Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανεμιστήρας
1 εγγραφή
ανεμιστήρας [anemistíras] ο, (L)
  • fan, ventilator:
    • ο ~ δούλευε ακατάπαυστα στην καμπίνα του μπαρμπα-Nικολού (Venezis) |
    • οι ανεμιστήρες στο ταβάνι γύριζαν αργά (Tsirkas) |
    • η ζέστη ήταν βαριά κι ο ~ έστελνε τον καυτό αέρα κατά πρόσωπο του αξιωματικού (AVlachos)

[fr kath (neol]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες