Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρτίστικος, -η, -ο [artístikos]
- pertaining to or characteristic of the arts or artists, artistic (syn καλλιτεχνικός):
- δεν είναι τ' άφθονα μαλλιά που του 'διναν το αρτίστικο αυτό ύφος (Melas) |
- η πνευματικότητα της Tήνου εξαντλείται σχεδόν ολόκληρη στο αρτίστικο στοιχείο (KStergiop) |
- poem .. του ζογκλέρ τ' αρτίστικα τερτίπια (Iatrop)
[der of αρτίστικος]
- pertaining to or characteristic of the arts or artists, artistic (syn καλλιτεχνικός):



