Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναξυρίδες [anaksirí∂es] οι, f (L) anc hist
- trousers worn principally by eastern (non-Greek) peoples, braccae:
- έφιππη αμαζόνα με κατάστικτες ~ (TZappas) |
- έχει τα πόδια τυλιγμένα σε ταινίες κυανές, φοράει ~ κόκκινες, χιτώνα κυανό κλ (Pallas)
[fr K, AG ἀναξυρίδες]
- trousers worn principally by eastern (non-Greek) peoples, braccae:



