Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βουτυρόγαλα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βουτυρόγαλα το [vutiróγala] Ο49 : το υγρό που μένει μετά την αφαίρεση του βουτύρου από το γάλα.

[βουτυρο- + γάλα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go