ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Συζητήσεις για τη διαμόρφωση εθνικής γλώσσας στους κόλπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού 

Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης (2007) 

Στις συζητήσεις του γλωσσικού ζητήματος της εποχής του Διαφωτισμού ο Μοισιόδαξ συγκαταλέγεται στους υποστηρικτές του «απλού ύφους». Υποστηρίζει δηλαδή ως ενδεδειγμένη γλώσσα της παιδείας τη νεοελληνική, κατά της άποψης των αρχαϊστών που επέμεναν ότι μόνον η ελληνική, δηλαδή η αρχαία γλώσσα, κατά προτίμηση στην αττική εκδοχή της, μπορούσε να αποτελέσει όργανο οποιασδήποτε σοβαρής εκπαιδευτικής προσπάθειας ή συγγραφικής επίδοσης. Κατεξοχήν εκφραστής αυτής της άποψης υπήρξε ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο οποίος κατακεραύνωσε τη χρήση της «χύδην» γλώσσας στην παιδεία με τον γνωστό αφορισμό στη Λογική του. Ο Ιώσηπος δεν έκρυψε ποτέ τη ριζική του διαφωνία με τον δάσκαλό του και διακήρυξε με παρρησία την προτίμησή στο «απλούν ύφος». Η στάση αυτή τον εντάσσει στον «φαναριώτικο δημοτικισμό» του όψιμου δέκατου όγδοου αιώνα, του οποίου εγκριτότερος εκπρόσωπος υπήρξε ο Δημήτριος Καταρτζής. Ο Καταρτζής υπήρξε και ο συνεκτικότερος θεωρητικός του πρώιμου αυτού δημοτικισμού, με τα κείμενά του για τη γλώσσα και την αγωγή. Ο Ιώσηπος δεν θα διαφωνούσε στα ουσιώδη μαζί του, αν και στην πράξη δεν ακολούθησε απόλυτα το δημοτικιστικό του πρότυπο. Τις απόψεις του για το γλωσσικό ζήτημα ο Ιώσηπος τις καταγράφει αναλυτικά στη σχετική πραγματεία, την οποία επέλεξε να προτάξει ως προλεγόμενα στη Θεωρία της Γεωγραφίας το 1781. Στο κείμενο αυτό εκθέτει ορθολογικά τη συνηγορία του υπέρ του απλού ύφους στον επιστημονικό λόγο και την παιδεία.

Πώς εννοεί ο Ιώσηπος το «απλούν ύφος» φαίνεται στα κείμενά του: στη μετάφραση του Μουρατόρι, στην παράφραση του Προς Νικοκλέα λόγου του Ισοκράτη και στα πρωτότυπα συνθέματά του. Η γλωσσική πρακτική του Μοισιόδακα δεν αποβλέπει να μεταβάλει σε γραπτό λόγο την καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα της εποχής του. Στο σημείο αυτό διαφέρει από τον δημοτικισμό του Καταρτζή η των συγγραφέων της Νεωτερικής Γεωγραφίας. Η γλώσσα των δικών του κειμένων είναι αισθητά λογιότερη. Ως εκ τούτου μπορούμε να σημειώσουμε ότι το «απλούν ύφος» του Μοισιόδακα δεν ταυτίζεται με τα «ρωμαίκα» του Καταρτζή. Αποφεύγει βέβαια συνειδητά και με συνέπεια τον αρχαϊσμό, γράφει όμως σε μια εύληπτη και κατανοητή λόγια ελληνική, που δεν απέχει πολύ απ' ό,τι αρκετά αργότερα ονομάστηκε «απλή καθαρεύουσα». Ο λόγος του είναι λόγιος, και το υπόστρωμα της εκκλησιαστικής του παιδείας είναι προφανές στον καθένα που είναι εξοικειωμένος με τα ιερά γράμματα και τα λειτουργικά κείμενα. Η λογιότητα δεν μειώνει τη ζωντάνια και την αμεσότητα του λόγου του. Σε μεγάλο ποσοστό αυτό οφείλεται στην ειλικρίνεια του ύφους του, που τεκμηριώνει άριστα και αδιάψευστα τον ισχυρισμό που προβάλλει ο ίδιος ο Ιώσηπος λέγοντας ότι ήταν «αφυής μεν εν τη σχολαρχία, πεφυκώς δε οπωσδήποτε τη συγγραφή».

Η γλώσσα των κειμένων του διακρίνεται από δύο στοιχεία. Πρώτον από την τόλμη με την οποία επιδίδεται στη διατύπωση νεολογισμών για να αποδώσει στα ελληνικά όρους και λέξεις ευρωπαϊκών γλωσσών που γνώριζε (δηλαδή της ιταλικής και της γαλλικής), ιδίως σε θέματα της παιδείας ή της επιστήμης. Οι πλείστοι από τους νεολογισμούς του δεν καθιερώθηκαν στην ελληνική γλώσσα, γιατί σαρώθηκαν από τον αρχαϊσμό του δέκατου ένατου αιώνα, μαζί με τον φαναριώτικο δημοτικισμό και τη δημώδη γραμματεία. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της γλώσσας του Μοισιόδακα, που επιβεβαιώνει τη γλωσσική του ταυτότητα ως φορές του «απλού ύφους», είναι η ελευθερία με την οποία αντλεί λεξιλόγιο από την καθομιλουμένη, εντάσσοντας στον γραπτό του λόγο ανενδοίαστα λέξεις τουρκικής ή ρουμανικής προέλευσης. Αυτή η πρακτική είναι ιδιαίτερα αισθητή στην Παιδαγωγία, όπου περιγράφονται πολλά περιστατικά του καθημερινού βίου των μαθητών και των δασκάλων με τη χρήση λεξιλογίου αντλημένου από την καθημερινότητα. Το γεγονός αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί η Παιδαγωγία είναι και το πιο ζωντανό λογοτεχνικά κείμενο του Μοισιόδακα, με αξιοπρόσεκτες αφηγηματικές αρετές. Η λογοτεχνική δεξιοτεχνία του Ιώσηπου φαίνεται κυρίως στις περιγραφές χώρων που συναντούμε στα έργα του, όπως π.χ. η περίφημη περιγραφή της Αθωνιάδας, ή των πόλεων της Ολλανδίας, στην Απολογία. Αντίστοιχα, οι συγγραφικές του ικανότητες φαίνονται και στη σκιαγραφία χαρακτήρων, με έξοχο παράδειγμα εκείνο του φοβερού ιατρού Θεοδωράκη.

[…]

Συνοψίζοντας τα όσα προηγήθηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο χειρισμός της γλώσσας από τον Μοισιόδακα κατοπτρίζει το φαινόμενο που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «οι γλώσσες του Διαφωτισμού» στην ελληνική παιδεία: μετριοπαθής χρήση της λόγιας γλώσσας, με την οποία τον είχε εξοπλίσει η εκκλησιαστική του παιδεία, αλλά με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών του «απλού ύφους», αποφυγή των υπερβολικών «ελληνισμών» αλλά, αντίθετα, τολμηρή προσφυγή στις δυνατότητες του νεολογισμού και στο καθημερινό πολυπολιτισμικό λεξιλόγιο μιας κοινωνίας που βιώνει σε κάθε επίπεδο την πολυγλωσσία. Έτσι σταθμίζοντας τη γλώσσα του Μοισιόδακα, φτάνουμε και από τον δρόμο αυτόν προς την ανάκτηση της εικόνας της κοινωνίας μέσα στην οποία έζησε και ταξίδεψε, μιας κοινωνίας που βρίσκεται ακόμη στους κόλπους της προνεωτερικής αυτοκρατορίας, αλλά ψηλαφεί συγχρόνως, χάρη στον Διαφωτισμό, τον δρόμο προς ένα διαφορετικό μέλλον. Την ώρα που ο Ιώσηπος καταθέτει σε γραπτό λόγο αυτή την αναζήτηση ως διανοητική περιέργεια μάλλον παρά ως υπαρκτή επιλογή, όλα τα ενδεχόμενα για τις δυνητικές εκδοχές αυτού του μέλλοντος εμφανίζονται ανοιχτά.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:55