Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: αυτοδιορίζομαι
1 item total
[Λεξικό Γεωργακά]
αυτοδιορίζομαι [afto∂iorízome] aor αυτοδιορίστηκα, pf & plupf έχω-είχα αυτοδιοριστεί, (L)
  • appoint o.s.:
    • μοίρασαν την εξουσία δύο μπέηδες, που αυτοδιορίστηκαν πασάδες (Petsalis) |
    • μόνος του είχε λίγο πριν αυτοδιοριστεί δημόσιος κατήγορος, για να καταδικάσει τη γυναίκα του (Xenos) [fr kath (neol) αυτοδιορίζομαι (Koumanoudis [1892] αυτοδιοριζόμενος,

[1897] αυτοδιορισθείς), cpd w. διορίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go