ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Δημητρακόπουλος, Πολύβιος

«Σάτυραι πολιτικοκοινωνικαί»
(απόσπασμα)

ΜΑΘΗΜΑ Β΄

ΔΟΥΝΑΙ ΚΑΙ ΛΑΒΕΙΝ

Θέλεις πάντα μέσα νᾷσαι
καὶ ὁ πρῶτος ἐκ τῶν πρώτων,
καὶ νὰ τρῷς, καὶ νὰ κοιμᾶσαι,
μὰ παντοῦ νὰ κάνῃς κρότον;
βλέπε πάντα τὸν καιρό,
ποῦ ὁ ἄνεμος φυσᾷ,
νὰ κολλᾷς τὸν ἰσχυρό,
καὶ θὰ τρῷς καὶ τὰ μισά.

Τοῦτο θὰ τὸ κατορθώσῃς
ὅταν προσοχὴ δὲν δώσῃς
σ' ὅ,τι ὁ κόσμος θὰ σοῦ πῇ,
καὶ σοῦ λείψῃ κ' ἡ ντροπή.
Χώσου, χώσου θαρραλέως
στὸν μεγάλον τῆς ἡμέρας,
κι' ἀπὸ τράγος ψωραλέος
μὲ χρυσοῦν θὰ γίνῃς δέρας·
τάϊζε τὸν παππαγάλο,
τὸ σκυλί του, τὸ γατί,
ἄδειαζέ του κ' ὅ,τι ἄλλο
ἡ ἀνάγκη θ' ἀπαιτῇ,
κι' ὅταν τρῷς σβερκιὰ καὶ μποῦφλα,
σκύψε, φίλα καὶ παντούφλα.

Τί λές, βρὲ Κοκκορῖκό μου,
ἀκόμα συλλογίζεσαι;
ἄν πρόκειται γιὰ τὴν τιμὴ
νὰ μὴ πολυσκοτίζεσαι.
Ὅταν σοῦ λείπῃ ὁ παρᾶς
καὶ δὲν τὸ φέρν' ἡ ράστη
νὰ παύσῃς νᾆσαι φουκαρᾶς,
πάρ' την τιμὴ καὶ βράσ' τη
καὶ ρούφα τὸ ζουμί της,
νὰ καταλάβῃς στὴ στιγμὴ
τί γλύκες ἔχει κ' ἡ τιμὴ
καὶ πόσ' εἶν' οἱ καϋμοί της.

Ὅταν ἡ τσέπη σου φυσᾷ
μὲ τὸν ἀρζὰν−περδίκη,
ὅλα σοῦ γίνονται χρυσᾶ
καὶ θρίαμβος καὶ νίκη,
καὶ πέφτει μπρός σου ταπεινὰ
κάθε ψηλὸ καπέλο,
καὶ γίνεται τρόπον τινὰ
καὶ τῆς τιμῆς μοντέλο.

Ἄκουσε τὰ λόγια μου
κι' ἔλα τώρα, τζόγια μου,
ἔλα νὰ γινοῦμε ταῖρι
καὶ ν' ἀνοίξουμε δευτέρι·
ἔχει τόσα βερεσέδια
ἡ πατρίδα ποῦ χρωστάει,
πᾶμ' ἐμεῖς καὶ γιὰ τὰ ρέστα,
κι' ὅποιος πειὰ τὰ πρωτοφάῃ.

Τί σὲ μέλλει; τί σὲ μέλλει;
πάντα θἄχῃ φυλαγμένα
καὶ γιὰ σένα καὶ γιὰ μένα
κἄτι τὶ ἡ πρόνοια·
κι' ὅλα εἶνε γάλα−μέλι
ὅταν ᾖν' ὁμόνοια,
καὶ τραβᾷ ἡ μοιρασὰ
στὰ μισὰ καὶ στὰ μισά.

Κι' ἄν ἰδῇς νὰ κλέφτουν κι' ἄλλοι,
σὺ νὰ μὴ μιλήσῃς πάλι·
χέρι ἔχουνε κι' ἐκεῖνοι,
ἀδειανὸ μπορεῖ νὰ μείνῃ;
Ἄφ' τους, ἄφ' τους νὰ βουτᾶνε
γιὰ νὰ κλέφτουν, κἄτι θᾷνε·
ὅταν ὁ παρᾶς στειρέψῃ,
ποῦ θὰ βρῇ κανεὶς νὰ κλέψῃ;

Τί κι' ἄν πάῃ 'μπρὸς ὁ ἕνας,
κι' ἄν ὁ ἄλλος πίσω μένῃ;
ποιὸς πολὺ καὶ ποιὸς ὀλίγο,
εἴμαστ' ὅλοι ἀλειμμένοι.
Καὶ γιὰ τοῦτο ἀπὸ λόγια
προσοχὴ πολλὴ μὴ δίνῃς,
καὶ μὴ βάζῃς σ' ὅλα ἔννοια·
φτεῖς ἀπάνω;−μοῦτρα φτύνεις·
φτεῖς καὶ κάτω;−φτύνεις γένεια.

Τί σὲ μέλλει νὰ φωνάζῃς;
τί σὲ μέλλει νὰ γκαρίζῃς;
ὅταν βρίσκῃς εὐκαιρίαν
σπεῦδε νὰ παραγεμίζῃς
τὴν κοιλιά σου τὴν στραβήν·
καὶ σ' αὐτοὺς ποῦ θὰ φωνάζουν,
καὶ σ' αὐτοὺς ποῦ θὰ σὲ ἰδοῦνε,
πές τους πῶς τὸ ἔμβλημά σου
γιὰ τοὺς ἄλλους εἰς τὸ Δοῦναι,
καὶ γιὰ σένα τὸ Λαβεῖν.

Μὴ σὲ κόφτῃ γιὰ τὸ κόσμο,
βρὲ κουτέ· τὰ καταφέρνεις
νὰ χωθῇς σ' ἐπιτροπές;
εἰς τὴν ἐμπροσθίαν πήραν
χῶνε τὸν παρᾶ ποῦ παίρνεις,
καὶ στὴν πίσω τὴς ντροπές.
Κι' ἀπὸ πίσω ἄν ἀκούσῃς
νὰ φωνάζουν ὅτι κλέφτεις,
μὴ σὲ μέλλῃ, μὴ σὲ νοιάζῃ,
κι' ἀπ' τὴ θέσι σου δὲν πέφτεις·
κι' ὅταν παραδᾶς βαρβάτος
γίνῃς οὕτω πως σουφρώνων,
σοῦ ἡ δόξα καὶ τὸ Κράτος
εἰς αιῶνας τῶν αἰώνων.

Αὐτά, βρὲ Κοκκοράκι μου
κράτει καλὰ στὸ χέρι,
καὶ σ' ἔβγαλα τσιράκι μου,
καὶ σ' ἔβγαλα ξεφτέρι
Ἡ δόξα σου κι ἡ τύχη σου
θὰ φθάσῃ στοὺς αἰθέρας,
καὶ θᾷνε κάθε νύχι σου
τῆς Ἀμαλθείας κέρας,
ποῦ ἔτσι δὰ νὰ ξύνεσαι
λιγάκι μιὰ φορά,
καὶ παρευθὺς νὰ γίνεσαι
ὁ Κροῖσος στὸν παρᾶ.

Καὶ ἄν δὲν μπῇς καὶ στὴ Βουλὴ
νὰ ῥάψῃς καὶ νὰ κόψῃς,
μὴ σὲ σκοτίζῃ καὶ πολὺ
κι' ἀπ' ἔξω θὰ προκόψῃς·
εἶν' ἀρκετὴ γιὰ φρόνησις
μιὰ λόξα στὰ μυαλά σου,
καὶ λίγη καταπόνησις
στὰ πέντε δάκτυλά σου.

Μ' ἄν τύχη κι' ἀνακαλυφθῇς,
καὶ λίγο κἄπως ἀλειφθῇς,
ἔμβα καὶ στὸ Μισεζερῆ
μὲ ὅλη τὴ φαμίλια,
καὶ τράβα στὴ Μαρσίλλια,
καὶ στὸ Παρίσι πήγαινε,
καὶ λίγα χρόνια μεῖνε,
νὰ δείξῃς καὶ τί εἶσαι·
κι' ὅσο γιὰ νὰ σὲ νοιώσουνε
καθόλου μὴ φοβῆσαι·
καθένας ὅ,τι φαίνεται,
μὰ ὄχι κι' ὅτι εἶνε.

Ἐπὶ τέλους κι ἐκεῖ πέρα
ἄν σοῦ ρθῇ καὶ βολικὰ
κ' ἡ ἀνάγκη τ' ἀπαιτεῖ,
βάλε χέρι στὸ Κρεντὶ
κι' ἄρα−μάρα καὶ κακά·
βούτα, βούτα ὅσα κι' ὅσα,
κι' ἄν σὲ πιάσουνε σὰ βλάκα
καὶ ποῦν καὶ τὸ γιατί,
πὲς πῶς εἶνε γιὰ τ' ἀντὶ−
καὶ θὰ κλέψῃς κι' ἄλλα τόσα.
Βούτα ὅ,τι θὰ σοῦ τύχῃ,
πρὸς συμφέρον ἠθικόν,
−γιατί ἠθικὸν θὰ 'πῇ
κἄτι τί χωρὶς ντροπὴ−
τέλος σκάσε καὶ τὸ νοῖκι
−κατὰ τὸ ἑλληνικόν!

Καὶ ὅταν σὲ ξεχάσουνε
οἱ φίλοι συμπολῖται,
καὶ γιὰ βουτιὲς φρεσκότερες
καθένας ἀσχολῆται,
καὶ δὲν μιλῇ λιὰ σὲ κἀνείς,
βαφτίζεσαι ὁμογενής,
καὶ φθάνεις στὴν Πρωτεύουσα
μὲ δόξα καὶ παράτα,−
πὤχει τὴν πρώτη κλεφτουργιὰ
καὶ τὰ καπετανάτα.