸς σχεδὸν νεφελοσκεπής. Ἐνίοτε μόνον τὴν νύκτα περίεργός τις ἀστὴρ διήνοιγε τὰ σύννεφα, ἀλλὰ προσβαλλόμενος ὑπὸ τοῦ πυριφλεγέθοντος Σιμοὺμ ἐπανέκλειε πάλιν ἔντρομος αὐτά.

Οἱ Δελφὶ μίαν ὥραν μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐξηπλοῦντο παρὰ τοὺς ἅλωνάς των, εἰς μικρὰν δὲ ἀπόστασιν οἱ ἵπποι των ἔμάσων μετ' εὐαρεσκείας τὴν κριθὴν τῆς νέας συγκομιδῆς· παρ' αὐτοὺς ἐγρηγόρει ἤ ἐκοιμᾶτο πάντοτε εἷς σκοπός.

Καὶ αὐτὴ ἡ Μόχρα, ὀρθία, δεδεμένη, καὶ ἐπισεσαγμένη−διότι οἱ Βεδουΐνοι διὰ πᾶν ἐνδεχόμενον ἔχουσιν ἑτοίμους τοὺς ἵππους των ἀφαιροῦντες μόνον τὸν χαλινὸν−ἔτρωγε βραδέως καὶ στρέφουσα ἔνθεν κἀκεῖθεν τὴν νοήμονα κεφαλήν της ἐρρωθώνιζεν ἀνησύχως.

Προῃσθάνετο ἴσως ὅτι κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην θὰ συνέβαινέ τι. Καὶ εἶχε δίκαιον. Πράγματι, περὶ τὴν ἐνάτην, ὅτε, ἀπηυδηκότες πάντες ἔκειντο χαμαὶ ὡς πτώματα, εἰς ἀπόστασιν ἡμισείας ὥρας ἵσταντο τρεῖς ἄνθρωποι καὶ δύο ἵπποι. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν εἶπεν:

−Ἑμεῖς θὰ σὲ φυλάξωμε ἐδῶ μὲ τ' ἄλογα, γιατὶ δὲ συμφέρει νὰ τὰ πᾶμε πιὸ κοντά, θὰ μᾶς 'νοιώσουν· ἐσὺ πήγαινε σιγά, σιγά, λῦσέ της τὸ σχοινί, καβαλλίκευσέ την καὶ δρόμο! μιὰ καὶ μᾶς προφθάσῃ, 'τελείωσ' ἡ δουλειά.

−Μὴ σὲ μέλῃ, καὶ θὰ τὰ καταφέρω· ἀπήντησεν ὁ ἄλλος, ὅστις ἦτο ὁ Φερχάν, καὶ ἤρξατο βαδίζων βραδέως καὶ μὲ γυμνοὺς τοὺς πόδας.

Ὅτε ἔφθασεν εἰς μικρὰν ἀπόστασιν, ἔπεσε πρηνὴς καὶ ἤρξατο ἕρπων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους. Φθὰς ἀψοφητεὶ παρὰ τοὺς ἵππους καὶ βεβαιωθεὶς ὅτι ὁ σκοπὸς ἐκοιμᾶτο, ἔσυρεν ἐκ τῆς ζώνης τὴν μάχαιράν του, ἔκοψε τὸ σχοινίον τοῦ ὀπισθίου ποδὸς τῆς Μόχρας, ἐκριζώσας δὲ καὶ λαβὼν εἰς χεῖρας τὸν πασσαλίσκον, ἐφ' οὗ ἦτο δεδεμένη ἡ κεφαλὴ αὐτῆς, τὴν διεσκέλισεν ἐν ἀκαρεί.

Ἀλλ' ἐνῷ ἀκόμη ἔκοπτε τὸ σχοινίον, εἰς μικρὸν τῆς Μόχρας χρεμέτισμα, ἅπαντες οἱ ἵπποι ἤρξαντο νὰ μυκῶνται ἰδιοφώνως καὶ νὰ κτυπῶσιν ἰσχυρῶς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους τοὺς πόδας των.

−Ἔ! Σάλεχ, τί ἔχουν τ' ἄλογα ἐκεῖ; ἐφώνησεν εἷς πρὸς τὸν σκοπόν, τότε ἀφυπνισθέντα.

−Ποιὸς εἶν' αὐτοῦ; −Ἔ!… τρέξτε… βουβοὶ εἶσθε;… τὰ ὅπλα σας! Κλέφτες! Κλέφτες!…

Η φωνὴ αὕτη τοῦ σκοποῦ, περισυνέλεξεν, ὡς τὸ σάρωθρον τὰ ψιχία, περὶ τοὺς εἴκοσιν ἄνδρας, τρέχοντας ὡς παράφρονας καὶ κραυγάζοντας: «Ποῦ εἶναι; Ποῦ εἶναι;»

−Μωρὲ φεύγει… 'ς τ' ἄλογο ἐκεῖ… Νά τος καβάλλα!… Ἐμπρὸς κ' ἑμεῖς καβάλλα!….

−Καβάλλα; …'ς τ' ἄλογο; ποιὸ ἄλογο;… ποῦ εἶναι; νὰ ἰδῶ! Ποιὸ λείπει; … Ἄ! νά, τὸ σχοινί της, κομμένο!… ἡ Μόχρα μου!! τ' ἀκοῦτε, βρὲ σεῖς; … ἡ Μόχρα μου! … Ἄχ! … κ' ἔπεσε κατὰ γῆς ὡς ἀπόπληκτος ὁ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ. Διότι ἦτο αὐτός.

Ἡ ἔρημος ἀνταπέδιδε τὴν ἀπήχησιν τοῦ ἐρρύθμου τῆς Μόχρας καλπασμοῦ, ἀφυπνίσαντος καὶ πάλιν τὸν ἀπηλπισμένον Βενδέρ.

−Νὰ σᾶς 'διῶ, καβαλλάρηδές μου! ὁ κλέφτης εἶναι Περσιάνος… τοῦ Χασὰν Κουλὶ−Χάν … ἄ! τὸ σκυλί… Ναί!! … Κόψτε του τὸ δρόμο! … 'Πίσω ἀπ' τὸ Ἀέθε καὶ 'ς τὸ βουνό!… Ὅποιος μὲ φέρῃ τὴ Μόχρα μου, τοῦ χαρίζω τὸ ἕνα ποδάρι της.

Ὀκτὼ ἱππεῖς ἔνοπλοι εἶχον ἀναχωρήσει ἀμέσως καλπάζοντες.

Μετὰ τέταρτον ὥρας ἠκούσθη ἀνταλλαγὴ πυροβολισμῶν, ἀλλὰ μάτην ὁ Βενδὲρ πνευστιῶν περιέμενε τὴν ἐπιστροφήν των προσκολλῶν τὸ οὖς του ἐπὶ τοῦ πυρέσσοντος ἐδάφους. Οἱ καλπασμοὶ ὁλονὲν ἀπεμακρύνοντο, καὶ βαθμηδὸν ἐξέλιπον.

−Ὤ! Θεέ μου! Τί κακὸ ἦταν αὐτὸ ποὺ μοὖρθε! Τί κακό! ἐτονθόρισε μετὰ στεναγμοῦ ὁ Βενδέρ, καὶ ἀπαρηγόρητος διὰ τὴν ἀνυπολόγιστον ἀπώλειαν, ἀφοῦ ἐξυλοκόπησε καλῶς τὸν υἱόν του Ἀλῆν, ὅν εὕρισκε παραίτιον τοῦ κακοῦ, διέταξε ν' ἀνάψουν πυρὰν καὶ νὰ 'ψήσουν τὸν καφέν, ῥοφῶν δ' αὐτὸν ὡς νέκταρ διεσκέδαζε τὴν ἀθυμίαν του!

Ἐκάλπαζον, ἔτρεχον, ἐπέτων αἱ τρεῖς φορβάδες τῶν Βενὶ−λὰμ ἐν τῷ σκοτεινῷ πελάγει, ὡς κολασμέναι ψυχαί, οἱ δὲ Δελφὶ ὄπισθέν των, εἰς ἀπόστασιν ἡμισείας ὥρας, ἔτρεχον ἐπίσης.

−Τὸ Ἀέθε ἅμα φθάσουμε, Φερχάν, τὴν 'γλυτώσαμε! ἐφώνησεν ὁ Σααδοὺν σφίγγων τοὺς ὀδόντας του καὶ σείων εἰς τὸν ἀέρα τὴν λόγχην του. Νὰ σὲ ἰδῶ! Καὶ ἡ Ψαρή μου δὲν πάγει κάτω ἀπὸ τὴν παινεμένη τὴν Μόχρα!

−Μωρὲ τί λὲς ἐσύ; … Μ' ἔβγαλε τὴ ψυχή μου αὐτή… δὲ βλέπεις πῶς τραβῶ τὸ σχοινί της… Δὲν πρόφθασα νὰ τῆς βάλω καὶ χαλινάρι… 'ς τὴν ταραχὴ ἀπάνου μ' ἔπεσε… Τρεῖς φορὲς τώρα τινάζεται γιὰ νὰ μὲ ῥίξῃ κάτω.

−Βάστα καλά, Φερχάν μου, κ' εἶναι καὶ 'ντροπή μας… Νά, τὸ Ἀέθε 'μπροστά μας εἶναι.

Τῳόντι, εἶχον φθάσει εἰς τὸ ὕψωμα· οἱ Δελφὶ δὲν ἠκούοντο πλέον· ἤ ὀπίσω ἔμειναν, ἤ ἐλοξοδρόμησαν.

−Ἄ! εἶπεν ἀναπνέων ὁ Σααδούν. Τώρα μὴ φοβᾶσθε. Σταθῆτε ν' ἀνασάνουνε καὶ τὰ ζῷα. Ἄν ᾖναι μεσάνυχτα, ἀπ' ἐδῶ ὡς ταὶς σκηναίς μας θἄμαστε μὲ τὸ χάραμμα! πίνουμε ἕνα καφὲ 'ς τὸ σπίτι μου, κι' ἀπὸ ἐκεῖ τραβοῦμε 'ς το βουνό· τὸ μεσημέρι μένουμε τρεῖς ὥραις 'ς τὴν κρυψῶνα καὶ τὸ βράδυ νά με εἰς τοῦ Χασὰν Κουλὶ−Χάν. Μοναχὰ ἄς ἑτοιμάζῃ τὰ τουμάνια.

−Ἀμ' αὐτοί, οἱ διαβόλοι πὤρχονται κατόπι μας; ὑπέλαβεν ὁ τρίτος.

−Χμ! Αὐτοί, Φαρχάτη, μόνε ἄλογα καλὰ ἔχουνε, ἀπὸ καβαλλάρηδες, εἶναι γιὰ φτύσιμο. Μὴ σὲ μέλῃ, καὶ ἄν ἔρθουν κοντά, θὰ τοὺς σαστίσω τὸ δρόμο.

−'Μπρός! δρόμο! Νὰ σὲ 'πῶ· κἄτι ἤξευρεν ὁ Χασὰν Κουλὶ−Χάν.

Καὶ ἐπτέρνισαν ἐκ νέου τὰς φορβάδας.

Κατ' ἀρχὰς ὡδήγει ὁ Σααδούν…

Ἀλλ' ἡ Μόχρα ἤθελε πάντοτε νὰ εὑρίσκηται πρώτη, ὥστε ἐπὶ τέλους ὁ Φερχὰν ἐτέθη ὡς ὁδηγός. Ἐνίοτε μόνον ἠκούετο ὁ Σααδοὺν ὡς πλοίαρχος ἐν τῷ ἐρημικῷ πελάγει λέγων:

−Ἀριστερά, Φερχάν, ἀριστερά.

−Μὴ σὲ μέλῃ καὶ πηγαίνουμε καλά! ἀφοῦ μάλιστα δὲν ἀκούονται πιὰ καὶ αὐτοί…

Καὶ τὸ μᾶλλον ταχύπτερον πτηνὸν θὰ ἐκουράζετο, καὶ ἡ μᾶλλον ἐλαφρόπους ἔλαφος θ' ἀπέκαμνεν, αἱ φορβάδες ὅμως ἐξηκολούθουν ῥωθωνίζουσαι καὶ καλπάζουσαι, ἡ δὲ Μόχρα πάντοτε ἦτον ἡ πρώτη. Αἱ δύο ἄλλαι κατὰ τὸ ἔνστικτον τὴν ἠκολούθουν.

Μετὰ δίωρον περίπου δρόμον ὁ Σααδοὺν ἐκπεπληγμένος εἶπε:

−Ξέρετε ποὺ 'χάσαμε τὸ δρόμο;

−Γιατί;

−Λᾶθος πηγαίνουμε· ἔπρεπε νἄχουμε τὸν Δζέττη (πολικὸν) ἀριστερὰ καὶ τὸν ἔχομε δεξιά.

−Λᾶθος κάνεις ἐσύ, Σααδούν· αὐτὸ τὸ ἄστρο ποὺ 'φάνηκε δὲν εἶναι ὁ Δζέττη.

−Τώρα τὸν βλέπεις! νὰ ποὺ φεύγουν τὰ σύννεφα. −Ἄς σταθοῦμε κομμάτι ν' ἀνασάνουνε καὶ τὰ ζῷα… Ὁρίστε… ἑμεῖς πέσαμε τώρα 'ς τὴν Δζεζίρε (ἔρημον). Ἄ! Φερχάν, δουλειὰ ποὺ μᾶς τὴν ἔκαμες.

−Τί πταίω 'γώ! ὅλο καὶ βλέπω 'μπροστά μου νὰ φύγουν τὰ σύννεφα καὶ νὰ 'διοῦμε τὴν πούλια. Σκοτάδι, ἀδερφέ!

−Σκοτάδι! Σκοτάδι!… δὲν καταλαβαίνεις ἀπ' τὸ ζῷό σου; Πέσε 'πίσω μου! 'πίσω μου! ἐφώνησεν ἐπιβλητικῶς ὁ Σααδούν.

−Αὐτὴ 'πίσω δὲν πηγαίνει ἥσυχα, θέλει νἆναι 'μπρὸς πάντα· ἄν θέλῃς, καβαλλίκευσέ την σύ.

−'Μπρός!

Καὶ ἤλλαξαν τὰς φορβάδας των καὶ ᾐσθάνθη εἰς τὴν βραχύτριχα ῥάχιν της ἡ Μόχρα τὸν ἱππηλάτην Σααδοὺν καὶ ἐστράφησαν ἀντιθέτως βαδίζοντες ἐν μικρῷ κυνηγετικῷ καλπασμῷ.

Εἶχον τώρα τὸν πολικὸν πρὸς τἀριστερὰ καὶ προὐχώρουν. Βαθμηδὸν ὁ οὐρανὸς διεφαίνετο, τὰ δὲ νέφη ἀραιούμενα ἐκ τῆς Ἀνατολῆς ἐπυκνοῦντο πρὸς τὴν Μεσημβρίαν διὰ νὰ ἐφαπλωθῶσι καὶ πάλιν μετά τινας ὥρας ἐπὶ τοῦ κυανόχρου στερεώματος.

−Εἶδες τώρα τὴν πούλια ποὺ βγαίνει, κὺρ Φερχάν; εἶπεν ὁ Σααδοὺν καλπάζων καὶ ὁδηγῶν πάντοτε· ἄν σ' ἀκολουθούσαμε, θὰ μᾶς ἔβγαζες 'ς τὸν ποταμὸ τὸν Τίγρη.

−Ἔχεις δίκαιον, ἀπήντησεν ὁ Φερχάν, διότι ἔβλεπεν εἰς τὸν ὁρίζοντα τὴν ὡς βασιλίσσης κόσμημα ἀδαμαντίνην πλειάδα.

Μὲ τὴν ἀραίωσιν τῶν νεφελῶν ἤρξατο νὰ διακρίνηται τὸ ἔδαφος, οἱ δὲ ἱππεῖς ἔβλεπον πλέον τὰς σκιὰς ἀλλήλων. Κατόπιν τῆς πλειάδος ἤρξατο νὰ φαίνηται καὶ ὁ Αὐγερινός.

Μετά τινα λεπτά, ὅτε τὸ λυκαυγὲς ἐξήπλου τὸν διαφανῆ του πέπλον καθιστῶν ὁρατὰ τὰ ἀντικείμενα, ὁ Σααδοὺν ἠρώτησε τὸν Φερχάν.

−Δὲ φαίνεται ὅτι κἄτι μαυρίζει ἐκεῖ κάτω;

−Ναί! ναί! ᾑ σκηναίς μας Σααδούν, ᾑ σκηναίς μας! Μωρὲ 'γειά σου, γρήγορα ἤρθαμε.

Καὶ ὡς ἐξ ἐνστίκτου τὰ ἐλαφρόποδα ζῷα, ἀντὶ ν' ἀποκάμουν, ἠρύσθησαν νέας δυνάμεις.

−Διὲς πῶς τρέχουν Φερχὰν κ' ᾑ τρεῖς. Γιὰ τὸ νερό! διψάσανε ᾑ κακομοῖρες. Κατάλαβαν ποὺ τὸ κοντέψαμε.

Ὅτε ἔφθασαν εἰς ἀπόστασιν δέκα λεπτῶν ἀπὸ τῶν σκηνῶν, ἡ Μόχρα ἐτάχυνε τόσον τὸ κάλπασμά της, ὥστε ὁ Σααδοὺν θαμβωθείς, οὔτε ἔβλεπε τὰ περὶ αὑτόν, οὔτε ἠδύνατο νὰ κατισχύσῃ αὐτῆς. Ἡ Μόχρα ἐπέτα, παράφορος, ἀφηνιασμένη! Μόλις δ' ἐπλησίασαν τὰς σκηνάς, ἐφάνησαν πρὸ αὐτῶν εἴκοσι περίπου ἄνδρες μετὰ γυναικῶν καὶ παιδίων κραυγάζοντες ἐν ἀλαλαγμοῖς:

−Ἡ Μόχρα! Ἡ Μόχρα!!…

Εἰς τὰς φωνὰς ταύτας ἀτίθασσος, κάθιδρως καὶ ἀδάμαστος, ἡ Μόχρα, ἐπήδησεν ὑπερφυσικὸν ἅλμα εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἔρριψε πρὸ τοῦ πλήθους τὸν παραζαλισμένον Σααδοὺν ὡς πεπόνιον, χρεμετίσασα δὲ ἠχηρῶς, ὕψωσε τὴν χαίτην καὶ τὴν οὐράν της εἰς τὸν ἀέρα, ἠνωρθώθη ἐπὶ τῶν τεσσάρων ὀνύχων της και προσήλωσε τοὺς φλογεροὺς ὀφθαλμούς της ἐπὶ τοῦ Σααδούν, ὅστις ἐκτάδην κείμενος ἐξέπεμπεν ὑπόκωφον μυκηθμόν.

Ἀλλὰ ταὐτοχρόνως δύο στιβαροὶ βραχίονες περιέβαλον τὸν λαιμὸν τῆς Μόχρας καὶ δύο φιλήματα ἐναπετέθησαν ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῆς.

Καὶ οἱ βραχίονες καὶ τὰ φιλήματα ἦσαν τοῦ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσούρ, τοῦ κυρίου της!!!

Ἦσαν δικαιότατα· διότι χάρις εἰς τὴν θυμοσοφίαν τῆς Μόχρας, οἱ ἅρπαγες Βενὶ−λάμ, διατρέξαντες ἡμικύκλιον περὶ τοὺς Δελφί, ἐνῷ ἐνόμιζον ὅτι ἐβάδιζον πρὸς τὰς ἰδίας των σκηνάς, ἐπανέκαμψαν ἐκ τῶν ὄπισθεν εἰς αὐτὰς τὰς σκηνὰς τῶν Δελφί, πρὸς μεγίστην ἀμφοτέρων ἔκπληξιν.

Ὁ Σααδούν, μετὰ πολλὰς περιποιήσεις τοῦ κυρίου τῆς Μόχρας, ἐθεραπεύθη, οἱ σύντροφοί του, αἰτήσαντες ἄσυλον παρά τινι Δημογέροντι τῆς φυλῆς, συνεχωρήθησαν διὰ τὴν πρᾶξίν των, ἀλλ' ὁ Βενδὲρ ἐμπὶν Μανσοὺρ δὲν κοιμᾶται πλέον ἥσυχος, εἰμὴ ὅταν δένῃ τὸν πόδα του μὲ τὸν πόδα τῆς Μόχρας καὶ τὸ σχοινίον τῆς κεφαλῆς της εἰς τὴν ἰδίαν του κεφαλήν. Εἰς τοὺς ἐρωτῶντας αὐτὸν περὶ τοῦ αἰτίου, ἀπαντᾷ μετὰ πονηροῦ μειδιάματος:

−Ποὺ ἄν τὴν ξανακλέψουνε νὰ κλέψουνε κ' ἐμένα μαζῆ της!