ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δελιγιάννης Ιωάννης

«Η νύμφη της Αργολίδος» (αποσπάσματα)

Η ΝΥΜΦΗ ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΟΣ

Α΄.

Τὸ μεσονύκτιον εἶχεν ἤδη παρέλθη πρὸ πολλοῦ καὶ ἡ λεπτὴ καὶ δροσερὰ αὖρα ἥτις τοῦ ἔαρος προμηνύει τὴν αὐγὴν, ἤρχισε νὰ πνέῃ, τὴν γλυκυτάτην τῶν λεμονέων καὶ τῶν ἰασίμων εὐωδίαν διαχέουσα. Ὁ Χαρίλαος εἶχε λησμονήσει ἑαυτὸν εἰς τῆς ὡραίας Ἑλένης τὰς ἀγκάλας, ἐν μέσῳ εὐρυχώρου καὶ συνδένδρου κήπου, καὶ πλησίον τῆς ῥοῆς τῶν ὑδάτων, ἀποτελούσης ἦχον χειμμάῤῥου μικρὸν ἀλλὰ γοητευτικώτατον. Οὐδεὶς ἄλλος τῆς εὐδαιμονίας του ἦτον μάρτυς, εἰμὴ οἱ διαυγεῖς τοῦ κυανοχρόου καὶ καθαρωτάτου οὐρανοῦ ἀστέρες, οὐδένα ἐφοβεῖτο τότε φθονερὸν ἀντίζηλον, εἰμὴ τὰ εὐώδη μιᾶς πορτοκαλέας φύλλα, ἅτινα, ἐστολισμένα εἰσέτι μὲ τὰ ἄνθη των, ἔπιπτον ἐπὶ τοῦ λευκοῦ της Ἑλένης προσώπου, καὶ ἐφαίνοντο προσπαθοῦντα ὡς ἀσπίδες κατὰ τῶν ἀπλήστων τοῦ Χαριλάου φιλημάτων νὰ τεθῶσι.

- Δὲν εἶμαι εὐδαίμων τώρα; ἔλεγε πρὸς τὴν ἐρωμένην του ὁ Χαρίλαος καταφιλῶν αὐτὴν ἐπὶ τῶν χειλέων, ἡ εὐωδία αὕτη ἀπὸ τὰ στήθη σου ὅλη δὲν ἐξέρχεται; δὲν εἶσαι σὺ ἥτις καὶ τὸν οὐρανὸν καὶ τὸν κῆπον καὶ τὰ δένδρα αὐτὰ στολίζεις; ἄνευ σοῦ ὁποία εἰς τὴν φύσιν αὐτὴν τὴν νύκτα ταύτην ἠδύνατο νὰ ὑπάρξῃ ἁρμονία; ὤ! ἂς μὴ παύσει ποτὲ ἡ νὺξ αὕτη, ἂς ζήσωμεν ἐνταύθα αἰωνίως!

Καὶ ἡ Ἑλένη μὲ βεβρεγμένους ἀπὸ δάκρυα ὀφθαλμοὺς ἔπιπτεν εἰς τὰς ἀγκάλας του λησμονοῦσα τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὰς βουλὰς καὶ τὴν ἀγάπην τοῦ πατρός της.

Ἡ σελήνη, τῆς ὁποίας ἡ μηνιαία περίοδος ἤγγιζε περὶ τὸ τέρμα της κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, ἀνεφαίνετο ἐπὶ τῆς κορυφῆς τοῦ παρὰ ταῖς Μυκήναις κειμένου μικροῦ ὄρους ἡμίτομος· ἡ ἐμφάνησίς της προσέβαλε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς Ἑλένης.

- Πρέπει τώρα Χαρίλαε ν' ἀποχωρισθῶμεν, λέγει αὔτη τείνασα τὴν χεῖρα πρὸς τὸν ἐραστήν της, πρέπει πλέον ν' ἀποχωρισθῶμεν· δὲν βλέπεις τὸ ἡμισφαίριον τοῦτο τῆς σελήνης τὸ ὁποῖον τὴν προσεχῆ τῆς αὐγῆς ἄφιξιν μᾶς προμηνύει; Ἰδού, προσθέτει πρὸς τὸ δεξιὸν μέρος στρεφομένη, ἰδοὺ καὶ τῆς Ἀφροδίτης ὁ ἀκτινοβολῶν ἀστὴρ ἀνεφάνη ἐπίσης ἀναγγέλων ὅτι αἱ ῥοδόχροοι τῆς Ἠοῦς ἀκτίνες τὴν παρακολουθοῦν.

- Μὲ διατάττεις νὰ φύγω, ἀποκρίνεται ὁ Χαρίλαος καταφιλῶν τὴν ταθεῖσαν πρὸς αὐτὸν χεῖρα ἐπανειλημμένως, μὲ διατάττεις νὰ φύγω, κι' ἐλησμόνησες τῆς νυκτερινικῆς ταύτης συνεντεύξεώς μας τὸν σκοπόν; ἐλησμόνησες τί μὲ εἶπες χθὲς, τί ἀκόμη πρὸ δύω ὡρῶν μὲ εἶπες; τῶν καρδιῶν μας αἱ διαχύσεις ἀπησχόλησαν τὰς στιγμάς μας ὅλας ἕως τώρα, ἀλλ' ἐνθυμήθητι, φιλτάτη μου Ἑλένη, ἐνθυμήθητι ὅτι ὑπεσχέθης νὰ συζήσῃς μετ' ἐμοῦ, νὰ ἑνώσης τὴν τύχην σου μὲ τὴν ἐδικήν μου τύχην, καὶ νὰ καταπνίξῃς τὰ ἄλλα αἰσθήματά σου ὅλα διὰ τὴν εὐδαιμονίαν σου καὶ τὴν ὕπαρξιν τοῦ Χαριλάου, ἐνθυμήθητι ὅτι ὁ σκοπὸς τῆς συνεντεύξεώς μας ταύτης ἦτον τὸ νὰ συμφωνήσωμεν ὁμοῦ τὰ τῆς ἀναχωρήσεώς μας· τὰ πάντα ἤδη ἡτοιμάσθησαν, Ἑλένη μου, καὶ δὲν μένει πλέον ἄλλο, εἰμὴ ἡ τελευταία συγκατάθεσίς σου· αὔριον περὶ τὴν ἑνδεκάτην πρὸ τοῦ μεσονυκτίου θέλω σὲ περιμείνει εἰς τὴν ἰδίαν αὐτὴν θέσιν ὅπου ἤδη εὑρισκόμεθα, ἡ κινητὴ κλίμαξ δι' ἧς εἰσῆλθον πρὸ ὀλίγου ἐν τῷ κήπῳ θέλει εὑρεθῆ ἐπὶ τῷ περικυκλοῦντι τὸν κῆπον αὐτὸν τείχῳ ἱσταμένη, θέλομεν ἐξέλθη δι' αὐτῆς, θέλομεν ἀναβῆ ἐπὶ ὀχήματος τὸ ὁποῖον θέλει ἔξωθεν μᾶς περιμένει, καὶ θέλομεν φθάσει εἰς τὴν Πρόνοιαν ταχύτατα.

Ἡ Ἑλένη ἤκουε τὸν Χαρίλαον σιωπηλῶς, καὶ ἀφοῦ ἔπαυσεν οὗτος τοῦ νὰ ὁμιλῆ, ἔμεινε σιωπηλὴ ἀκόμη καὶ ἀκίνητος χωρὶς οὐδὲ λέξιν ν' ἀπαντήσῃ.

-Δὲν ὁμιλεῖς; ἐπαναλαμβάνει τότε ὁ Χαρίλαος, δὲν μὲ δίδῃς καὶ τώρα τὴν συναίνεσίν σου; διατὶ σιωπᾷς; ὤ! ἡ σιωπή σου αὕτη μὲ καταπαγώνει, μὲ δίδει μυρίας ὑπονοίας· μήπως ὁ ἔρως σου δὲν εἶναι πλέον ὡς ὁ ἐδικός μου; ἢ μήπως τὴν ἄκραν ἔθιξε μόνον τῆς καρδίας σου καὶ εἰς αἰσθήματα ἄλλα εἶναι ἕτοιμος νὰ ὑποχωρήσῃ; Ἑλένη! Ἑλένη! τί μ' ἔλεγες πρό τινων στιγμῶν; τόσον γρήγωρα λήθη ἐπέπεσεν εἰς ὅλα; πρέπει τάχα νὰ πιστεύσω καὶ ἐγὼ ὅ,τι συνήθως λέγουσι περὶ τῆς γυναικείας σταθερότητος;

Ἡ Ἑλένη ἐξηκολούθει εἰς σιωπὴν νὰ ἐμμένῃ πάντοτε, σιωπὴν ἑνωμένην μὲ ἀταραξίαν· δὲν ἠδύνατο νὰ ἐννοήσῃ ὁ Χαρίλαος τὴν τοιαύτην αἰφνήδιον ἀλλοίωσίν της· ἤρξατο νὰ ὑπονοῇ ὅτι τὸ πρὸς αὐτὸν αἰσθημά της τοσούτον ἦτον ἀσθενὲς, ὥστε ἡ ἐλαχίστη ἐναντία περίστασις ἠδύνατο νὰ τὸ σμικρίνῃ ἤ καὶ τὸ ἐξαλείψῃ ἐντελῶς. Ἡ σελήνη ἐξελθοῦσα ἀπὸ τοῦ ὄρους τὴν κορυφὴν πληρέστατα ἐῤῥιψε διὰ μέσου τῶν φύλλων τῶν δένδρων τὰς ἀκτίνας της ἐπὶ τοῦ προσώπου τῆς Ἑλένης, ὁ Χαρίλαος παρετήρησε τότε δάκρυα ῥέοντα ἐπὶ τῶν παρειῶν της.

-Ὤ! κράζει, δὲν μετεβλήθης Ἑλένη, ὄχι, ἀλλ' ἂν τοσούτον μ' ἀγαπᾷς ὅσον πρὸ ὀλίγου μ' ἔλεγες, διατί τάχα διστάζεις νὰ μ' ἀκολουθήσῃς; ὁμίλει, εἰπέ με τί τὸν ἔρωτά μας νὰ ὑπερνικήσῃ οὕτω δύναται· ὤ! ὁμίλει, ὁμίλει!

-Χαρίλαε! λέγει τότε θλιβερως ἡ Ἑλένη, Χαρίλαε! ὅτι γονεῖς ἔχω δὲν γνωρίζεις; δὲν γνωρίζεις ὅτι ἔχω πατέρα ἀγαπόντα με τοσοῦτον, πατέρα τὸν ὁποῖον καὶ ἐγὼ πλειότερον παρὰ τὴν ζωήν μου ἀγαπῶ; δὲν γνωρίζεις ὅτι εἶμαι μονογενὴς θυγάτηρ; ὁσάκις φαντάζομαι πόσον τοιοῦτον κίνημα τὸν πατέρα μου θέλει καταθλίψει, ὁσάκις φαντάζομαι ὅτι ἐγὼ ἥτις τῆς καρδίας του εἶμαι ἡ τροφὴ μὲ τὰς ἰδίας μου χεῖρας θὰ τὸν θανατώσω, μὲ καταλαμβάνει φρίκη! μὲ μέμφεσαι ὅτι δὲν σ' ἀγαπῶ ὡς σὺ μ' ἀγαπᾷς Χαρίλαε! ἀλλ' οἱ παλμοὶ τῆς καρδίας μου τὴν ὁποίαν πρὸ ὀλίγου ἐκράτεις μὲ τὴν χεῖρά σου, δὲν ἤρκεσαν περὶ τοῦ αἰσθήματός μου νὰ σὲ πείσουν; ἀλλ' ἡ θερμότης τῆς χειρός τὴν ὁποίαν κρατεῖς ἤδη δὲν δεικνύει διόλου ὅτι εἰς τὰς φλέβας μου ὅλας κυκλοφορεῖ ὁ ἔρως; ἡ πρὸς σὲ ἀγάπη μου, Χαρίλαε, δὲν δύναται νὰ ἐξαλειφθῇ, εἰμὴ ὁπόταν καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὴν γῆν ἐκλείψω· σ' ὑπόσχομαι, καὶ ὁ οὐρανὸς, καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἡ σελήνη, καὶ ὁ ζέφυρος καὶ τῆς φύσεως τὰ στοιχεῖα ὅλα ἂς ἦναι μάρτυρες ἰσχυροὶ τῆς ὑποσχέσεώς μου, σ' ὑπόσχομαι πλησίον σου νὰ τελειώσω τὴν ζωήν μου, ἢ καὶ τοῦ κόσμου καὶ τῆς κοινωνίας μεμακρυσμένη ν' ἀποθάνω· ἀλλ' ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου νὰ μ' ἀφαρπάσῃς, ἀλλὰ νὰ τοὺς δολοφονήσῃς τοσοῦτον σκληρῶς μὴ θελήσῃς ποτὲ, Χαρίλαε, ὑπόμεινον μικρὸν ἀκόμη, ἴσως τοὺς πείσω υἱόν των νὰ σ' ἀναγνωρίσουν· μ' ἀγαποῦν, καὶ ἡ ἀληθὴς ἀγάπη τί δὲν δύναται νὰ κατορθώσῃ; ἄφες μὲ ν' ἀπολαύσω τὴν εὐδαιμονίαν ἐντελῆ.

- Εἶναι ἄκαμπτοι εἶναι βάρβαροι οἱ γονεῖς σου, ἀποκρίνεται ὁ Χαρίλαος μετὰ ζωηρότητος, ἂν σ' ἠγάπων δὲν ἤθελον ἐπιθυμεῖ καὶ τὴν εὐδαιμονίαν σου; νὰ μ' ἀναγνωρίσουν υἱόν των ἑκουσίως! ποτὲ ποτὲ μὴ τὸ ἐλπίσῃς· δὲν βλέπεις πῶς μὲ θεωροῦν; δὲν παρατηρεῖς ὅτι δὲν ἀνέχονται ἤδη οὐδὲ νὰ μὲ βλέπουν; καὶ ὅμως τί ἄλλο εἶδον παρ' ἐμοῦ εἰμὴ ἀγάπην, εἰμὴ ἀφοσιώσεως ἐνθέρμου δείγματα; τὸ μόνον ἔγκλημά μου εἶναι ὅτι σ' ἀγαπῶ, καὶ ὁ ἔρως μου οὖτος τοῖς φαίνεται ἀποτρόπαιος, τοῖς φαίνεται φρικώδης! ὤ! δὲν σ' ἀγαποῦν, Ἑλένη μου, ὅσον νομίζεις οἱ γονεῖς σου· ἂν ἀληθῶς σ' ἠγάπων ἤθελον ποτὲ ἀνέχονται στενάζουσαν νὰ σὲ βλέπουν καθ' ἑκάστην καὶ δακρυῤῥοοῦσαν; ἤθελον ποτὲ καταντήσει εἰς τὰς ἀγκάλας τοῦ ἀηδοῦς αὐτοῦ Χαριτιάδου ἐναντίον τῆς θελήσεώς σου νὰ σὲ ῥίψουν; Ἑλένη! πρέπει νὰ φύγωμεν, νὰ φύγωμεν ἀφεύκτως αὔριον· ἡ ὑπόσχεσίς σου μ' εἶναι ἱερὰ, ἔχω πίστιν μεγάλην εἰς τὴν σταθερότητά σου, ἀλλὰ δὲν θέλω ν' ἀποθάνῃς Ἑλένη, καὶ ἂν δὲν μ' ἀκολουθήσῃς ὁ θάνατός σου εἶναι βέβαιος! ὑποσχέθητι, ὑποσχέθητι ἐδὼ ὅτι αὔριον περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν τῆς νυκτὸς θέλεις μετ' ἐμοῦ ἀπέλθη, ὅτι θέλει στεφθῆ αὔριον ὁ ἔρως μας, εἰδεμὴ, Ἑλένη, δὲν θέλεις πλέον μὲ ἰδῆ, δὲν θέλεις ἰδῆ πλέον εἰμὴ τὸ λείψανόν μου!

-Ὤ! νὰ ἐκριζώσῃς θέλεις τὴν καρδίαν μου, παῦσον, παῦσον, Χαρίλαε, πόσον εἶναι ὁ ἔρως σου σκληρός! Χαρίλαε, ἀπελπισίαν δὲν ἔχω νὰ καταπραΰνω τοὺς γονεῖς μου, εἶναι καλὸς ὁ πατήρ μου εἶναι κάλλιστος, δὲν εἶναι ὡς ἡ φαντασία σου σὲ τὸν παριστᾷ. Θεέ! τῆς ἐκκλησίας ὁ κώδων! τῆς ἑορτῆς μου τὴν ἡμέραν προμηνύει! φύγε, Χαρίλαε! ἡ ἡμέρα ἔφθασεν, θὰ μὲ ζητήσῃ ὁ πατήρ μου μετ' ὀλίγον διὰ νὰ ὑπάγωμεν ὁμοῦ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, δὲν ἀκούεις τὸν κώδωνα προμηνύοντα τὴν ἑορτήν μου; Ἰδού, ἡ αὐγὴ ἤρξατο νὰ χαράξῃ πρὸς τὸ Ναύπλιον, δὲν παρατηρεῖς πῶς ἐξαλείφονται οἱ ἀστέρες; ὁ κηπουρὸς θὰ ἐξυπνήσῃ μετ' ὀλίγον διὰ νὰ ποτίσῃ τ' ἄνθη του· ὀλίγαι μόνον στιγμαὶ σὲ μένουν ἀκόμη, φύγε!

-Νὰ φύγω! μὲ προσκαλεῖς νὰ φύγω! φεύγω λοιπὸν σκληρὰ Ἑλένη, ἀλλὰ μὴν ἐλπίσης πλέον ἄλλο τι περὶ ἐμοῦ ν' ἀκούσῃς εἰμὴ τὸν θάνατόν μου!

Καὶ ὀπισθοδρομήσας ὀλίγον ὁ Χαρίλαος ἐδείκνυε ὅτι ἔμελλε νὰ λάβῃ τὴν πρὸς τὸ περιτείχισιμα ὁδόν.

- Χαρίλαε, Χαρίλαε, στάσου κράζει τότε ἡ Ἑλένη, καὶ δραμοῦσα ἔπεσεν εἰς τὰς ἀγκάλας του· ὢ αἰσθάνομαι ὅτι δὲν ἔχω καρδίαν πλέον, καθότι τὴν ἐφήρπασας ὁλόκληρον· σ' ἀκολουθῶ, Χαρίλαε, σ' ἀκολουθῶ καὶ παραδίδω εἰς σὲ τὴν εἱμαρμένην μου ὡς θέλεις.

Τὴν ἐκράτει ὥραν πολλὴν εἰς τὰς ἀγκάλας του ὁ ἐραστής της χωρὶς τίποτε πλέον νὰ τῇ λέγῃ, ἐθεώρει τὸ πρόσωπόν της διὰ τοῦ ἀμυδροῦ τῆς σελήνης φωτὸς, καὶ ἔλεγε καθ' ἑαυτὸν πόσον ὡραία εἶναι! ἐσάλευεν ἔπειτα μὲ τὰς χεῖράς του τῆς κεφαλῆς της τὰς τρίχας, τὰς ὁποίας ὁ λεπτὸς ἄνεμος διεσκόρπιζεν καὶ ἐκίνει ἐπὶ τοῦ προσώπου της καὶ τὴν κατεφίλει εἰς τοὺς ὀφθαλμούς. Ὁ κώδων τῆς ἐκκλησίας ἀντήχησεν ἐκ δευτέρου, καὶ ὁ ἦχος ἀπὸ τὴν ἐρωτικὴν ληθαργίαν της ἀνακαλέσας τὴν Ἑλένην τὴν ἀπέσπασε ἀπὸ τοῦ ἐραστοῦ της τὰς ἀγκάλας.

-Φύγε, φύγε, τῷ λέγει ἡ αὐγὴ μᾶς κατέλαβε.

Ἀσπασθεῖς δὲ διὰ τελευταίαν φορὰν τὴν χεῖρά της ὁ Χαρίλαος ἔτρεξε δρομαίως πρὸς τὸ τεῖχος τοῦ κήπου. Μετ' ὀλίγον ὁ ἐκ τῶν τροχῶν τῆς ἁμάξης ἀποτελούμενος κρότος ἐβεβαίωσε τὴν Ἑλένην ὅτι ἀπεμακρύνθη· ἀπεσύρθη τότε αὕτη εἰς τὸν κοιτῶνά της, ἤνοιξε τὸ παράθυρόν της, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἱκανὴν ὥραν ἀκούουσα καὶ μακρόθεν τῆς ἁμάξης τὸν κρότον ἕως οὗ πλέον δὲν ἠκούετο.

Β΄.

Οἱ κάτοικοι τοῦ Ἄργους ὅλοι ἔτρεχον ἀπὸ πρωΐας εἰς τὴν κατοικίαν τοῦ Φωτινοπούλου ὅπως τὸν συγχαρῶσι διὰ τὴν ἑορτὴν τῆς θυγατρός του. Ἡ Ἑλένη ἐλατρεύετο παρὰ τῶν Ἀργείων, ἡ γλυκύτης καὶ ἡ μετριοφροσύνη της εἶχον ἐφελκύσει ὑπὲρ αὐτῆς καὶ τῶν γυναικῶν ἀκόμη τὰς καρδίας, καὶ, πρᾶγμα παράδοξον, οὐδεμίαν εἶχεν ἀντίζηλον εἰς ὁλόκληρον τὴν πόλιν, ἐνῷ εἰς τῶν γυναικῶν τὴν κοινωνίαν, ἡ ἀντιζηλία παρεισδύει συνήθως καὶ μέχρι τῆς στενωτέρας σχέσεως. Οἱ πτωχοὶ καὶ οἱ ἐνδεεῖς τὴν ἐθεοποίουν, καθότι πώποτε μὲ τὰς χεῖρας κενὰς ἀπὸ τοῦ Φωτινοπούλου τὴν οἰκίαν δὲν ἐξήρχοντο. Ἀλλὰ δὲν ἐθαυμάζετο ἀπὸ τὸ Ἄργος μόνον, τὸ ὄνομά της περιεφέρετο μ' ἐπαίνους καὶ εἰς τὰς λαμπροτέρας τοῦ Ναυπλίου συναναστροφάς· ἡ φιλόκαλος καὶ φωτισμένη τῆς πρωτευούσης ταύτης κοινωνία ἐθεώρει τὴν Ἑλένη κατοικοῦσαν εἰς τὸ Ἄργος ὡς ἀστέρα φαεινὸν ἐν τῷ μέσῳ σκοτεινοῦ καὶ νεφελώδους οὐρανοῦ διαυγάζοντα, καὶ τὴν διέκρινε διὰ τοῦ ὀνόματος «ἡ Νύμφη τῆς Ἀργολίδος». Τίς δὲν ἐγνώριζε τότε τὴν νύμφην αὐτὴν τῆς Ἀργολίδος; εἰς τίνος ξένου τὰς ἀκοάς, εἰσερχομένου εἰς συναναστροφήν τινα τοῦ Ναυπλίου δὲν ἀντήχει τὸ ὡραῖον τοῦτο ὄνομα;

Κεκοσμημένη ὡς νύμφη καὶ ἀνθοφοροῦσα ἐκάθητο πλήρης χαρίτων ἐπὶ εὐρυχώρου ἕδρας παρά τινι μικρᾷ τραπέζῃ κειμένης· μὲ πόσην γλυκύτητα, μὲ πόσην χάριν τοὺς εἰσερχομένους τε καὶ τοὺς ἀναχωροῦντας ἐχαιρέτα! Πολλοὶ ἐξ αὐτῶν μὲ δυσαρέσκειαν μ' ὅλον τοῦτο ἀνεχώρουν, καθότι ἤθελον ἀκόμη νὰ τὴν ἰδῶσιν, ἤθελον νὰ ὁμιλήσωσιν ἀκόμη μετ' αὐτῆς. Πλὴν τὸ πρόσωπόν της δὲν ἐφαίνετο φαιδρὸν, ὡς ἔπρεπεν εἰς πανήγυριν τοιαύτην, ἦτον ὠχρά, σύννους, καὶ ὁ Φωτινόπουλος, κύπτων συνεχῶς τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν σύζυγόν του, τί ἔχει ἡ Ἑλένη; τὴν ἠρώτα κρυφίως, μήπως ἀσθενεῖ; Ἡ τοῦ προσώπου της ὠχρότης ἔτι μᾶλλον ἐπαισθητὴ ἐγένετο, καὶ ἡ μελαγχολία της ἐπηύξησε πλειότερον, ὁπόταν εἶδεν εἰς τὴν θύραν νέον φέροντα ἄνθη εἰς τὰς χεῖρας· καὶ ὅμως ἦτον γλυκὺς ὁ νέος οὗτος, ἦτον χαρίης, καὶ ἡ συμπεριφορά του τίποτε ἀποτρόπαιον δὲν ἐπαρουσίαζεν, εἶχεν ὅμως τὸ δυστύχημα μνηστὴρ νὰ ᾖναι τῆς Ἑλένης, μνηστὴρ ἀποστρεφόμενος ἀπὸ τὴν μεμνηστευμένην του· ἀλλὰ πόσον μ' ὅλον τοῦτο ὁ καλὸς Χαριτιάδης τὴν ἠγάπα! τὴν ἠγάπα καί τοι γνωρίζων τὴν πρὸς αὐτὸν ἀδιαφορίαν της, τὴν πρὸς αὐτὸν ἀποστροφήν της!

Τὰ ἄνθη ταῦτα ἔκοψε μόνος ὁ Γεώργιος ἀπὸ τοῦ Ἄργους τοὺς κήπους καὶ τὰς πεδιάδας, μόνος τὰ προσήρμοζε τὴν νύκτα ὅλην, σχεδιάζων τίνι τρόπῳ ἔμελλε τὴν ἐπιοῦσαν νὰ τὰ προσφέρῃ εἰς τὴν μεμνηστευμένην του, ἥτις τὴν ὥραν ἐκείνην εἰς τὰς ἀγκάλας ἄλλου κατεθλίβετο. Δὲν ἦτον εὔτολμος ὁ Χαριτιάδης, ἡ συστολὴ καὶ τὸ πρὸς τὴν μεμνηστευμένην του σέβας παρίσταντο εἰς τὸ πρόσωπόν του· μὲ βῆμα βραδὺ καὶ δειλὸν πρὸς τὴν Ἑλένην πλησιάζει, προσφέρει αὐτῇ τὰ ἐκλελεγμένα ἄνθη του, καὶ μὲ καρδίαν πάλλουσαν ἀπὸ ἔρωτα καὶ ἀβεβαιότητα, λαμβάνει τὴν λευκὴν χεῖρα της διὰ νὰ τὴν ἀσπασθῇ· πόσον ψυχρὰ ἦτον ἡ χεὶρ αὕτη! ἐνόμισεν ὁ δυστυχὴς ὅτι τὸ αἷμα του κατεπάγωσεν ὅλον εἰς τὰς φλέβας ἅμα ἤγγισεν ἐπ' αὐτῆς τὰ χείλη του.

Δυσάρεστος καὶ μελαγχολικὴ ἡ Ἑλένη, ἀπεσύρθη μετ' οὐ πολὺ εἰς τὸν κοιτῶνα της· ἐκεῖ μόνη, καὶ παρ' οὐδενὸς μὴ παρατηρουμένη ἔῤῥιψε μὲ περιφρόνησιν καὶ ἀηδίαν τὰ ὁποῖα ἐκράτει εἰς τὴν χεῖρά της ἄνθη, καὶ ὡς θέλουσα τρόπον τινὰ τὸν ἐραστήν της νὰ ἐξιλεώσῃ, ἤνοιξε τὸ παράθυρον, ἐνατένισε τοὺς ὀφθαλμούς της πρὸς τὴν Πρόνοιαν, καὶ χύσασα ἑπομένως σταλαγμούς τινας δακρύων, ἔπεσεν ἐπὶ τῆς λευκοσυνδόνου κλίνης της ἀπηυδησμένη.

Ἡ ταραχὴ αὐτῆς τὸν φιλόστοργον πατέρα της δὲν διεξέφυγε· μονογενοῦς θυγατρὸς πατὴρ, καὶ ἄνθρωπος ἀγαθὸς καὶ τίμιος, ἠγάπα τὴν Ἑλένην καθ' ὑπερβολήν, καὶ εἰς τὴν ἀληθῆ ἀγάπην ἡ στάσις καὶ ἡ ταραχὴ μιᾶς καρδίας δυσκόλως ὑποκρύπτονται.

- Ὁπόταν ἦτον ὁ Χαρίλαος παρὼν, ἐφαίνετο εὔθυμος ἡ Ἑλένη καὶ εὐχάριστος, λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ σύζυγός του.

Τὸ ὄνομα αὐτὸ τοῦ Χαριλάου ἠλλοίωσε τὸν Φωτινόπουλον ἀμέσως, καὶ τὸ πρόσωπόν του ἔλαβεν ἄγριόν τι τὸ ὁποῖον πάντη ἀνοίκειον ἦτον εἰς αὐτό.

- Ὁ Χαρίλαος! λέγει μετ' ἀποστροφῆς, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἐπρόφερε τὴν λέξιν ταύτην ἐμαρτύρει τῆς καρδίας του τὴν ταραχὴν, τὸ ἄτιμον τοῦτο ὄνομα, ἐπαναλαμβάνει, ἂς μὴν ἐξέλθῃ τοῦ στόματός σου πλέον, ἡ Ἑλένη οὐδ' ἐσυλλογίσθη βέβαια ποτὲ, ὅ,τι εἰς τὴν ἐδικήν σου φαντασίαν ζωγραφεῖται˙ ὁ Χαρίλαος! εἶναι δυνατὸν;

Ἐπὶ τῆς κλίνης αὑτῆς ἐξαπλωμένη ἀνεπόλει διὰ τῆς φαντασίας της ἡ Ἑλένη τῆς παρελθούσης νυκτὸς τὴν ἐν τῷ κήπῳ συνδιάλεξιν, καὶ περιεπλανᾶτο εἰς τοῦ μέλλοντος τὰ ὀνειροπωλήματα· ἀλλ' ὁσάκις ἡ πρὸς τὸν Χαρίλαον ὑπόσχεσίς της, ὁσάκις ἡ ἰδέα τοῦ ὅτι ὑπεσχέθη τὸν πατέρα της καὶ τὸν πατρικὸν οἶκον της νὰ παραιτήσῃ διὰ νὰ φύγῃ μετ' αὐτοῦ, εἰς τὴν μνήμην της ἐπαρουσιάζοντο, ᾐσθάνετο βάρος τι ὀγκῶδες ἐπὶ τῆς καρδίας της, στενοχωροῦν αὐτὴν μεγάλως, καὶ ἐστέναζεν.

Ἀπὸ τὸν ἔρωτα καὶ τὴν φιλοστοργίαν, ἀπὸ τὴν ἰδέαν τῆς εὐδαιμονίας καὶ τῆς δυστυχίας κατεπαλαίοντο ἀλληλοδιαδόχως ἡ καρδία αὑτῆς καὶ ἡ φαντασία, ὁπόταν ἤκουσε ψόφον τινα ἐπὶ τοῦ κλείθρου τῆς θύρας· μετ' οὐδὲ πολὺ βλέπει τὸν γέροντα πατέρα της εἰσερχόμενον ἐν τῷ θαλάμῳ μὲ βῆμα βραδὺ καὶ ἐλαφρὸν· ῥοπή τις ἔκλεισε τοὺς ὀφθαλμούς της πάραυτα, ὡς νὰ ἐφοβεῖτο μήπως ὁ πατήρ της ἤκουσε τῆς φαντασίας καὶ τῆς καρδίας της τὰς συζητήσεις, καὶ ἐσυστέλλετο πλέον νὰ τὸν ἴδῃ κατὰ πρόσωπον.

- Κοιμᾶται! καὶ εἶναι ἀσκεπής! λέγει ὁ Φωτινόπουλος πλησιάσας εἰς τῆς θυγατρός του τὴν κλίνην, καὶ λαβὼν κάλυμμά τι τὸ ἔῤῥιψεν ἡσύχως ἐπ' αὐτῆς· πόσον εἶναι ὡραία! λέγει πάλιν θεωρῶν τὸ πρόσωπόν της, δὲν ζωγραφεῖται εἰς τὸ γαληνιαῖον τοῦτο πρόσωπον ἡ ἀγαθότης; ὤ! ! ! τίς ἄλλος ὡς ἐγὼ εὐδαίμων εἶναι; τίς ἄλλος ἀπὸ τὴν Ἑλένην ἀγαπᾶται ὡς ἐγὼ καὶ πατὴρ αὐτῆς καλεῖται; Τί συμμετρία προσώπου; τί ἀγαθότης ψυχῆς; τί πλῆθος χαρίτων τὴν στολίζουσι! καὶ ὑπνώττουσα φαίνεται χαριεστάτη· τὸ ἀληθὲς τῆς ζωῆς θέλγητρον ποτὲ νὰ αἰσθανθῇ τις δὲν δύναται ἂν πατὴρ δὲν γίνῃ, ἀλλ' ἄν ποτὲ πατὴρ δύναται νὰ νομισθῇ διὰ τὰ προτερήματα τῶν τέκνων του εὐδαίμων, τοιοῦτος εἶναι τῆς Ἑλένης ὁ πατήρ· αἰσθάνομαι ὅτι δὲν εἶναι μόνη ἡ καρδία μου, ὅτι κατοικεῖται ἀπὸ τὴν Ἑλένην, ἂν δέποτε συμβῇ ὁλόκληρον ἡμέραν νὰ τὴν στερηθῶ, νομίζω ὅτι ἡ καρδία μου μέλλει ν' ἀποξηρανθῇ· - καὶ κύψας τὴν κεφαλὴν τὴν ἐφίλησεν ἐλαφρὰ ἐπὶ τῆς ῥοδοκοκκίνου παρειᾶς της - Θεέ! προσθέτει ἑπομένως, τί καλὸν πλειότερον παρὰ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους σ' ἔκαμα, διὰ νὰ μὲ δώσῃς ἄγγελον τοιοῦτον;

Ἐστράφη ἔπειτα ἡσύχως πρὸς τὴν θύραν, καὶ ἐξῆλθε τοῦ κοιτῶνος χωρὶς κρότον, φέρων δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς, χαρᾶς ὅμως δάκρυα καὶ εὐδαιμονίας.

Κατέθλιβε τὴν καρδίαν της ἡ Ἑλένη μὲ στενοχωρίαν καθ' ὅλην τῆς παρουσίας τοῦ πατρὸς της τὴν διάρκειαν, ἅμα δ' ἐξῆλθεν οὗτος τοῦ κοιτῶνος ἠγέρθη τῆς κλίνης της μ' ὁρμὴν, καὶ χωρὶς νὰ δυνηθῇ τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν της νὰ κρατήσῃ, ποτὲ, ποτὲ, λέγει ζωηρῶς, δὲν θὰ τὸν ἀποχωρισθῶ! ὄχι! Χαρίλαε! δὲν θέλω ἐλθῆ μαζή σου ἡ πρός σε ὑπόσχεσίς μου εἶναι ἀσθενεστέρα, ἀσθενεστέρα πολὺ τῆς πατρικῆς θελήσεως, ὤ! ποτὲ δὲν θὰ τὸν παραιτήσω!

Ἡ ἑνδεκάτη τῆς νυκτὸς εἶχε φθάσει καὶ παρέλθει, καὶ τὸ μεσονύκτιον ἐπλησίαζεν, ἀλλ' ὁ Χαρίλαος ἔμενεν ἀκόμη μόνος περιμένων τὴν Ἑλένην πλησίον τῆς ῥοῆς τῶν ὑδάτων καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθοφόρους τῶν δένδρων κλάδους καλυπτόμενος. Ὁ οὐρανὸς δὲν ἦτον ὡς τὴν παρελθοῦσαν νύκτα ἀστηροβολῶν, νέφη πολλὰ καὶ πεπυκνωμένα τὸν περιεκάλυπτον καὶ μεμακρυσμέναι ἀλλὰ συνεχεῖς βρονταὶ ἀστραπῶν προεμήνυον βροχὴν καὶ καταιγίδας. Ἡ ἀνησυχία τοῦ Χαριλάου μὴ βλέποντος παντελῶς τὴν ἐρωμένην του ἐπηύξανεν ἐπὶ μᾶλλον καὶ μᾶλλον καθ' ὅσον αἱ στιγμαὶ παρήρχοντο καὶ ὁ θόρυβος τῶν στοιχείων ἀπὸ ὥρας εἰς ὥραν πλέον ἀπειλητικὸς καθίστατο· ἐνόμιζε πολλάκις ὅτι ἡ Ἑλένη ἐπλησίαζεν, ἀπατώμενος ἀπὸ τὴν κίνησιν τῶν θάμνων διαταραττομένων παρὰ τοῦ ἀνέμου, καὶ ὁπόταν ἠννόει τὴν ἀπάτην του, ὠργίζετο ἔτι μᾶλλον κατ' αὐτῆς.

Τὸ μεσονύκτιον παρῆλθε καὶ ἡ Ἑλένη ἀκόμη δὲν ἐφάνη, πλήρης ταραχῆς καὶ τὴν ἀπουσίαν της ἀγνοῶν ποῦ ν' ἀποδώσῃ παραιτεῖ τὸν τόπον ὅπου νὰ συναντηθῶσιν ὑπεσχέθησαν, καὶ περιτρέχει τὸν κῆπον περὶ ἀναζήτησίν της· εἰς μάτην ὅμως τὸν περιῆλθεν ὅλον, ἡ Ἑλένη δὲν ἐφαίνετο· ἐπιστρέψας πάλιν εἰς τὸ μέρος ὅθεν ἀνεχώρησε, τὴν βλέπει παρ' ἐλπίδα ἐστηριγμένην ἐπὶ τοῦ κορμοῦ τῆς πορτοκαλέας ἐκείνης ὑπὸ τὴν ὁποίαν τὴν παρελθοῦσαν νύκτα μετ' αὐτοῦ ἐκάθητο. Ἡ χαρά του ἰδόντος αὐτὴν αἵφνης ἐξήλειψε τὰ σχέδια τῶν ἐπιπλήξεων τὰς ὁποίας ἠτοίμαζε κατὰ τῆς βραδύτητός της· ἁρπάζει τὴν χεῖρα της ἀμέσως καὶ τὴν θλίβει ἐπὶ τῆς καρδίας του.

- Σὲ περίεμεινα ὥραν πολλὴν Ἑλένη μου, τῇ λέγει, ὁ καιρὸς βραδύτητα πλέον δὲν μᾶς ἐπιτρέπει, βροχὴ ῥαγδαία θέλει μᾶς καταλάβει μετ' ὀλίγον καὶ πρέπει νὰ ἐπισπεύσωμεν τὴν ἀναχώρησίν μας.

- Χαρίλαε! ἀποκρίνεται ἡ Ἑλένη μὲ φωνὴν γλυκείαν τε καὶ θλιβερὰν, δὲν ἦλθον ἐδῶ ἀπόψε ὅπως φύγωμεν ὁμοῦ κρυφίως, ὦ Χαρίλαε μὴ θελήσῃς νὰ ἔχῃς πλησίον σου μίαν πατροκτόνον· δὲν θὰ βδελύττεσαι δὲν θ' ἀηδιάζῃς νὰ φέρῃς εἰς τὰ χείλη σου χεῖρας αἵτινες ἤθελον κατασπαράξει ἑνὸς πατρὸς τὰ σπλάγχνα μὲ τοὺς ὄνυχάς των; αἱ χεῖρες αὗται δὲν θέλουσιν ὀσμὴν ἀνθρωπίνου αἵματος σὲ προξενεῖ; Χαρίλαε! ἡ καρδία μου δι' ἁλύσεων ἀσυνθλάστων εἶναι δεδεμένη, ποτὲ δὲν θέλεις σὺ τὴν ἀπολέσει εἰμὴ ὁπόταν ἀπονεκρωθῆ· αἰσθάνομαι ὅτι δὲν δύναμαι νὰ ζήσω πλέον, εἰμὴ ζῶσα μετὰ σοῦ, εἰμὴ βλέπουσα σὲ ἀδιακόπως, ἀλλὰ νὰ φύγω μαζή σου σήμερον δὲν δύναμαι, ἡ θέλησις καὶ ἡ ὕπαρξις τοῦ πατρός μου πρέπει νὰ ὑπερνικήσωσιν· ἤθελες ποτὲ δεχθῆ μὲ τὸν θάνατον τοῦ πατρός μου ν' ἀπολαύσῃς τὴν εὐδαιμονίαν σου; ὄχι ὄχι βέβαια! ἤθελες πλέον μὲ τιμᾶν ἂν ἐνδομύχως παραίτιον τοῦ θανάτου τοῦ πατρός μου μ' ἀνεγνώριζες; Τὰς στιγμάς μου ὅλας, ὅλην μου τὴν ἐπιῤῥοὴν θέλω μεταχειρισθῆ εἰς τὸ νὰ κατορθώσω εἰρηνικῶς τὴν ἕνωσίν μας, καὶ μακρὰν τοῦ νὰ ἔχω περὶ τῆς ἐπιτυχίας μου ἀπελπισίαν, ἐντὸς ὀλίγου, εἶμαι πεπεισμένη, θέλει ὁ ἔρως μας στεφθῆ. Χαρίλαε, ἂν ἐπιῤῥοήν τινα ἔχω ἐπὶ τῆς καρδίας σου, ἂν πιστεύῃς εἰς τὴν σταθερότητα τῆς ἐδικῆς μου, παραίτησόν με ἤδη, σὲ παρακαλῶ μὲ τὰ δάκρυα εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς, μὴ θελήσῃς τὴν εὐδαιμονίαν μου νὰ καταστρέψῃς, μὲ δυστυχίαν ἥτις δύναται νὰ μ' ἀφαιρέσῃ τὴν ζωήν. Ὤ! δὲν φοβοῦμαι παντελῶς τὸν θάνατον, ἀλλὰ δὲν θέλω δὲν ἐπιθυμῶ αὐτὸν καθότι θέλει σὲ λυπήσει.

Ἔμεινεν ἱκανὰ λεπτὰ ὁ Χαρίλαος ἐν σιωπῇ ἀκίνητος καὶ σκυθρωπὸς, ἡ δ' Ἑλένη ἵστατο ἀπέναντί του μὲ ἱκετηρίους χεῖρας περιμένουσα τὴν συγκατάθεσιν αὐτοῦ ὡς ἀπόφασιν ἀφορῶσαν τὴν ζωὴν ἢ τὸν θάνατόν της. Ἀλλ' ἐφάνη ἄκαμπτος ὁ ἐραστής της.

- Ὄχι, λέγει, ὅ,τι ἂν μ' εἴπῃς, Ἑλένη, δὲν δύναται νὰ μὲ πείσῃ ὅτι δὲν εὑρίσκεσαι εἰς τὴν ἀπάτην· ἀφ' οὗ πρὸ εἰκοσιτεσσάρων ὡρῶν εἶμαι ἄϋπνος τὴν κρίσιμον ταύτην ὥραν ἀναμένων, ἀφοῦ τῆς στιγμῆς αὐτῆς τὰ θέλγητρα διετάραξαν τοσοῦτον κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο τὴν καρδίαν μου, ἀφοῦ τὴν ὑπόσχεσίν σου ἔλαβα χθὲς, μ' ὅλην τὴν ἐπισημότητα, δὲν ἤλπιζα, ποτὲ δὲν ἤλπιζα Ἑλένη, νὰ σ' εὕρω διστάζουσαν καὶ τώρα. Τί; νομίζεις πάλιν ὅτι ὁ πατήρ σου θέλει ἑκουσίως εἰς τὴν ἕνωσίν μας συναινέσει; νομίζεις ὅτι ἂν σήμερον δὲν φύγωμεν ἐντεῦθεν θέλομεν τοῦ λοιποῦ συναντηθῆ; Ἑλένη! ποτὲ δὲν ἀποθνήσκει ὁ πατήρ σου διότι σὺ θὰ ἦσαι μετ' ἐμοῦ, ἀποστρέφεται τὴν ἕνωσίν μας τώρα, ἀλλὰ θέλει τὴν ἀνεχθῆ ὁπόταν γίνη ἅπαξ, καὶ θέλει ἀγαπήσει καὶ ἐμέ˙ ὡς καὶ σὲ ἤδη ἀγαπᾶ· Ἑλένη! ἂν ν' ἀποθάνω θέλῃς, ἂν θέλῃς νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Ἀφρικὴν εἰς τὴν Ἀμερικὴν νὰ παραδώσω εἰς τὰς ἐρήμους καὶ τὰ θηρία τὴν ζωήν μου, ἂν νομίζῃς ὅτι καὶ χωρὶς ἐμοῦ δύνασαι νὰ εὐδαιμονήσῃς, μεῖνε, μὴ μ' ἀκολουθεῖς· δὲν μ' ἀποκρίνεσαι; ἐπαναλαμβάνει βλέπων αὐτὴν δακρύουσαν καὶ σιωπῶσαν, ῥιφθεὶς δ' ἐπὶ τῶν γονάτων της καταφιλεῖ τὰ στήθη της, λέγων πάλιν μὲ φωνὴν πλήρη συγκινήσεως ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ καταστρέψῃ ὁλοτελῶς τὸν δισταγμὸν τὸν ὁποῖον τὰ δάκρυά της ἐμαρτύρουν. Ἑλένη! ἂν ἀπόψε δὲν μ' ἀκολουθήσῃς θέλω ἐννοήσει τότε ὅτι δὲν ἔχεις παντελῶς καρδίαν, καὶ θέλω ὑπάγει ἀμέσως ὑπὸ τὰ κύματα τοῦ ἀργολικοῦ κόλπου νὰ ταφῶ.

Ἡ σταθερὰ τῆς Ἑλένης ἀπόφασις κατεστράφη ἐπὶ τέλους· μὴ δυνάμενη πλέον εἰς τὴν ἐρωτικὴν τοῦ Χαριλάου εὐγλωττίαν νὰ ἀνθέξῃ ἔπεσεν ὡς ἡμιθανὴς εἰς τὰς ἀγκάλας του, Χαρίλαε!, κράζουσα πνιγηρῶς χωρὶς τίποτε ἄλλο νὰ προφέρῃ. Τὴν δὲ λέξιν ταύτην ὡς συγκατάθεσιν ἐκλαβὼν ὁ ἐραστής της, ἀνήγειρε τὴν νεάνιδα εἰς τὰς ἀγκάλας του καὶ ἀνεχώρησε δρομαίως.

Γ΄.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἡ Ἑλένη τὴν ἐπιστροφὴν περιμένουσα τοῦ Χαριλάου, ἐξελθόντος ἀπὸ πρωΐας τῆς οἰκίας του, ἀνησυχοῦσε διὰ τὴν βραδύτητά του, καὶ ἀπέδιδεν αὐτὴν εἰς φροντίδας οἰκιακὰς καὶ εἰς πολιτικὰς μερίμνας, καταρωμένη τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν πολιτικὴν, διότι τοσοῦτον καιρὸν ἀπὸ πλησίον της τὸν ἀγαπητὸν αὐτῆς σύζυγον ἀφήρπαζον.

- «Αἳ γυναῖκες εἶναι τοῦ ἀνδρικοῦ φύλου εὐδαιμονέστεραι, ἔλεγε καθ' ἑαυτήν, ἐντὸς τοῦ θαλάμου της πλησίον μικρᾶς τραπέζης ῥάπτουσα, δὲν καταπιέζονται ὡς οἱ ἄνδρες ἀπὸ τῆς Κυβερνήσεως τὰς ἀηδεῖς πικρίας, οὐδ' ἀπὸ τῆς ἀντιπολιτεύσεως τὰς βασάνους κατατήκονται, οὐδ' ῥαδιουργίαι προσπαθοῦν τῶν καρδιῶν των τὰ αἰσθήματα νὰ καταπνίξουν· μακράν τοῦ πολιτικοῦ φλοίσβου εὑρισκόμεναι, αἰσθάνονται καὶ ἀπολαμβάνουσι μὲ γλυκύτητα καὶ διάρκειαν περισσοτέραν τῶν αἰσθημάτων των τὰ θέλγητρα, καὶ ὁ ἔρως καταγοητεύει τὰς στιγμὰς ὅλας τῆς ζωῆς των· δυστυχία! δὲν ἦτον ὁ Χαρίλαος εὐδαιμονέστερος ὁπόταν εἰς τὰς ἀγκάλας του μ' ἐκράτει τὴν νύκτα ἐν τῷ κήπῳ τοῦ πατρός μου; ἡ καρδία του δὲν μετεβλήθη· εἶναι τοῦτο δυνατόν; ἀλλὰ διατὶ δὲν εἶναι πάντοτε πλησίον μου ὡς τὰς πρώτας τοῦ γάμου μας ἡμέρας; διατὶ δὲν ἔρχεται πλέον συνεχῶς νὰ μὲ φιλῇ, καὶ τὰ φιλήματά του διατὶ νὰ μὴ μὲ φαίνωνται τοσοῦτον θερμὰ ὡς εἰς τοῦ Ἄργους τὸν κῆπον; δὲν μετεβλήθη, ὄχι! μ' ἀγαπᾶ ὡς μ' ἠγάπα πάντοτε, καθότι εἶναι καλὸς ὁ Χαρίλαος, καὶ δὲν δύναται νὰ λησμονήσῃ ὅτι δι' αὐτὸν ἐγκατέλειψα συγγενεῖς, οἶκον πατρικὸν καὶ πατέρα ἀγαπόντα με καὶ λατρευόμενον παρ' ἐμοῦ. Ἀλλὰ τί λέγω; μ' ἀγαπᾶ ἕνεκα εὐγνωμοσύνης! ὄχι ὄχι ποτέ! τοιοῦτον ἔρωτα ἤθελον ἀποβάλει μ' ἀγανάκτησιν, ἤθελε μὲ ῥίψει εἰς τὸν τάφον πάραυτα τοιοῦτος ἔρως, ὄχι! θέλω τὴν καρδίαν του ἀφιλοκερδῆ, ἀκέραιον, καθότι καὶ ἐγὼ τὸν Χαρίλαον μόνον ἀγαπῶ.»

Ἡ θύρα ἀνοίγει αἴφνης καὶ ὁ Χαρίλαος εἰσέρχεται· παραιτεῖ τὴν ἐργασίαν της τότε ἡ Ἑλένη καὶ περιμένει πλησίον της τὸν σύζυγόν της, ἀλλ' οὗτος προχωρεῖ καὶ κάθηται ἐπί τινος ἕδρας μ' ἀδιαφορίαν καὶ ψυχρότητα καταπαγώνουσαν τὴν καρδίαν τῆς Ἑλένης. Εἰς μάτην ἔρχεται αὔτη πλησίον του, καὶ τὸν ἐναγκαλίζεται διὰ νὰ θερμάνῃ τὴν καρδίαν του, καὶ τὸν φιλεῖ εἰς τὰς παρειὰς καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπανειλημμένως, οὕτος μ' ἀπάθειαν καὶ ἀταραξίαν δέχεται τὰς γλυκείας αὐτὰς περιποιήσεις, καὶ ἂν ποτὲ βιάζεται εἰς τὴν ἐρασμίαν σύζυγόν του κᾀνὲν φίλημα νὰ ἀποδώσῃ, τὸ φίλημα τοῦτο τοσοῦτον μικρὰν εἶχε θερμότητα, ὥστε οὐδὲ τὸ ἠσθάνετο πολλάκις ἡ Ἑλένη.

Τοῦ Χαριλάου ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ἀδιαφορία ἐπηύξανον ἡμέρα τῇ ἡμέρα, καὶ αἱ ἐκ τῆς οἰκίας ἀπουσίαι του καθίσταντο πλέον συνεχεῖς, καὶ πολυχρόνιοι· ὥρας καὶ νύκτας ὁλοκλήρους διήρχετο ἡ δυστυχὴς <ἡ> Ἑλένη μόνη, ποτὲ μὲν περὶ τοῦ ἔρωτος τοῦ Χαριλάου, ποτὲ δὲ περὶ τῆς στάσεως τοῦ πατρός της, ἀσθενοῦντος ἤδη πρὸ πολλοῦ, ἀνησυχοῦσα καὶ κλαίσουσα πολλάκις ἀπαραμηθήτως. Ἂν δέποτε ἐπέπληττε τὸν Χαρίλαον διὰ τὴν ἀπουσίαν αὐτοῦ καὶ τὴν ἀδιαφορίαν, ἐλάμβανεν ἀπαντήσεις ψυχρὰς, καὶ πολλάκις αἱ ἀπαντήσεις αὖται μ' ἐκφράσεις ἀποτόμους συνωδεύοντο.

Πρὸ ὀκτὼ ὁλοκλήρων ὡρῶν μεμονωμένη, αὔτη ἥτις ποτὲ ἔζη ἐν τῷ μέσῳ πληθύος συγγενῶν καὶ ὄντων παρὰ τῶν ὁποίων ἐλατρεύετο, θρηνοῦσα καὶ στενάζουσα χωρὶς ἀνθρώπινός τις ὀφθαλμὸς νὰ θεωρῇ τὰ δάκρυά της, οὐδ' ὦτα τοὺς στεναγμούς της νὰ ἀκούωσιν, ἠσθάνθη καταστεναχωρημένη τὴν καρδίαν της, καὶ μόνη περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου ἐξῆλθε μίαν τῶν ἡμερῶν εἰς τὸν περίπατον, πρὸς διασκέδασιν ὁπωσοῦν τῆς ἀθυμίας της.

Ἐπροχώρει κατὰ τὴν μονότονόν της Ἄριας ὁδὸν, καὶ ἀνερευνῶσα διὰ τῆς ἐξημμένης φαντασίας της τὰ δυστυχήματά της, δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυα τὰ ὁποία πάλιν ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν της ἀπελύθησαν· τὸ λευκὸν ῥινόμακτρον δι' οὗ ἠθέλησε νὰ τ' ἀποσπογγίσῃ ἔπεσε τότε καταγῆς, καὶ στραφεῖσα διὰ νὰ τὸ λάβῃ παρατηρεῖ αἴφνης, τινὰ βήματα μακρὰν, ἄνθρωπον μὲ μέλανα πέπλον, ἐν καιρῷ ἔαρος κεκαλυμμένον, ὅστις ἐφαίνετο ὅτι τὴν παρηκολούθει. Τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ τὸ πρόσωπον δὲν τῇ ἐφάνη ἄγνωστον, ἐνόμισεν ὅτι τὸν ἔβλεπε ποτὲ συχνὰ, ὅτι τὸν ἐγνώριζεν, ἀλλ' ἦτον μακρὰν καὶ δὲν ἠδύνατο τοὺς χαρακτήρας του νὰ διακρίνῃ· ἀποφάσισε νὰ ἐξακολουθήσῃ τὸν περίπατόν της στρέφουσα ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὸ πρόσωπον διὰ νὰ ἴδῃ ἂν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν ἀκόμη παρηκολουθῆτο· ἡ ἀνησυχία ἤρχισε νὰ τὴν καταράττῃ ὁπόταν τὸν ἔβλεπε κατ' ἀρχὰς παρακολουθοῦντα κατὰ πόδας, ἀλλὰ στραφεῖσα πάλιν ἐπὶ τέλους δὲν τὸν εἶδε πλέον, καὶ βεβαιωθεῖσα ὅτι σκοπὸν δὲν εἶχε νὰ τὴν πλησιάσῃ, ἐξηκολούθησε τὴν πορείαν της ἡσύχως.

Ἐπλησίασεν ἀνεπαισθήτως εἰς τὸν βράχον τὸν παρὰ τῶν ὡραίων Ναυπλιΐδων καλούμενον «ἀκροτήριον τῆς καλῆς ἐλπίδος»· ἐκεῖ ἠσθάνθη ἀδυναμίαν εἰς τὰ γόνατά της, καὶ ἐκάθησεν ἐπὶ μιᾶς πέτρας ἀφήσασα στεναγμὸν, ὅστις ἐδείκνυεν ἐν ταὐτῷ τοῦ σώματος τὸν κόπον καὶ τὴν ἀθυμίαν τῆς καρδίας.

Ὁ οὐρανὸς ἦτον καθαρώτατος, καὶ ὁ ἥλιος εἶχε δύσει πρὸ ὀλίγου, ὀλίγα δὲ μόνον καὶ ἀραιὰ νέφη, ἅτινα πρό τινων στιγμῶν τοῦ δύοντος ἡλίου τὸν ἀσθενῆ δίσκον περιέζωνον, ἐφαίνοντο κατερυθριῶντα τότε ἀπὸ τὰς ἀκτίνας του, μεταδίδοντα τὸ χρυσοῦν αὑτῶν ἐρυθροῦν εἰς ὅλον τῆς δύσεως τὸν ὁρίζοντα, καὶ ἀντανακλῶντα ὡς εἰς καθαρὸν καθρέπτην ἐπὶ τῆς κειμένης παρὰ ταῖς ἀκταῖς τοῦ Ἀργολικοῦ κόλπου ἀταράχου θαλάσσης. Ἡ σελήνη, ἥτις περὶ τὴν συμπλήρωσίν της ἐπλησίαζεν, εἶχεν ἤδη ἀναφανῆ, ἀλλὰ τοῦ δύσαντος ἡλίου αἱ ἀκτῖνες διαρκοῦσαι εἰσέτι διεσκέδαζον τὸ γλυκὺ καὶ ἀμυδρὸν αὑτῆς φῶς, καὶ μόνον ὁ δίσκος αὐτῆς ἐφαίνετο. Οἱ νυκτερινοὶ τέττιγες ἤρξαντο νὰ ἐξυμνοῦν τῆς ἐαρινῆς ἑσπέρας τὴν ἔλευσιν, καὶ ἡ φύσις ὅλη ἐμειδία πέριξ τοῦ ἀκροτηρίου τούτου τῆς καλῆς ἐλπίδος, ὅπου ἡ ὠχρὰ τῆς Ἀργολίδος νύμφη τὰ δυστυχήματά της ὅλα ἀνεπόλει κλαίουσα, καὶ σπογγίζουσα τὰ δάκρυά της θλιβερῶς.

Αἴφνης ἀπὸ τὸ βάθος τῶν βράχων τοῦ ἀκροτηρίου ἐξέρχεται βραδεία καὶ ψυχρὰ φωνὴ, ἥτις ἀποσπᾷ ἀμέσως τὴν Ἑλένην ἀπὸ τοὺς στεναγμούς της καὶ τῆς φαντασίας της τὰς εἰκόνας· «ἀθλία! ἔλεγεν αὕτη ἡ φωνὴ, ἐγκατέλιπες πατέρα μέχρι λατρείας ἀγαπόντα σε, καὶ ὁ πατήρ σου ἤδη μανιώδης καὶ παράφρων κρούει τοῦ ᾅδου τὰς πύλας παλαίων μὲ τὸν θάνατον· τυφλῶς καὶ ἀφρόνως τὸν ἀποτρόπαιον ἐραστήν σου ἠκολούθησας, καὶ τῆς καρδίας σου ἡ ζωή, ὡς τὸν ἐκάλεις, εἰς τὰς ἀγκάλας ἄλλης τὴν στιγμὴν ταύτην τὴν ζωὴν ἀπολαμβάνει· ἄφρων! ἀπέβαλες καὶ κατεφρόνησες μετὰ πικρίας καὶ σκληρότητος τὸν ἀγαπόντα σε ἀληθῶς, ἐκεῖνον τοῦ ὁποίου ἡ λατρεία θέλει μαρανθῆ ὁπόταν μαρανθῆ καὶ ἡ ζωή του· δυστυχής! θρήνει, θρήνει! τὰ δάκρυά σου δὲν ἀρκοῦν ἀκόμη νὰ σὲ καθησυχάσωσιν». Ἐγείρεται μ' ὁρμὴν ἀπὸ τὴν πέτραν ἡ Ἑλένη, καὶ ὅλη ἔντρομος στρέφεται πρὸς τὸ μέρος, ὅθεν ἡ φωνὴ ἐξῆλθε, τίποτε ὅμως πλέον δὲν ἠκούετο, οὐδ' ἐφαίνετο τὶ διόλου, παρετήρησε μόνον μακρὰν, μετὰ ταραχῆς καὶ φόβου, κατὰ τὴν ἄγουσαν πρὸς τὴν Πρόνοιαν ὁδὸν, τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὅστις εἰς τὴν ὁδὸν τῆς Ἄριας τὴν παρηκολούθη, βαδίζοντα σύννουν καὶ μὲ βῆμα βραδὺ πρὸς τὴν πόλιν τῆς Προνοίας· ὤ! οὔτε νὰ θρηνήσῃ οὐδὲ νὰ στενάξῃ ἠδύνατο πλέον, τὸ πρόσωπόν της κατωχρίασε καὶ ἐξηγριώθη· καὶ μὲ τρέμοντα χείλη τρέχουσα δρομαίως, ἔφθασεν ἀσθμαίνουσα εἰς τὴν πόλιν, εἰσηλθεν εἰς τὴν οἰκίαν αὑτῆς, καὶ ἐῤῥίφθη πάραυτα ἐπὶ τῆς κλίνης ὅπου ἐμεινεν ἡμιθανής.

Τώρα μὲν ἡμίγυμνος ὠχρὸς καὶ ἐξηγριωμένος ἐπαρουσιάζετο ὁ πατήρ της καθ' ὅλην τὴν νύκτα ἐν τῇ φαντασίᾳ της, θέλων ἐπὶ τοῦ τείχους τὴν κεφαλήν του νὰ συντρίψῃ ἢ νὰ ῥιφθῇ ἐκ τοῦ σιδηροπλέκτου τῆς φυλακῆς του παραθύρου. Τώρα δὲ γλυκὺς καὶ χαρίης, μὲ τὰ ἡδύτερα τῆς φιλοστοργίας ὀνόματα τὴν ἔκραζε, καὶ τὴν ἐκάλει νὰ πλησιάσῃ πρὸς αὐτὸν διὰ νὰ τὴν ἀσπασθῇ. Τοῦ πατρός της ἡ εἰκὼν παρήρχετο, καὶ ἐνόμιζεν ὅτι εὑρίσκετο ἐν τῷ συδένδρῳ τοῦ Ἄργους κήπῳ· ἐκεῖ κατέθλιβε τὸν Χαρίλαον εἰς τὰς ἀγκάλας της καὶ ἠσθάνετο τὰ φιλήματα αὐτοῦ καταφλέγοντα τὰς παρειάς της. Ἀπὸ τοιαῦτα ἐταράττετο ἀλλεπάλληλα ἐνύπνια, ὁπόταν ἐπὶ τέλους περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐνῷ ἐν τῷ κήπῳ τοῦ Ἄργους τὸν Χαρίλαον ἐνόμιζεν ὅτι εἰς τὰς ἀγκάλας της ἐκράτει, αἴφνης δὲν τὸν ἔχει πλέον, καὶ βλέπει ἐρχόμενον πρὸς αὐτὴν μὲ βῆμα βραδὺ καὶ ἀτάραχον τὸν ἄνθρωπον τοῦ βράχου, τὸν φέροντα τὸν μέλανα ἐκεῖνον πέπλον, καὶ μετ' ὀλίγον αἰσθάνεται ὅτι ἡ χεὶρ αὑτοῦ, ταθεῖσα μακρόθεν, τὴν λαμβάνει ἀπὸ τὸν λαιμὸν καὶ μὲ τὴν δυναμίν της ὅλην τὴν καταθλίβει διὰ νὰ τὴν πνίξῃ· ταραχθεῖσα τότε ὁλόκληρος ἐπὶ τῆς κλίνης της, καὶ φωνάξασα καθ' ὕπνον ἐξύπνησεν· ἐζήτησεν ἐξυπνήσασα παρ' αὑτῇ τὸν Χαρίλαόν της διὰ νὰ τὴν καθησυχάσῃ, ἀλλὰ τίποτε δὲν εἶδε· τὸ μεσονύκτιον ἐπλησίαζεν ἤδη νὰ παρέλθῃ καὶ ὁ Χαρίλαος δὲν εἶχεν εἰσέλθη ἀκόμη εἰς τὴν οἰκίαν του· εὑρέθη τότε ἐντὸς τοῦ κοιτῶνός της μεμονωμένη, ἠγέρθη τῆς κλίνης, καὶ πλησιάσασα πρὸς τὴν εἰκόνα τῆς Παναγίας ἱσταμένη ἐν τῇ γωνίᾳ τοῦ θαλάμου, ἐπροσευχήθη ὑπὲρ τοῦ πατρός της, τὸν ὁποῖον ἐμελέτα μετὰ παρέλευσιν τοσούτου καιροῦ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν ἐπιοῦσαν, ἀποφασίσασα τὸ πᾶν νὰ ῥιψοκινδυνεύσῃ ὅπως εἰσχωρήσῃ μέχρι τοῦ θαλάμου του· ἐπανελθοῦσα ἔπειτα εἰς τὴν κλίνην της ἀπεκοιμήθη.

Τῶν κωδώνων τῶν ἐκκλησιῶν ὅλων τοῦ Ναυπλίου καὶ τῆς Προνοίας ὁ ἦχος, ἀντηχῶν ἀπὸ πρωΐας πανταχόθεν, ἐξύπνησε τὴν Ἑλένην περὶ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου. Δὲν ἦτον λειτουργίας καὶ πανηγύρεων ἦχος, ὁ ἦχος οὗτος ἠκούετο θλιβερὸς, βραδὺς, καὶ διακεκομμένος· μελαγχολικὴ καὶ σοβαρὰ ἐγερθεῖσα τῆς κλίνης ἡ Ἑλένη ἐκάθησε τοῦ παραθύρου της πλησίον, καὶ ἐνεδύετο βοηθουμένη παρὰ τῆς θεραπαινίδος της, ἐπὶ σκοπῷ τοῦ νὰ ὑπάγῃ πρὸς ἐπίσκεψιν τοῦ πατρὸς αὑτῆς.

- Ὁ δυστυχὴς πατήρ μου, ἔλεγε καθ' ἑαυτὴν ἐνδυομένη, ἂν ἡ ἀγρία τοῦ βράχου φωνὴ ᾖναι ἀληθὴς ἂν πάσχῃ ὁ πατήρ μου! ὤ! ἂς ὑπάγω κι' ἐγὼ πλησίον του, καὶ ἂν ἀποθάνῃ, ἂς ἀποθάνω μετ' αὐτοῦ κι' ἐγώ, ἂς ἀποθάνω, εἶμαι εἰς τὸν κόσμον ἄχρηστος ὁπόταν οὐδεὶς πλέον μ' ἀγαπᾷ, οὐδὲ μὲ λυπεῖται· ἂν ἀπέθνησκον ἐγώ, ἤθελε μετ' ὀλίγον ἀποθάνει ὁ πατήρ μου ἀπὸ θλίψιν, διατί λοιπὸν ἤδη νὰ μὴ συναποθάνω καὶ ἐγὼ μαζή του;

Ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἀκόμη ἐνδυθῆ ὁλοτελῶς ὁπόταν ἀκούῃ αἴφνης ὕμνους ἐκκλησιαστικοὺς καὶ μελωδίας· στρέφει τὴν κεφαλὴν πρὸς τὴν θυρίδα καὶ βλέπει πληθὺν κόσμου, καὶ ἱερεῖς ἐνδεδυμένους, καὶ τὸν Ἀρχιερέα χρυσοστόλιστον, καὶ λαμπάδας καὶ ψάλτας· ἐκλαμβάνει ὅλα ταῦτα κατὰ πρῶτον λιτανείαν, ἀλλὰ μετ' ὀλίγον παρατηρεῖ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ πλήθους καὶ νεκρὸν ἐπὶ κραββάτου παρὰ τεσσάρων τῆς συνοδίας ἀνθρώπων φερομένου.

- Τί λείψανον εἶναι τοῦτο; ἐρωτᾷ μὲ τεταραγμένην καρδίαν γείτωνά τινα ἐκ τοῦ παραθύρου ὠσαύτως θεωροῦσα τὴν τελετήν.

- Εἶναι τὸ λείψανον, λέγει αὔτη, τοῦ δυστυχοῦς Φωτινοπούλου ἀποθανόντος χθές.

Οἱ ὀφθαλμοὶ της ἐσκοτίσθησαν τότε, ἀλλὰ πρὶν ἀκόμη ἀπὸ τοῦ σκότους τὸ κράτος ὁλοτελῶς καταληφθῶσι, παρετήρησε τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον τῆς ἀγούσης πρὸς τὴν Ἄριαν ὁδοῦ, κεκαλυμμένον πάντοτε μὲ τὸν αὐτὸν μέλανα μανδύαν, καὶ βαδίζοντα πλησίον τοῦ νεκροκραββάτου μὲ κύπτουσαν τὴν κεφαλήν. Ἡ θέα τούτου κατεκλόνησεν σφοδρῶς τὴν κεφαλήν της, καὶ κατωχριάσασα ἀμέσως ὡς νεκρὰ ἄφησεν ὀξείαν καὶ ἄναρθρον φωνὴν καὶ ἔπεσεν ἐν λειποθυμίᾳ.

Δ΄.

Ἐνδεδυμένη μαῦρα ὡς καλογραία, καὶ κάτωχρος ὡς ἀσθενὴς καταβιβρωσκομένη ἀπὸ φθίσιν, ἐν τῇ οἰκίᾳ της μόνη ἀπὸ πρωΐας μέχρις ἑσπέρας εὑρίσκετο καὶ τὴν νύκτα ὅλην ἔμενεν ἄγρυπνος, θρηνοῦσα τὸν θάνατον τοῦ πατρός της καὶ τοῦ συζύγου της τὴν ἀστασίαν. Ἓξ μῆνες εἶχον παρέλθη ἀφότου τοῦ πατρός της τὸ λείψανον διῆλθεν ἐκ τῶν παραθύρων της, καὶ τὸ πελιδνὸν καὶ ἄψυχον πρόσωπόν του ἐπαρουσιάζετο ἀενάως εἰς τὴν μνήμην της τὸ συνειδὸς αὑτῆς καταβασανίζων˙ ὁσάκις δ' ἀνεκάλει ἐν τῇ φαντασίᾳ της τὸν ἄγριον ἐκεῖνον μὲ τὸν μέλανα μανδύαν ἄνθρωπον βαδίζοντα πλησίον τοῦ νεκροκραββάτου, ἔτρεμεν ὁλόκληρος καὶ ἐφώναζεν ὡς μανιώδης. Τὸν Χαρίλαον τὸν ὁποῖον νὰ βλέπῃ αἰωνίως ἐνώπιόν της ἤθελε, καὶ τὸν ὁποῖον ἄλλοτε μίαν κἂν ὥραν νὰ ἀπομακρυνθῇ δὲν συγκατετίθετο, οὐδὲ τρεῖς ὥρας πλέον τὴν ἡμέραν ἔβλεπε, καὶ ὁσάκις οὗτος ἤρχετο εἰς τὴν οἰκίαν, ἔμενε σύννους καὶ ψυχρὸς, χωρὶς νὰ παρατηρῇ παντάπασι τὰ δάκρυα καὶ τὴν ὀδυνηρὰν τῆς ταλαιπώρου συζύγου του ἀσθένειαν. Οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ἀθλίας Ἑλένης εἶχον καταντήσει πηγὴ ἀνεξάντλητος δακρύων· θρηνοῦσα ἡ δυστυχὴς ἀδιακόπως ἐζήτει νὰ διαῤῥήξῃ τὴν καρδίαν της διὰ τῆς θλίψεως, ὅπως ἀπαλλαγῇ πλέον μιᾶς ζωῆς ἥτις τοσοῦτον ἀφόρητος δι' αὐτὴν εἶχε καταντήσει.

- Ὤ! Ἰδοὺ, ἰδοὺ τὴν κρατῶ εἰς τὰς χεῖράς μου σφικτὰ, σφικτὰ τὴν κρατῶ, λέγει μίαν ἡμέραν φέρουσα μικράν τινα ἀνώνυμον ἐπιστολὴν εἰς τὰ χεῖρας καὶ γελῶσα. Ἀλλ' ὁ γέλως της οὗτος ἦτον γέλως τρομερὸς, καὶ τὸ ποτὲ χαρίεν καὶ ὡραῖον πρόσωπόν της ἤθελε τὴν ὥραν ἐκείνην προξενήσει φρίκην. Ἔμαθα, λέγει, τὸ μυστήριον, τί μὲ μέλλει ἀπὸ ποῖον; ὤ! τὸ γνωρίζω τώρα! Χαμερπέστατε Χαρίλαε, ἔπρεπε νὰ σ' ἀποστραφῶ ἤδη καὶ νὰ σὲ βδελυχθῶ, ἀλλ' ὄχι! σ' ἀγαπῶ ἀκόμη, καὶ τοῦ ἔρωτός μου ἡ σταθερότης θέλει σὲ τιμωρήσει, θέλει πλειότερον σὲ τιμωρήσει παρὰ τὴν μεταβολήν μου· τὴν μεταβολήν μου! τί λέγω; ἡ μεταβολή μου ἤθελε τὸν χαροποιήσει .

Ἀνοίγει τὴν ἐπιστολὴν ἐκ νέου, τὴν ἀναγινώσκει πάλιν μὲ χείλη τρέμοντα, καὶ τὸ κάτωχρον πρόσωπόν της κατερυθρίασε μίαν στιγμὴν ὡς ῥόδον ἀπὸ τὴν ὀργήν της.

«Εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ναυπλίου, περιεῖχεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη, κατὰ τὴν ὁδὸν τοῦ Μιαούλη, εἰς τὸ πρῶτον πάτωμα τῆς οἰκίας ἥτις φέρει τὸν δεύτερον ἀριθμὸν, διέρχεται τῆς νυκτὸς τὰς ὥρας ὅλας ὁ σύζυγός σου, εἰς τὰς ἀγκάλας ὑπάνδρου καὶ ὡραίας νέας· τῆς νέας αὐτῆς ὁ σύζυγος εἶναι ἀπὼν, καὶ ἡ ἀπόκρυφος αὕτη συνέντευξις γίνεται περὶ τὸ μεσονύκτιον, καθ' ἣν ὥραν οἱ συγγενεῖς καὶ οἱ ἐν τῇ οἰκίᾳ ὑπηρέται εἰσὶν ὅλοι παραδεδομένοι εἰς τὸν ὕπνον˙ αἱ θύραι ἅπασαι διὰ κλείθρων καὶ σιδήρων διπλῶν εἶναι κεκλεισμέναι, καὶ ὁ σύζυγός σου εἰσέρχεται διὰ μικράς τινος ἀποκρύφου θύρας εἰς αὐτὸν μόνον καὶ τὴν ἐρωμένην του γνωστῆς· ἂν τὴν εἴδησιν ταύτην δὲν πιστεύῃς, δύνασαι νὰ ἔλθῃς ἡ ἰδία, νὰ ἴδῃς δι' ἰδίων ὀφθαλμῶν ὅ,τι ἀναγινώσκεις ἤδη· περὶ τὸ μεσονύκτιον δύνασαι νὰ πλησιάσῃς πρὸς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς οἰκίας, ἐκεῖ πρὸς τὴν ἀριστερὴν γωνίαν θέλεις ἰδεῖ τὴν ἀνωτέρω θύραν, θέλεις τὴν ἰδεῖ, καθότι ὁ γράφων σε τὴν ἐπιστολὴν ταύτην θέλει φροντίσει ν' ἀποσύρῃ ἐκεῖθεν πᾶν ὅ,τι τὴν κρατεῖ ἀόρατον· δι' αὐτῆς ἀφοῦ ἡσύχως τὴν ὠθήσῃς δύνασαι νὰ εἰσέλθῃς εἰς ὅλης τῆς οἰκίας ταύτης τὰ ἐνδότερα.»

- Ὤ! θέλω τὸν ἰδεῖ, θέλω τὸν ἰδεῖ βεβαίως, λέγει πάλιν μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῆς ἐπιστολῆς, θέλω ἰδῆ ἂν ἀγαπᾷ καὶ αὐτὴν ὡς καὶ ἐμὲ ἄλλοτε ἠγάπα, ἂν καὶ αὐτὴν φιλῇ ὡς μ' ἐφίλει εἰς τοῦ Ἄργους τὸν κῆπον· θέλω ἰδεῖ ἂν καὶ αὐτῆς ἡ καρδία ἀπεπλανήθη ὡς ἡ ἐδική μου, καὶ ἂς ἀποθάνω τότε, ναὶ, πρέπει ν' ἀποθάνω, καθότι δὲν εἶμαι πλέον δι' αὐτὸν ἄλλο, εἰμὴ πρόσκομμα εἰς τοῦ βίου του τὸ στάδιον.

Βροχὴ ῥαγδαιοτάτη ἔπιπτε πρὸ τριῶν ὡρῶν καθ' ὅλον τοῦ Ναυπλίου καὶ τῆς Προνοίας τὸ μέρος˙ σκότος περιεκάλυπτε τὸν ὁρίζοντα ὁλόκληρον, καὶ εἰς τοῦ οὐρανοῦ τὰς ἀκρωρείας ἐφαίνοντο πανταχόθεν ἀστραπαὶ συνεχεῖς ἀπὸ κεραυνοφόρους βροντὰς παρακολουθούμεναι. Τὸ ὡρολόγιον τοῦ Ἰτζκαλέ ἐσήμανε τὴν ὀγδόην ὥραν καὶ μετ' ὀλίγα λεπτὰ ἡ πύλη τοῦ φρουρίου ἔμελλε νὰ κλείσῃ. Μὲ λεπτὸν γυναικεῖον πέπλον, καὶ μὲ διαφανὲς μανδύλιον τὴν κεφαλήν της ἔχουσα κεκαλυμμένην, ἐξῆλθεν ἡ Ἑλένη τῆς οἰκίας της, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τοῦ σκότους καὶ τῶν ῥεόντων ἐπὶ τῶν ὁδῶν τῆς Προνοίας ὑδάτων ἐβάδιζε πρὸς τὴν πύλην τῆς ξηρᾶς. Βροχὴν, κεραυνοὺς, χειμάῤῥους τίποτε δὲν ἐφοβεῖτο, οὐδὲ νὰ τὴν ἐμποδίσῃ ἢ ἀποδειλιάσῃ τίποτε ἠδύνατο, ἡ πύλη τοῦ φρουρίου ἔκλειε, καὶ πρὶν ἢ κλείσῃ ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὸ Ναύπλιον, ἔπρεπε νὰ εἰσέλθῃ διὰ νὰ περιμένῃ ἐντὸς τῆς πόλεως τὸ μεσονύκτιον. Οὐδὲν ἀνθρώπινον ὂν τὴν ὥραν ἐκείνην εὑρίσκετο εἰς τὰς ὀδούς· μόνη ἡ Ἑλένη ἔτρεχε, πίπτουσα καθ' ἑκάστην ποτὲ μὲν εἰς τὸν βόρβορον τῶν ὑδάτων, ποτὲ δ' ἐπὶ λίθων οἵτινες κατέσχιζον καὶ καταιμάτωνον τὸ πρόσωπόν της καὶ τὰς χεῖρας, ὁ δὲ σκοπὸς τῆς πύλης ἰδὼν αὐτὴν μόνην, μὲ καιρὸν τοιοῦτον, καὶ εἰς τοιαύτην στάσιν οὖσαν ἐξεπλάγη, καὶ ῥοπή τις τὸν ὤθησε κατ' ἀρχὰς εἰς τὸ νὰ τὴν κρατήσῃ, ἀλλ' ἕως οὗ συλλογισθῆ ὀλίγον, ἡ Ἑλένη δὲν ἦτον ἐνώπιόν του πλέον, καθὸ διελθοῦσα πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὡς ἀστραπή. Προχωρήσασα ἐντὸς τῆς πόλεως βεβρεγμένη μέχρι τοῦ χιτῶνος της αὐτοῦ, καὶ μὲ πρόσωπον καταιματωμένον, ἀπήντησεν ἐρείπιόν τι, ὅπου ἔμεινεν ὑπὸ ἕνα θόλον, ἀναμένουσα τὴν ὀλεθρίαν τοῦ μεσονυκτίου ὥραν καὶ τρέμουσα ὁλόκληρος ἀπὸ τὸ ψύχος.

-Τὶ ὡραῖον πρόσωπον! τί στήθη χιονόλευκα! ὁποία εὐδαιμονία, ὁποία εὔοσμος πνοὴ ἀπὸ τὸ ἀγγελικὸν στόμα σου ἐξέρχεται! λέγει ὁ Χαρίλαος, εἰς τὰς ἀγκάλας ξανθοπλοκάμου καὶ λευκοτάτης νέας εὑρισκόμενος, ἐντὸς στενωτάτου τινὸς θαλάμου, φωτιζομένου ἀπὸ τὸ λυκαυγὲς μικρᾶς λυχνίας· ὤ! ὁμίλει! ἐπαναλαμβάνει, δὲν εἶσαι ἤδη εὐδαιμονεστέρα παρ' ὁπόταν κρατῇς εἰς τὰς ἀγκάλας σου τὸν σύζυγόν σου; δύνανταί ποτὲ οἱ σύζυγοι ὡς οἱ ἐρασταὶ νὰ ἀγαπῶνται; ἡ ζωή των εἶναι μονότονος, αἱ ὑποχρεώσεις των εἶναι καταθλιπτικαὶ καὶ ἀηδεῖς, καὶ τὰ θέλγητρα τῶν πρώτων τοῦ γάμου των ἡμερῶν ὡς ἐνύπνια παρέρχονται· οἱ ἐρασταὶ αἰώνας πολλοὺς νὰ συζῶσι δὲν βαρύνονται οὐδ' ἀηδιάζουν· εἰπέ με, δὲν μ' ἀγαπᾷς ὅπως σ' ἀγαπῶ κι' ἐγώ;

Καὶ πλησιάζων τὰ χείλη του εἰς τοὺς μέλανας ὀφθαλμούς της τὴν κατεφίλει.

Ἀλλ' αἴφνης ψόφος ἀκούεται ἐπὶ τῆς θύρας· ἡ νέα Μελπομένη ἐταράχθη ὀλίγον, πλὴν ὁ Χαρίλαος ἐπροσπάθη νὰ τὴν καθησυχάσῃ.

- Τί φοβεῖσαι; τῇ λέγει, δὲν εἶμ' ἐγὼ πλησίον σου; τὴν ὥραν αὐτὴν τίς τολμᾷ μέχρι τοῦ θαλάμου σου νὰ εἰσχωρήσῃ; ἔπειτα τίς ἄλλος τὴν ἀπόκρυφον εἴσοδον γνωρίζει;

Καὶ κύπτων πάλιν τὴν ἐφίλει εἰς τὰς παρειάς.

Μετ' οὐ πολὺ ἡ ταραχὴ τῆς Μελπομένης ἐπαυξάνει, καὶ φωνὴ ὀξεῖα ἐξῆλθε τοῦ στόματός της.

- Τί εἶναι, κράζει ὁ Χαρίλαος.

Στραφεὶς δὲ πρὸς τὴν θύραν βλέπει ἄνθρωπον μελανοφόρον καὶ μ' αἱματηρὰς κηλίδας εἰς τὸ πρόσωπον.

- Ἀθλία! ἐλησμόνησες τὸν σύζυγόν σου, παρέβης τὰ ἱερὰ καθήκοντα τῆς συζυγίας, καὶ παρεσύρθης εἰς τὴν διαφθορὰν ἀπὸ τὸν δυστυχῆ αὐτὸν, ὅστις καὶ σὲ θέλει παραιτήσει μετ' ὀλίγον εἰς τὴν ἀθλιότητα.

- Θεέ! φωνάζει ὁ Χαρίλαος ἐκπεπληγμένος, ἡ φωνὴ τῆς Ἑλένης! ἡ Ἑλένη ἐδώ! καὶ ἀποσπασθεὶς ἀμέσως ἀπὸ τῆς νέας του ἐρωμένης τὰς ἀγκάλας ἔδραμε πρὸς τὴν σύζυγόν του.

- Μακρὰν, λέγει αὕτη μὲ φωνὴν ἀγρίαν, μὴ μὲ πλησιάζεις, ὤ! ἡ σύζυγός σου εἶναι ἀηδὴς διὰ σὲ πλέον! ἀγνώμων! μ' ἀφήρπασας ἀπὸ τὸν οἶκόν μου, ἀπὸ τοὺς γονεῖς μου, ὠδήγησας τὴν μιαιφόνον χεῖρά μου διὰ νὰ φέρῃ τὸν θάνατον εἰς τὸν πατέρα μου! τὸν δυστυχῆ πατέρα μου! καὶ τώρα δὲν ἀρκεῖ μόνον ὅτι μ' ἐγκατέλιπες, δὲν ἀρκεῖ ὅτι τὰς ἱερωτέρας ὑποσχέσεις σου παρέβης, ἀλλὰ καὶ μ' ἐξυβρίζεις ἀκόμη, καὶ λέγεις ὅτι μὲ ἀηδιάζεις, ἰδοῦ λοιπὸν ἦλθον ἀπὸ τὴν ἀηδίαν αὐτὴν νὰ σ' ἀπαλλάξω, καὶ τοῦ λοιποῦ δύνασαι ἐλευθέρως καὶ ἄλλας εὐπίστους καρδίας νὰ ἐξαπατήσῃς.

Ἡ ὀδυνηρὰ τῆς Ἑλένης θέα, αἱ δίκαιαι καὶ τραχεῖαι ἐπιπλήξεις της, οἱ ἀπειλητικοί της λόγοι ἤρχισαν ν' ἀνακινῶσι τὸ συνειδὸς τοῦ Χαριλάου, καὶ εἰς τὴν ἄστατον καὶ εὐμετάβλητον καρδίαν του νὰ ἐπαναφέρωσι τὸν πρὸς αὐτὴν ἔρωτα. Καθ' ὅσον δ' ἐπαρατήρει ἐνώπιον αὐτοῦ τὴν δυστυχῆ σύζυγόν του, ὠχρὰν καὶ γέμουσαν πληγῶν καὶ αἱματηρῶν κηλίδων, κατὰ τοσοῦτον ὁ ἔρως οὗτος ἐπανήρχετο εἰς τρόπον ὥστε ἐλησμόνησεν ὁ ἄθλιος τὴν Μελπομένην ἥτις ἔκειτο ἄνευ αἰσθήσεως πλησίον του, καὶ ἐνησχολεῖτο τίνι τρόπῳ τὴν Ἑλένην νὰ καταπραΰνῃ.

- Ἑλένη ἔχεις δίκαιον, τῇ λέγει, εἶναι δικαία ἡ ὀργή σου, ἄκουσόν με μίαν στιγμὴν, σ' ὀμνύω εἰς πᾶν ὅ,τι ἔχεις ἱερόν.

- Μὴ μ' ἐγγίζῃς, φωνάζει πάλιν ἡ Ἑλένη βλέπουσα αὐτὸν καὶ αὖθις πλησιάζοντα, πᾶν ὅ,τι ἔχω ἱερόν! καὶ μ' ἄφησες ἱερόν τι νὰ ἔχω; ὤ! τίποτε, τίποτε δὲν ἔχω πλέον εἰς τὸν κόσμον καὶ τὴν κακοῦργον αὐτὴν ψυχήν μου θέλω παραδώσει μετ' ὀλίγον εἰς τὴν θείαν δίκην· ἄστατε! ἄνθρωπε χωρὶς συνείδησιν, λησμόνησες ἀκόμη καὶ ἐκείνην εἰς τὰς ἀγκάλας τῆς ὁποίας ἀπελάμβανες πρό τινων λεπτῶν τὴν εὐδαιμονίαν! στρέψον καὶ ἰδέ την εἰς τοὺς πόδας σου κειμένην ἄψυχον· μακρὰν, μακρὰν ἀπ' ἐμέ! αἱ ὑποχρεώσεις τῶν συζύγων εἶναι καταθλιπτικαὶ, τὰ θέλγητρα τῶν πρώτων τοῦ γάμου των ἡμερῶν ὡς ἐνύπνιον παρέρχονται· καὶ λαβοῦσα ἐκ τοῦ κόλπου της μικρὸν ὑάλινον ἀγγεῖον τὸ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη, καὶ κατέπιε μὲ ζωηρότητα καὶ ταραχὴν ἐρυθροῦν τι ῥευστὸν εὑρισκόμενον ἐν αὐτῷ. Εἶσ' ἐλεύθερος τώρα, λέγει ἔπειτα ῥίψασα τὴν φιάλην καταγὴς.

- Ἑλένη! Οὐρανέ! τί ἔκαμες Ἑλένη! κράζει ὁ Χαρίλαος.

- Ὅ,τι ἔπρεπε νὰ κάμῳ, λέγει αὕτη· καὶ μετ' ὀλίγον τὸ πρόσωπόν της κατέστη ἐρυθροῦν, οἱ χεῖρες καὶ τὰ γόνατά της ἤρξαντο νὰ τρέμωσι, καὶ πίπτει ἐπὶ τοῦ ἐδάφους σπαράττουσα καὶ λέγουσα μὲ φωνὴν διακεκομμένην· ἡ ζω…ή των εἶ…ναι… μονό..το.. νος, αἱ ὑπο.. χρεώ…σεις των κατα… θλι… πτι… καὶ … καὶ ἀ… η… δεῖς.

Ὁ Χαρίλαος ἠσθάνθη τοσοῦτον τὸ πνεῦμά του τεταραγμένον ὥστ' ἐστρέφετο κύκλῳ τοῦ θαλάμου ὡς παράφρων. Αἴφνης ἡ θύρα ἀνοίγει καὶ φαίνεται ἄνθρωπος κεκαλυμμένος μὲ μανδύαν μέλανα· ἅμα τὸν εἶδεν ὁ Χαρίλαος ἔμεινεν ἀκίνητος ἐν τῷ μέσῳ τοῦ θαλάμου.

- Οὐρανέ! ὁ Χαριτιάδης! λέγει ἔπειτα μὲ πνιγηρὰν φωνήν.

- Ναί, ὁ Χαριτιάδης ἀποκρίνεται οὗτος ὁ τὸν μέλανα μανδύαν φέρων ἄνθρωπος, ὅστις προχωρήσας ἐστάθη ἀπέναντι τοῦ Χαριλάου. Κακοῦργε ἐπαναλαμβάνει ἔπειτα, μ' ἀφήρπασας τὴν μεμνηστευμένην μου, ἔῤῥιψας εἰς τὸν τάφον τὸν δυστυχῆ πατέρα της, καὶ ἦλθες ἤδη ν' ἀτιμάσῃς καὶ τὴν ἀδελφήν μου!

- Τὴν ἀδελφήν σου! κράζει ὁ Χαρίλαος ἐκπεπληγμένος.

Ναὶ τὴν ἀδελφήν μου! καὶ ἠδυνάμην ἤδη τὰ κακουργήματά σου ταῦτα πάραυτα νὰ τιμωρήσω, ἀλλὰ δὲν πράττω κακουργήματα ἐγὼ, δὲν ἀγαπῶ τὰς δολοφονίας· λάβε λοιπὸν τὸ ξίφος τοῦτο καὶ προφυλάχθητι! τὴν ὥραν ταύτην ἢ σὺ, ἢ ἐγὼ, ἢ ἀμφότεροι πρέπει ν' ἀποθάνωμεν.

Ὁ Χαρίλαος δὲν εἶχε πλέον λογικὸν, ἔλαβε μ' ὁρμὴν τὸ παρουσιαζόμενον αὐτῷ ξίφος, καὶ ῥιφθεὶς ὡς μανιώδης κατὰ τοῦ Χαριτιάδου, πρὶν ἢ οὗτος λάβῃ καιρὸν νὰ ὑπερασπισθῇ, τὸ διεπέρασεν εἰς τὴν καρδίαν του· ὅλως δὲ παράφρων περιελθὼν ἔπειτα τὸν θάλαμον ἔπεσεν ἀπὸ μιᾶς θυρίδος τὴν ὁποίαν ἀνοικτὴν ἀπήντησεν.

- Ἑλένη! νὰ πλησιάσω τώρα κοντά σου; δὲν εἶναι πλέον φόβος, λέγει ὁ Χαριτιάδης κυλιόμενος εἰς τὰ αἵματα καὶ πλησίον κείμενος τῆς Ἑλένης.

- Θεέ! φωνάζει ἡ Ἑλένη ἥτις ἀνεκάλεσε τότε διὰ τελευταίαν φορὰν τὰς δυνάμεις της, ὁ Γεώργιος! εἶσαι σὺ Γεώργιε! σύ εἶσαι τὸ φάντασμα αὐτὸ τῶν βράχων τῆς καλῆς Ἐλπίδος! φύγε, φύγε, μὲ φέρεις ἀκόμη φρίκην!

Ἡ δυνατὴ αὕτη φωνὴ ἐξήντλησε τὰς δυνάμεις της ὁλοτελῶς, καὶ ἀφῄρεσε διόλου τὴν πνοήν της.

Τὸ πρωῒ τὸ πτῶμά της εὑρέθη πλησίον τοῦ πτώματος τοῦ Χαριτιάδου, ὅστις εἶχε παραδώσει τὴν ψυχήν του εἰς τὰ χείλη της.