ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δημητρακόπουλος, Πολύβιος

«Το Γαρούφαλλο»
(απόσπασμα)

Α΄

Τρεῖς φιλενάδες ἦσαν μιὰ φορὰ
κ' ᾑ τρεῖς τους σὰν τὰ κρύα τὰ νερά,
ὤμορφες, στὸ κορμὶ καλοφτιασμένες
κι' ἐδῶ καὶ τρία χρόνια παντρεμμένες·
μὰ πρέπει νὰν τὸ πῶ γιὰ εὔσημό τους
τὸ πῶς δὲν εἶχαν ἄλλονε καϋμό τους,
μὰ ν' ἀγαποῦν τοὺς ἄντρες τους μονάχα
Μπορεῖ νὰ πῆτε!−Ἦταν λάθος τάχα;
Ξέρω κι' ἐγώ, βρὲ γυιέ μου; ἡ τιμὴς
εἶνε λιγάκι ζήτημα στιμῆς,
κι' ὅσους ἀκούσῃς νὰ τὴ λένε μόνιμη,
δὲν εἶν' ἡ σκέψι τους καθόλου φρόνιμη,
καὶ δὲν ἀκοῦνε τέτοιες θεωρίες'
μαδὲ τ' ἀρσενικά, μαδὲ ᾑ κυρίες,
Γιατὶ ἄν σοὔρθ' ἡ σβέλλα γιὰ ἀτιμία,
δὲ σὲ γλυττώνει δύναμι καμμία·
μπαρώσου μὲ τρακόσους σοῦρτες, δέσου,
ἐκειὸ ποῦ σὺ δὲν τό καμες ποτέ σου,
κι' ἄν ἄκουγες γι' αὐτὸ κανεὶς νὰ μίλαγε,
ἔλεγες μέσα σου καὶ «θέ μου φύλαγε!»
σοῦ 'ρχεται τοῦ διαόλου ἡ κατάρα,
δίνεις κλωτσὰ σὲ σούρτη καὶ ἀμπάρα,
κι' αἰστάνεσ' ἀπολέμητο καϋμό,
νὰ μπῇς στὴν ἁμαρτία ὡς τὸ λαιμό…..
Μὰ τσὴ φιλοσοφίες τί τσὴ θέλω
γιὰ τοῦτο τῶν ἀνθρώπω τὸ τσερβέλλο,
τόμου ᾑ πράξες τους κ' ᾑ προκοπές τους
εἶνε φιλοσοφίες μοναχές τους.

Κ' ᾑ τρεῖς τους τὸ λοιπὸ ᾑ φιλενάδες,
ποῦ ἤσανε γιομάτες νοστιμάδες
καὶ μὲ τὰ ροδογάλατα πλασμένες,
ἀπ' τὸν καιρὸ ποῦ ἦσαν παντρεμμένες
οὕλη τὴ μέρα πέρναγαν μαζί·
καὶ μόνο ἐπειδὴς ἔπρεπε νὰ ζῇ
ἡ κάθε μιὰ καὶ στὸ δικό της οἶκο
καὶ μὲ τὸν ἄντρα τση κατὰ καθῆκο
−τοῦτο τὸ δίκῃο πειὰ τ' ἀναγνωρίζανε,−
τὸ βράδυ ἐφιλιοῦνταν καὶ χωρίζανε,
ὡς ποῦ νὰ ξημερώσῃ τὸ πρωΐ,
νὰ ξαναρχίσ' ἡ ἴδια ἡ ζωή.
Θὰ πῆτε: −Καὶ περνούσανε ὡραῖα
σ' ἐκειὰ τὴν ἀτελείωτη παρέα;
Ναῖσκε· ἐλέγαν γιὰ τὴν τιμιότη
πῶς εἶνε ἀπὸ τσὴ ἀρετὲς ἡ πρώτη,
καὶ πῶς κάθε γυναῖκα παντρεμμένη
πρέπει πιστὴ στὸν ἄντρα τση νὰ μένῃ,
νὰ στέκεται μὴ βρέξῃ καὶ μὴ στάξῃ,
καὶ ὄχι ξένον ἄντρα μὴ κυττάξῃ,
μὰ καὶ στὸν ὕπνο τση ἄν τὸν δῇ κοντά τση,
νὰ κάνῃ τὸ πρωῒ τὰ πατερμά τση….

Τώρανες μιὰ παράπεψι θὰ κάνω
σὲ οὗλα κειὰ ποῦ εἶπα παρὰ πάνω,
τὸ πῶς ἡ ἀτιμία κ' ἡ τιμὴς
εἶνε λιγάκι ζήτημα στιμῆς.
Ἡ μιὰ ἀπὸ τσὴ τρεῖς, τὴ λέγαν Φλώρα,
λέει τσῆ δυὸ τὴς ἄλλες κἄποια ὥρα:
−Γι' ἀκοῦστε μ' ἀδρεφοῦλές μου κι' ἐμένα:
ζήσαμε τόσα χρόνια τιμημένα'
κι' ὄξω ἀφ' τοὺς δικούς μας, ὄχι φίλος
δὲν ἄγγιξε καμμιά μας, μαδὲ ψύλλος
ἔκαν' ἀπάνου μας μιὰ πηδησία,
νὰ μᾶς τσιμπήσῃ μὲ τὴ σημασία….
Μὰ δὲν μοῦ τὸ ξηγᾶτε, βρ' ἀδρεφοῦλες:
ἐτοῦτες πᾶσα μέρα θἆνε οὗλες
ᾑ ἴδιες τσῆ ζωῆς ᾑ ἀλεγρίες
ὡς ποῦ κ' ᾑ τρεῖς μας νὰ γενοῦμε γρῆες;
Ἡ ἄλλες δυό, σὲ τούτη τὴν ἐρώτησι,
ἔτσι, σὰν νὰν τσοὺ ἦρθε κἄποια φώτισι,
ἐγύρισαν ἡ μιὰ κατὰ τὴν ἄλλη,
καὶ εἴπανε, κουνιῶντας τὸ κεφάλι:
−Τούτη σὰν νἄχῃ δίκῃο ἡ καϋμένη·
βέβηας ἡ εὐτυχία δὲ σημαίνει
ποῦ νἄχῃς τέτοια στήθεια καὶ λαιμὰ
κι' οὗλο νὰν τὰ περνᾷς μὲ πατερμά,
κι' ἄν πῇς καὶ τσῆ γραφῆς τὸ κάτω κάτω,
καὶ μ' ἕναν ἄντρα πάντοτες χορτάτο!….

Ἐπῆρε θάρρος πλειότερο ἡ Φλώρα
κι' ἐπρόσθεσε: −Κἄποιος ἐδῶ στὴ χώρα,
ὅντας μὲ γλέπῃ ποῦ περνῶ μὲ νάζι,
στέκεται στὴ γωνιὰ κι' ἀναστενάζει.
Μιὰ μέρα μάλιστα ἀφ' τσὴ πολλές,
στάθηκε ὀμπρὸς στὸ δρόμο μου, ποῦ λές,
καὶ χέρι μοὔδωκε τρεμουλιαστό:
−Τί κάνετε; −Καλά, εὐχαριστῶ!
Καὶ μοὔρριξε ἀδρεφοῦλες μου, ἕνα γλέμμα
ποῦ ἄνω κάτω μοὔφερε τὸ αἷμα.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκειά, νὰ σᾶς χαρῶ,
αὐτὸς τραβᾷ τὸν ἴδιο τὸν τορό,
κι' ἐγώ, δίχως δικόνε μου ὁρισμό,
ἔπεσα σὲ κρυφὸ συλλοϊσμὸ
κ' εἶπα μὲ περιέργεια μεγάλη:
−Σὰν τὸν δικόνε μου ἄντρα νἆν κ' οἱ ἄλλοι;
Ἔκαμα τὸ σταυρό μου μοναχή μου,
εἶπα κι' ἀπὸ βραδὺς τὴν προσευχή μου,
δὲν σκέφτηκα τὸ γείτονα καθόλου
μὴν τύχη κ' εἶν' ἐνέργεια διαόλου,
ἔκαμα ἕναν κανόνα πρωϊνό,
πῆγα στὴν ἐκκλησὰ στὸ σπερινό,
ἐκάθησα ὡς τὸ τέλος ποῦ ἀπόλυσε,
τίποτσι, ἡ ἐρώτησι μοῦ κόλλησε
κι' ἄκουγα ντεκοντίνο στὸ κεφάλι:
«Σὰν τὸ δικόνε μου ἄντρα νἆν κ' οἱ ἄλλοι;»
−Κι' αὐτὸ τὸ πρόβλημα τ' ἀκοῦς ἀκόμα;
ἐρώτησαν ᾑ ἄλλες μ' ἕνα στόμα.
−Ναῖσκε, μέσ' στὸ μυαλό μου, τίκι−τίκι,
ἀρχίζει ν' ἀρβαλάῃ σὰν τὸ ποντίκι
ἀπὸ τὴν ὥρα ποὔβαλα σκοπὸ
τί μοῦ συμβαίνει νὰ σᾶς καλοειπῶ.

Στὰ λόγια ταῦτα, ποιὸς θὰν τὸ πιστέψῃ;
κι' ᾑ τρεῖς γυναῖκες πέσανε σὲ σκέψι,
κι' ἀφοῦ ἀκόμα σκέφθηκαν καμπόσο,
ἡ ἄλλη ἀπὸ τσὴ τρεῖς, τὴ λέγαν Φρόσω,
γυρίζει θαρρετὰ σὲ κἄποια ὥρα
καὶ λέει στὴν Ἀννίκα καὶ στὴ Φλώρα
(Ἀννίκα, πάει νὰ πῇ, λέγαν τὴν τρίτη
ποῦ βρίσκονταν καὶ στὸ δικό τση σπίτι).
−Δὲ βρίσκω καὶ καμμιὰ παραξενιὰ
σ' ἐκειὰ ποῦ εἶπες· τό μου εἶσαι νῃὰ
μπορεῖ νὰ σοὔρθῃ καὶ μιὰ τέτοια ἔννοια·
δὲν ἔχει ὁ ἄντρας σου μονάχα γένεια,
ἔχουνε κι' ἄλλοι ἄθρωποι τσῆ γῆς,
καὶ θἆνε γένεια καὶ λογῆς λογῆς!
Ἐγὼ εἶμαι τσ' ἰδέας πῶς ἡ Φλώρα
σὰν βρέθηκ' ἕνας ἄνθρωπος στὴ χώρα,
ὅπου μὲ μάτι διάφορο τὴ γλέπει
καὶ τὴν ἐχτίμησ' ἔτσι καθὼς πρέπει,
νὰ μὴν κιοτέψῃ μὲ καμμιά τση πρόφασι
καὶ γλήγορις νὰ πάρῃ τὴν ἀπόφασι,
ποῦ πάει νὰ πῇ ἀπὸ τσῆ τρεῖς μας πρώτη
νὰ μάθῃ ἄν ἐτούτ' ἡ τιμιότη
ὅπου κρατοῦμε, ἀξίζει μιὰ δεκάρα,
ἤ εἶνε μιὰ μεγάλη κουταμάρα.
−Δίκῃα! φωνάζει ἡ Φλώρα στὴ στιμή·
ἐγὼ θὰ κάνω πρώτη δοκιμή,
κι' εὐτὺς ἀπὸ τὴν πρώτη τὴ φορὰ
θὰ ρθῶ καὶ θὰ σᾶς δώσω ἀναφορά…