Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτίστικος
1 εγγραφή
αρτίστικος, -η, -ο [artístikos]
  • pertaining to or characteristic of the arts or artists, artistic (syn καλλιτεχνικός):
    • δεν είναι τ' άφθονα μαλλιά που του 'διναν το αρτίστικο αυτό ύφος (Melas) |
    • η πνευματικότητα της Tήνου εξαντλείται σχεδόν ολόκληρη στο αρτίστικο στοιχείο (KStergiop) |
    • poem .. του ζογκλέρ τ' αρτίστικα τερτίπια (Iatrop)

[der of αρτίστικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες