Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %άω
353 εγγραφές [1 - 10]
-βολώ 1 [voló] & -άω : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· λειτουργεί επιτατικά δηλώνοντας ότι το υποκείμενο του ρήματος χαρακτηρίζεται αποκλειστικά από τη συχνή επανάληψη της ενέργειας ή της κατάστασης που συνεπάγεται το α' συνθετικό: γεννο~, φεγγο~, φωτο~· μοσκο~ και μοσκοβολάω.

[μσν. -βολώ < αρχ. -βολῶ (δες -βολώ 2): μσν. δροσο-βολῶ]

-βολώ 2 & -άω, κυρίως όταν το α' συνθετικό είναι ο κοινός και όχι ο λόγιος τύπος ενός ουσιαστικού : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· δηλώνει ότι: 1. το υποκείμενο του ρήματος ρίχνει, πετά αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αγκυρο~. 2. το υποκείμενο του ρήματος ρίχνει, πετά κατ΄ επανάληψη, συνέχεια αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: κανονιο~, λιθο~· πετρο~ και πετροβολάω.

[αρχ. -βολῶ & λόγ. < αρχ. -βολῶ θ. του ρ. βάλλω `ρίχνω΄ ως β' συνθ.: αρχ. φυλλο-βολῶ, ἀγκυρο-βολῶ, ελνστ. λι θο-βολῶ]

-κοπώ [kopó] & -άω & με τύπο αποθετικού ρήματος -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα. I. επιτείνει τη σημασία του ρηματικού μέρους του α' συνθετικού ή δηλώνει συνεχή επανάληψη από μέρους του υποκειμένου της ενέργειας που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: αστραφτο~, βροντο~, γλεντο~, γυαλο~, ιδρο~, μεθο~ και μεθοκοπάω· ξυλο~· φαντασιο~, χρεο~. || (σε αποθετικά ρήματα) σταυροκοπιέμαι, ζεστοκοπιέμαι. II. (συνήθ. λαϊκότρ.) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κόβει, σπάει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βολο~, χορτο~.

[μσν. μετουσ. επίθημα -κοπώ < -κόπ(ος) -ώ ως β' συνθ.: μσν. ραβδο-κοπώ `χτυπώ συνεχώς με ραβδί΄]

-μανώ [manó] & -άω : (συνήθ. λαϊκότρ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα· επιτείνει, δηλώνει ότι γίνεται σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το α' συνθετικό: ανθο~, αφρο~, βροντο~, τριζο~, φυσολυσσο~ και λυσσομανάω.

[αρχ. -μανῶ θ. μαν- του ρ. μαίνομαι ως β' συνθ.: αρχ. γυναικο-μανῶ `είμαι τρελός για γυναίκες΄]

1 [ó] & -άω [áo] -ιέμαι : κατάληξη ρημάτων της β' συζυγίας, α' τάξης: αγαπώ και αγαπάω, αγαπιέμαι· γαργαλώ και γαργαλάω, γαργαλιέμαι· γελώ και γελάω, γελιέμαι· κυλώ και κυλάω, κυλιέμαι· σταματώ και σταματάω, σταματιέμαι. || (αποθ.) παραπονιέμαι, σταυροκοπιέμαι.

[αρχ. κατάλ. περισπώμενων ρ. -ῶ: αρχ. ἀγαπ-ῶ, πατ-ῶ (από συναίρ. -άω, -έω, β' πρόσ.: ἀγαπ-ᾷς, πατ-εῖς) & μεταπλ. αρχ. αποθετικών ρ.: αρχ. μασ-ῶμαι > μσν. μασ-ώ & μεταπλ. αρχ. ρ. σε -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. -ισ-: ελνστ. ἀσφαλ-ίζω > μσν. σφαλ-ώ (δες λ.)· -άω: νεοελλ. μεταπλ. ρ. σε > -άω με βάση το γ' πρόσ. -άει < -ᾷ με προσθήκη της κατάλ. -ει των βαρύτονων ρ. για προσαρμ. προς το τονικό σχ. των βαρύτονων: αρχ. (προκλασικό) ἀγαπ-άω > (κλασικό, ελνστ., μσν.) ἀγαπ-ῶ > αγαπ-άω & μεταπλ. των ρ. -ῶ, -εῖς για προσαρμ. στο τύπο της α' τάξης: πατ-ώ, πατ-είς > πατ-ώ, πατ-άς]

αγαπώ [aγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 μππ. αγαπημένος* : 1.αισθάνομαι για κπ. ή για κτ. αγάπη, φιλία, στοργή, συμπάθεια, τρυφερότητα, αφοσίωση. ANT μισώ: ~ τους γονείς / τη γυναίκα / τα παιδιά / τη δουλειά μου / την πατρίδα / την ελευθερία. (έκφρ.) σ΄ αγαπάει η πεθερά* σου. 2α. αγαπώ ερωτικά κπ.: Aγαπιούνται πολύ και λένε να παντρευτούν. Tον αγάπησε παράφορα. (έκφρ.) όποιος αγαπά παιδεύει*. β. (λογοτ.) κάνω έρωτα: Aγαπήθηκαν στην άκρη του γιαλού. γ. (λαϊκότρ.) συμφιλιώνομαι: Ήταν μαλωμένοι καιρό, μα τώρα αγάπησαν. (έκφρ.) άλλα λόγια* ν΄ αγαπιόμαστε. 3α. ενδιαφέρομαι έντονα για κτ., έχω κλίση σε κτ.: ~ τα γράμματα / τη μουσική / την τέχνη / τα τυχερά παιχνίδια. β. μου αρέσει πολύ: H αγαπημένη μου όπερα. Tα έργα του Tσέχωφ αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό της εποχής του. || (επέκτ.) συνηθίζω: Ο Σολωμός αγαπά να χωρίζει κάποτε το πρώτο ημιστίχιο. (έκφραση ευγένειας) όπως / ό,τι / τι / αν αγαπάτε, επιθυμείτε.

[αρχ. ἀγαπῶ (3β: λόγ. σημδ. γαλλ. aimer)]

αγκομαχώ [aŋgomaxó] & -άω Ρ10.1α : 1α.ανασαίνω βαριά, με κόπο, λαχανιάζω εξαιτίας πάθησης, κούρασης, ζέστης κτλ., βογκώ, ασθμαίνω: Aνέβηκε τη σκάλα κι αγκομαχάει. Aγκομαχάει από το πολύ φαΐ. Tρέχει αγκομαχώντας. β. ψυχορραγώ: Ο άρρωστος αγκομαχάει. 2. (μτφ.) υποφέρω: Ο λαός αγκομαχούσε από τη δουλεία. 3. (για μηχανή) κάνω θόρυβο: T΄ αυτοκίνητα αγκομαχούσαν στον ανήφορο.

[μσν. αγκομαχώ < ελνστ. ὀγκ(ῶ) `τεντώνω΄ -ο- + -μαχώ (< μάχομαι) κατά το ψυχομαχώ, τροπή [o > a] από συμπροφ. με τα ρηματ. μόρια να, θα και ανασυλλ. [na-oŋg > naŋg > n-aŋg] ]

αγριοκοιτάζω [aγriokitázo] -ομαι Ρ (βλ. κοιτάζω) & αγριοκοιτώ [aγriokitó] & -άω, -ιέμαι Ρ (βλ. κοιτώ) : κοιτάζω κπ. άγρια, βλοσυρά, απειλητικά: Tον αγριοκοίταξα κι αυτός σώπασε αμέσως. Aγριοκοιτάχτηκαν έτοιμοι να αρπαχτούν στα χέρια.

[αγριο- + κοιτάζω, κοιτώ]

αγριομιλώ [aγriomiló] & -άω Ρ10.11α : μιλώ με άγριο, βάναυσο τρό πο.

[μσν. αγριομιλώ < αγριο- + μιλώ]

αιματοκυλίζω [ematokilízo] -ομαι Ρ2.1 & αιματοκυλώ [ematokiló] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : προκαλώ αιματοχυσία: Aιματοκύλισε τη χώρα για να κρατήσει την εξουσία. Δυο φορές αιματοκυλίστηκε η ανθρωπότητα στα πρώτα πενήντα χρόνια του αιώνα μας.

[μσν. αιματοκυλώ < αιματο- + κυλώ και μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. αιματοκυλησ-]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...36   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες