Ελληνο-αγγλικό Λεξικό (Γεωργακά)

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνωστικός
2 εγγραφές [1 - 2]
αγνωστικός1 = αγνωστικιστής

[der of άγνωστος]

αγνωστικός2, -ή, -ό [aγnostikós] (L)
  • agnostic:
    • στο τέλος θα φτάσης... σε μιαν αγνωστική απελευθέρωση (KPolitis).
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες