Οι κρεολικές είναι γλωσσικές μορφές οι οποίες προκύπτουν από ένα προγενέστερο πίτζιν, δηλαδή γλωσσικό τύπο που γεννάται από τις προσμίξεις αφρικανικών (και όχι μόνο) και ευρωπαϊκών γλωσσικών στοιχείων κατά περιόδους επικοινωνιακού στρες, όπως ήταν η περίοδος της δουλείας και της δουλικής εργασίας στον Nέο Kόσμο. Προκειμένου μια μορφή πίτζιν να εξελιχθεί σε κρεολική γλώσσα, απαιτείται συμπαγής κοινότητα στην οποία η πίτζιν αποκτάται ως μητρική γλώσσα. Ως ένα βαθμό όλες οι γλώσσες της γης είναι δυνατόν να θεωρηθούν προϊόντα κάποιας μορφής γλωσσικής μίξης.