Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ηλιοβασίλεμα
1 item total
ηλιοβασίλεμα το [ilovasílema] Ο49 : η δύση του ήλιου· το λιόγερμα: Πάμε στην ακρογιαλιά να δούμε το ~ . || η ώρα που βασιλεύει, που δύει ο ήλιος: Κατά το ~ θα φτάσουμε στο χωριό.

[μσν. ηλιοβασίλευμα(ν) με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] < ήλιο- + βασίλευμα(ν) δες στο βασίλεμα2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go