Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντιλογοκρατικός, -ή, -ό [andiloγokratikós] (L)
- antirationalistic (ant λογοκρατικός):
- αντιλογοκρατικό πνεύμα |
- το κείμενο του Kαζαντζάκη είναι η πρώτη αντιλογοκρατική διακήρυξη στη χώρα μας (Prevelakis)
[fr kath (neol) αντιλογοκρατικός, cpd w. λογοκρατικός]
- antirationalistic (ant λογοκρατικός):



