Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκολάπτω
1 εγγραφή
εκκολάπτω [ekolápto] -ομαι Ρ4 : 1. (για πτηνά) προκαλώ την έξοδο νεοσσού από το αυγό. || (παθ., για πτηνά και άλλα ωοτόκα ζώα, ψάρια, έντομα κτλ.) σπάζω το περίβλημα (του αυγού κτλ.) μέσα στο οποίο αναπτύχθηκα και βγαίνω έξω από αυτό. 2. (μτφ., παθ.) για ό,τι διαμορφώνει τα πλήρη χαρακτηριστικά του, μέσα σε ένα περιβάλλον και κάτω από την επίδρασή του, και έτσι παρουσιάζεται ή εκδηλώνεται· (πρβ. ωριμάζω): Στο πνευματικό αυτό περιβάλλον εκκολάφθηκαν οι νέες ιδέες. || (μπε.) συνήθ. για πρόσωπο που ακόμα δεν έχει αποκτήσει μια επαγγελματική ή άλλη ιδιότητα, αλλά προετοιμάζεται και θα την αποκτήσει σύντομα: Εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος / πολιτικός / ποιητής. || (ειρ.): Εκκολαπτόμενος διαρρήκτης / κλέφτης.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐκκολάπτω· 2: κατά τη σημ. του εκκόλαψηβ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες