Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αστράχα
4 εγγραφές [1 - 4]
αστράχα [astráxa] η, (& αστρέχα & στρέχα)
  • ① projecting overhang at edge of roof, eaves (syn αστρακιά 2):
    • χώθηκε ζαλισμένος απουκάτου από την στρέχα του φτωχικού πατρικού του (Krystallis) |
    • χτίζει σκαρφαλωμένος στην αστρέχα των σπιτιών και στις στέγες (Kazantz) |
    • poem .. στις ψηλές αστρέχες | σειούνταν του βασιλιά τα φλάμουλα, γυαλίζαν τα τσεκούρια (Kazantz Od 5.931)
  • ② open space between the top of a wall and sloping roof supported by it:
    • ξετρύπωσε ένα κηρί που 'χε στην αστρέχα της καλύβας του (Christovasilis) |
    • έμπαινε από την ~ κι από τις χαραμάδες της θύρας και της σκεπής ελεύτερα το κρύο (Vlachogiannis) |
    • το φως της ημέρας ήρθεν αργά, λογχίζοντας τ' ακάρφωτα ξυλοκεράμιδα της σκεπής και τις ορθάνοιχτες αστράχες (Karkavitsas)

[fr στρέχα, αστρέχα & postmed (18th c.) αστρέχα 'eaves', this fr South-Sl strecha]

Αστραχάν [astraxán] το, geogr
  • city and area by the delta of the river Volga (USSR), Astrakhan.
αστραχάν [astraxán] το, (& αστρακάν & αστραχάς & αστρακάς ο)
  • astrakhan fur or cloth:
    • αληθινό ~ |
    • ιμιτασιόν ~ |
    • σκούφος από ~ |
    • φορούσε με καμάρι τις μπότες του πυροβολικού και το κασκέτο από αστραχά (Myriv) |
    • ο διευθυντής φοράει το γκρίζο αστρακάν καλπάκι του λίγο λοξά (DOikonomidis) |
    • το παλτό μου βεβαίως δεν ήταν καθόλου βρωμοπαλτό, ήταν ο ακριβότερος αστρακάς (Tachtsis)

[der of Aστραχάν]

αστραχάνικος, -η, -ο [astraxánikos]
  • οf or pertaining to Astrakhan:
    • ο κόμης, που γευόταν το αστραχάνικο χαβιάρι, δεν ευκαίρησε ν' απαντήσει (TAthanasiadis)

[der of Aστραχάν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες