Μελέτες για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία 

Μελέτες σε θέματα της λογοτεχνίας 

 

Κρητική λογοτεχνία

1.1. HΟLTON, D., επιμ. [1997] 2002. Λογοτεχνία και κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης. Μτφρ. Ναταλία Δεληγιαννάκη, 4η έκδ. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Πρόκειται για τη βελτιωμένη, εκσυγχρονισμένη και βιβλιογραφικά εμπλουτισμένη, ελληνική έκδοση του συλλογικού τόμου Literature and Society in Renaissance Crete [1991 Cambridge: Cambridge University Press σε επιμέλεια του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge David Holton], ενός τόμου που μπορεί να χρησιμεύσει εξίσου στον ειδικό επιστήμονα και σε ευρύτερο κοινό με λογοτεχνικά ενδιαφέροντα.

Είναι ένας συλλογικός τόμος οκτώ συγγραφέων, όλοι πανεπιστημιακοί καθηγητές που, εκτός από την ιστορικό Χρύσα Μαλτέζου, είναι ειδικευμένοι σε θέματα της παλαιότερης νεοελληνικής λογοτεχνίας, οι περισσότεροι στην κρητική λογοτεχνία της βενετοκρατίας.

Από τα δέκα κεφάλαια του βιβλίου, τα έξι (αρ. 4-9) αναφέρονται σε ισάριθμα λογοτεχνικά / θεατρικά είδη της κρητικής Αναγέννησης, δύο αποτελούν γενικότερες θεωρήσεις πολιτισμικών φαινομένων (αρ. 1, 10), ένα (αρ. 2) αναφέρεται στο ιστορικό υπόβαθρο της εποχής και στη δομή της βενετοκρητικής κοινωνίας, και ένα (αρ. 3) παρουσιάζει τη λογοτεχνική παραγωγή στην Κρήτη πριν από τον αιώνα της ακμής. Στο τέλος, τον τόμο συμπληρώνει ένας Βιβλιογραφικός οδηγός και Βιβλιογραφία.

Εισαγωγικές μελέτες

Ο επιμελητής του τόμου υπογράφει το πρώτο κεφάλαιο του τόμου, το οποίο αναφέρεται σφαιρικά στο φαινόμενο της κρητικής Αναγέννησης, προκειμένου να φωτιστούν κάποιες πλευρές των πνευματικών σχέσεων Κρήτης και Βενετίας που αποτέλεσαν το πλαίσιο της λογοτεχνικής δραστηριότητας που περιγράφεται στα επόμενα κεφάλαια.

Στην αρχή, ο Holton παρουσιάζει σύντομα την ελληνική κοινότητα της Βενετίας, μιλά για την τυπογραφική δραστηριότητα στην πόλη στον τομέα των ελληνικών βιβλίων, και αναφέρεται στους πολυάριθμους Έλληνες που σπούδασαν στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας και άλλων ιταλικών πόλεων, κάνοντας ξεχωριστά λόγο κάθε φορά για την παρουσία των Κρητικών. Το πρώτο αυτό μέρος του κεφαλαίου, που έχει να κάνει κυρίως με θέματα παιδείας, κλείνει με αναφορά στη μόρφωση που μπορούσε να πάρει κανείς στην ίδια την Κρήτη.

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας εξετάζει δύο μορφές τέχνης στις οποίες επίσης η επαφή με τη Βενετία είχε καθοριστική σημασία, τη ζωγραφική και τη μουσική, και ολοκληρώνει το εισαγωγικό του κεφάλαιο με ένα τρίτο μέρος, που το συνδέει με το κυρίως θέμα του βιβλίου, δηλαδή με τη λογοτεχνική παραγωγή σε έμμετρο λόγο. Αφού αναφερθεί στη συνήθη διάκριση της παραγωγής αυτής σε δύο περιόδους, περιγράφει τα γενικά χαρακτηριστικά των έργων: ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, ομοιοκαταληξία και δημώδη γλώσσα. Αφιερώνει ακόμη μία παράγραφο στη δημώδη πεζογραφία της εποχής, που δεν αποτελεί αντικείμενο του βιβλίου, και κλείνει με ένα σχολιασμό του όρου «Κρητική Αναγέννηση» και με την απήχηση που είχαν τα εξεταζόμενα κρητικά έργα μετά την πτώση της Κρήτης (1669).

Η Χρύσα Μαλτέζου, στο δεύτερο κεφάλαιο, εξετάζει το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε η κρητική λογοτεχνία δικαιολογώντας την παράμετρο «Κοινωνία» στον γενικό τίτλο του τόμου. Το σύντομο «Ιστορικό διάγραμμα» των τεσσάρων αιώνων της βενετοκρατίας ακολουθείται από περιγραφή των επαναστατικών κινημάτων των Κρητικών εναντίον της Βενετίας και περιγραφή των κοινωνικών τάξεων. Ξεχωριστά γίνεται λόγος για το θρησκευτικό ζήτημα που δημιουργήθηκε από τη δογματική διαφορά κατακτητών και ντόπιου στοιχείου, και για την οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων.

Η συγγραφέας δίνει έμφαση στον κοινό βενετοκρητικό πολιτισμό που δημιουργήθηκε από τη μακρόχρονη συμβίωση των δύο στοιχείων, περιγράφει τη μορφή που είχαν οι πόλεις της Κρήτης, με πολεοδομικό πρότυπο τη μητρόπολη Βενετία, μιλά για τη θέση της γυναίκας στην κρητική κοινωνία και περιγράφει ακόμη την οργάνωση των επαγγελμάτων στις πόλεις αλλά και τη ζωή των χωρικών της υπαίθρου, εντελώς διαφορετική από αυτήν στα αστικά κέντρα.

Το τελευταίο μέρος του κεφαλαίου είναι αφιερωμένο στην καθημερινή ζωή με αναφορές στην ενδυμασία και την τοπική κουζίνα, τα τραγούδια και τα τυχερά παιχνίδια, που οι κάτοικοι τα «αγαπούσαν με πάθος», αλλά και στα λίαν επικίνδυνα παιδικά παιχνίδια. Ο αναγνώστης του τόμου αυτού εύκολα θα εκτιμήσει τη σπουδαιότητα του εν λόγω κεφαλαίου για την πληρέστερη κατανόηση των λογοτεχνικών έργων με τα οποία θα έρθει σε επαφή στη συνέχεια, ειδικά με είδη όπως η κωμωδία, που αντλούσαν το υλικό τους από τη σύγχρονη ζωή.

Η πρώιμη Κρητική λογοτεχνία

Το τρίτο κεφάλαιο, με τον εύγλωττο τίτλο «Λογοτεχνικοί πρόδρομοι», αναφέρεται στους ποιητές της πρώιμης περιόδου της Κρητικής λογοτεχνίας, αυτούς που πρώτοι διαμόρφωσαν την κρητική διάλεκτο σε λογοτεχνική γλώσσα, εισήγαγαν το ομοιοκατάληκτο δίστιχο και ήρθαν σε στενή επαφή με την ιταλική λογοτεχνία της εποχής τους, τρία χαρακτηριστικά που θα κυριαρχήσουν στην κρητική ποιητική παραγωγή της αναγεννησιακής περιόδου.

Ο Arnold van Gemert οργανώνει το κεφάλαιό του σε δύο ενότητες. Πρώτα αναφέρεται με 5 ξεχωριστά υποκεφάλαια στους ισάριθμους σημαντικότερους ποιητές της εποχής: Σαχλίκη, Ντελλαπόρτα, Φαλιέρο, Μπεργαδή και Πικατόρο. Δίνει για καθέναν βιογραφικά στοιχεία, όπου είναι γνωστά, περιγράφει τα σωζόμενα έργα τους, ως προς τη μορφή και το περιεχόμενο, και κάνει λόγο για τις πιθανές μεταξύ τους σχέσεις. Η παρουσίαση εμπλουτίζεται με ολιγόστιχα αποσπάσματα, που δίνουν στον αναγνώστη μια πρώτη ιδέα για τα έργα αυτά.

Τα υπόλοιπα σωζόμενα έργα παρουσιάζονται σε ομάδες ανάλογα με το περιεχόμενό τους (ποιήματα του κάτω κόσμου, θρησκευτικά έργα) ή με κριτήριο το αν τυπώθηκαν σε βενετικές εκδόσεις. Τα τελευταία έργα ήταν κυρίως νέες, ομοιοκατάληκτες επεξεργασίες βυζαντινών κειμένων χωρίς ιδιαίτερη λογοτεχνική αξία, με μόνη εξαίρεση τη Φυλλάδα του Γαϊδάρου, που αποτελεί βελτιωμένη εκδοχή του αρχικού έργου.

Ξεχωριστή αναφορά, στο τέλος του κεφαλαίου, γίνεται στη σχέση των πρώιμων έργων με την προφορική παράδοση, ένα θέμα που θα απασχολήσει και τη συγγραφέα του τελευταίου κεφαλαίου. Η σχέση αυτή ήταν αμφίδρομη: επώνυμα δημιουργήματα πέρασαν στο χώρο της προφορικότητας της δημοτικής ποίησης, ή, αντίστροφα, άντλησαν στοιχεία από λαϊκές δοξασίες, έθιμα και τραγούδια του προφορικού πολιτισμού. Στις «τελικές παρατηρήσεις» του, ο van Gemert ανακεφαλαιώνει τα χαρακτηριστικά των πρώιμων έργων με κριτήριο κυρίως τις πηγές τους.

Δεδομένου ότι πρόκειται για έργα σχεδόν άγνωστα έξω από ένα περιορισμένο κοινό ειδικών, το ωραία οργανωμένο κεφάλαιο του van Gemert (σε συνδυασμό με τον Βιβλιογραφικό του Οδηγό) αποτελεί ένα χρησιμότατο εργαλείο για την εκκίνηση της ενασχόλησης με την περίοδο αυτή.

Ποιμενική ποίηση

Με το τέταρτο κεφάλαιο εισερχόμαστε στο κυρίως θέμα του τόμου, τη λογοτεχνία στην αναγεννησιακή Κρήτη. Τα επόμενα έξι κεφάλαια εξετάζουν ένα λογοτεχνικό είδος το καθένα. Η αρχή γίνεται με το ποιμενικό δράμα και ειδύλλιο, όπου η συγγραφέας αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου της στη διεξοδική περιγραφή τεσσάρων έργων, τριών θεατρικών και ενός ειδυλλίου.

Πρόκειται για τα ποιμενικά δράματα Πανώρια, Πιστικός Βοσκός και Amorosa Fede, και για το ανώνυμο ποιμενικό ειδύλλιο Βοσκοπούλα. Δεδομένου ότι μόνο το πρώτο και το τελευταίο από τα κείμενα αυτά είναι προσιτά σε σύγχρονες εκδόσεις και ότι το τρίτο γράφτηκε στα ιταλικά και δεν διαθέτουμε ελληνική μετάφρασή του, εύκολα κατανοούμε τη σπουδαιότητα της παρουσίασής τους, που περιλαμβάνει εκτενή περίληψη και περιγραφή των κυριότερων χαρακτηριστικών τους.

Ωστόσο η Bancroft-Marcus ποίκιλλε το τμήμα αυτό του τόμου και με δύο ακόμη υποκεφάλαια, τα οποία τοποθέτησε πριν από την περιγραφή των έργων: το πρώτο αναφέρεται στο όρος Ίδη (Ψηλορείτης) ως τυπικό σκηνικό των κρητικών ποιμενικών έργων, τοπική προσαρμογή της ουτοπικής Αρκαδίας, και το δεύτερο αποπειράται ένα βιογραφικό σχεδίασμα του Γεωργίου Χορτάτση, συγγραφέα της Πανώριας και σπουδαιότερου από τους γνωστούς κρητικούς θεατρικούς συγγραφείς της εποχής.

Στο πλαίσιο του πρώτου υποκεφαλαίου, η συγγραφέας συμπληρώνει την εικόνα των κρητικών ποιμενικών έργων με δύο ποιμενικά επεισόδια που βρίσκονται μέσα σε μεγαλύτερα έργα, στην Γιόστρα των Χανιών και στον Ερωτόκριτο.

Κωμωδία και τραγωδία

Στο πέμπτο κεφάλαιο, ο Alfred Vincent περιγράφει το θεατρικό είδος της κωμωδίας με τα τρία σωζόμενα δείγματά του, τον Κατζούρμπο, τον Στάθη και τον Φορτουνάτο. Εκτός από την περιγραφή των έργων, που γίνεται περίπου όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο, η ουσιαστικότερη συμβολή του κεφαλαίου αυτού στην έρευνα είναι το υποκεφάλαιο για τις σχέσεις της κρητικής κωμωδίας με την ιταλική και το, πολύ εκτενέστερο, υποκεφάλαιο για την απεικόνιση της κρητικής κοινωνίας μέσα στην κωμωδία, που ήταν το μόνο από τα αναγεννησιακά θεατρικά είδη που όφειλε να δείχνει τη σύγχρονή του πραγματικότητα, έστω και μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της σάτιρας.

Και το κεφάλαιο για την τραγωδία ακολουθεί το ίδιο σχήμα της περιγραφής των επιμέρους σωζόμενων έργων (Ερωφίλη, Ροδολίνος και ο κρητοεπτανησιακός Ζήνων), δεν περιλαμβάνει όμως άλλα υποκεφάλαια με γενικότερα θέματα σχετικά με το εξεταζόμενο θεατρικό είδος. Η παρουσίαση των τραγωδιών είναι εκτενής, ιδιαίτερα της Ερωφίλης, και διακρίνεται στις ενότητες: Βασικές πληροφορίες, Δραματουργική ανάλυση, Αισθητική της γλώσσας και της στιχουργίας, Σκηνική παρουσίαση, Ιδεολογικό μήνυμα και ιστορικό υπόβαθρο, Μεταγενέστερες τύχες. Το κεφάλαιο τελειώνει με γενικές συγκριτικές παρατηρήσεις ανάμεσα στα τρία έργα.

Ιντερμέδια

Η επισκόπηση των έργων του Κρητικού Θεάτρου συνεχίζεται με τα ιντερμέδια, τα σύντομα «θεαματικά εργάκια» που παιζόντουσαν ανάμεσα στις πράξεις του κυρίως έργου. Μετά από μια εισαγωγή στο είδος, η συγγραφέας δίνει τις περιλήψεις των σωζόμενων κρητικών ιντερμεδίων σε ομάδες σύμφωνα με τα θεατρικά έργα που συνοδεύουν (ιντερμέδια της Ερωφίλης, του Στάθη κλπ.).

Στη συνέχεια, συνεξετάζει τα ιντερμέδια που έχουν κοινές πηγές, χωριστά εκείνα που βασίζονται στην Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ του Τάσο και εκείνα που βασίζονται στις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου σε διασκευή Anguillara. Το κεφάλαιο κλείνει με την προσπάθεια ανίχνευσης των πηγών των ιντερμεδίων που συνοδεύουν το κείμενο της κωμωδίας Φορτουνάτος του Μαρκαντώνιου Φόσκολου. Το δεύτερο αυτό κεφάλαιο της Bancrtoft-Marcus είναι η πρώτη παρουσίαση στη βιβλιογραφία του συνόλου των σωζόμενων κρητικών ιντερμεδίων και των πηγών τους - ένα ακόμη δείγμα της σπουδαιότητας του παρόντος τόμου για τους ερευνητές.

Η Θυσία του Αβραάμ

Τα δύο επόμενα κεφάλαια, σε αντίθεση με τα προηγούμενα, εξετάζουν δύο λογοτεχνικά είδη που εκπροσωπούνται από ένα σωζόμενο έργο το καθένα. Έτσι, οι συγγραφείς έχουν εδώ το περιθώριο να παρουσιάσουν πιο αναλυτικά το αντίστοιχο έργο. Στο όγδοο κεφάλαιο, που αναφέρεται στο θρησκευτικό δράμα και περιλαμβάνει μόνο τη Θυσία του Αβραάμ, ο Wim Bakker δίνει μιαν επιτομή των πρωτοποριακών μελετών του για το έργο αυτό η οποία ξεπερνά την απλή γενική παρουσίαση.

Για αυτό το σύντομο έργο των 1144 στίχων, που δεν παραδόθηκε χωρισμένο σε πράξεις και σκηνές, συζητά θέματα που έχουν προκαλέσει τις διαφωνίες των ερευνητών, όπως η ταυτότητα του ποιητή του (μη αποδεχόμενος την αδύναμη απόδοση στον Βιτσέντζο Κορνάρο) και η θεατρικότητά του∙ προχωρεί κατόπιν στη διερεύνηση των σχέσεων με το ιταλικό πρότυπο, στην ανίχνευση της πρωτοποριακής εξέλιξης της πλοκής, και στην αποτύπωση των ψυχολογικών διακυμάνσεων των προσώπων∙ για να καταλήξει σε μια περιγραφή της λογοτεχνικής προσωπικότητας του ποιητή και στο συμπέρασμα ότι το έργο του είναι «ένα αριστούργημα».

Ερωτόκριτος

Ο επιμελητής του τόμου κάνει μιαν, ανάλογη με την προηγούμενη, παρουσίαση του Ερωτόκριτου του Κορνάρου στο ευρύ περιθώριο που του αφήνει η έκταση ενός ολόκληρου κεφαλαίου. Ο συγγραφέας δίνει πρώτα μιαν επισκόπηση του είδους της μυθιστορίας ξεκινώντας από τα ελληνιστικά χρόνια, για να καταλήξει στη συνένωση της ελληνικής και της δυτικής μυθοπλασίας στον Ερωτόκριτο, που αποτιμάται ταυτόχρονα ως έργο της Αναγέννησης και ως κορωνίδα της ελληνικής μεσαιωνικής μυθιστορίας.

Ο αναγνώστης του κεφαλαίου στη συνέχεια θα παρακολουθήσει σύντομη συζήτηση για την ταυτότητα του ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου, τη σχέση του έργου με το ιταλικό του πρότυπο και την πενταμερή δομή του. Εκεί που ο συγγραφέας επιμένει περισσότερο είναι η περιγραφή των κύριων θεμάτων που απασχολούν τον ποιητή (αστάθεια της τύχης, κοινωνικές διακρίσεις, ξενιτιά κ.ά.), η μελέτη των προσώπων, με εξέχουσα τη θέση της Αρετούσας, το συμβολικό περιεχόμενο του κονταροχτυπήματος στο δεύτερο μέρος του έργου και η χρήση της ειρωνείας από τον ποιητή.

Κρητική λογοτεχνία και λαϊκή παράδοση

Το κεφάλαιο με το οποίο κλείνει το βιβλίο είναι μια πρωτοποριακή μελέτη της Margaret Alexiou για τη σχέση δύο συγκεκριμένων έργων της κρητικής λογοτεχνίας, του Απόκοπου από την πρώιμη φάση και της Θυσίας του Αβραάμ από την εποχή της ακμής, με τη λαϊκή παράδοση, προκειμένου να δείξει ότι ο συνδυασμός γραπτού και προφορικού (αλλά και εκκλησιαστικού-κοσμικού, βυζαντινού-ιταλικού) μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ενός «διαφορετικού ποιοτικά είδους λογοτεχνικού κειμένου».

«Εργαλεία»

Στο τέλος του τόμου, ο αναγνώστης θα βρει τα τρία ερευνητικά εργαλεία που τον καθιστούν έργο πολύτιμο για το ειδικό κοινό, αφετηρία κάθε νέας μελέτης για τα θέματα που εξετάζονται εδώ. Εκτός από το Ευρετήριο και τη Βιβλιογραφία (ενημερωμένη από τη μεταφράστρια του τόμου σε σχέση με την αγγλική πρώτη έκδοση), που είναι αυτονόητα για ένα τέτοιο βιβλίο, η πραγματική προσφορά είναι ο Βιβλιογραφικός Οδηγός που συνέταξε κάθε συγγραφέας χωριστά για το κεφάλαιό του. Ακολουθώντας περίπου τη δομή του αντίστοιχου κεφαλαίου, ο συγγραφέας δίνει τις βιβλιογραφικές παραπομπές του συνοδευόμενες από σύντομη αναφορά στο θέμα όπου εντάσσονται.

Ο ενδιαφερόμενος να ξεκινήσει τη μελέτη της Κρητικής λογοτεχνίας από γενικότερες, και συντομότερες από τον παραπάνω τόμο, επισκοπήσεις, μπορεί να δει τα σχετικά κεφάλαια που περιλαμβάνονται σε δύο σύμμεικτους πολυθεματικούς τόμους γύρω από την Κρήτη:

1.2. ΑΛΕΞΙΟΥ, Σ. 1988. Η Κρητική λογοτεχνία την εποχή της Βενετοκρατίας. Στο Κρήτη. Ιστορία και πολιτισμός, επιμ. Ν.Μ. Παναγιωτάκης. Τόμος δεύτερος, 197-229. Ηράκλειο: Τοπική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης.

Μαζί με τη μελέτη του ίδιου «Η Κρητική λογοτεχνία και η εποχή της», που έχει δημοσιευτεί αυτοτελώς από τις εκδόσεις Στιγμή (199…) πρόκειται για μια κλασική γραμματολογική εισαγωγή στο θέμα μας, που διακρίνεται στις ενότητες: 1. Η πρώιμη φάση, και 2. Η περίοδος της ωριμότητας, όπως έχει παγιωθεί να μελετάται η Κρητική λογοτεχνία.

1.3. ΜΑΡΚΟΜΙΧΕΛΑΚΗ, Α. 2004. Οι ποιητές του Χάνδακα (14ος-18ος αι.)/ The poets of Candia (14th-18th centuries). Στο Το Ηράκλειο και η περιοχή του. Διαδρομή στο χρόνο. Heraklion and its area. A journey through time, επιμ. Νίκος Γιγουρτάκης, 269-311. Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας και Γενική Γραμματεία Ολυμπιακών Αγώνων.

Η επισκόπηση αυτή εστιάζει στην ποιητική δραστηριότητα στην πόλη του Χάνδακα. Ωστόσο, επειδή ελάχιστοι είναι οι ποιητές από άλλα μέρη της Κρήτης που έργο τους έχει σωθεί, και επειδή στη μελέτη περιλαμβάνονται οι μείζονες ποιητές Χορτάτσης και Κορνάρος, που είχαν μεν καταγωγή από άλλες πόλεις αλλά πέρασαν μεγάλο μέρος της ζωής τους στην πρωτεύουσα του Βασιλείου της Κρήτης, εξετάζεται το σύνολο των σπουδαιότερων ποιητών της Κρητικής λογοτεχνίας. Επιπλέον, παρουσιάζονται Ιταλοί ποιητές που έζησαν και έγραψαν στον Χάνδακα ή για τον Χάνδακα, και που είναι ελάχιστα γνωστοί καθώς δεν αναφέρονται στις Ιστορίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας ή σε άλλες επισκοπήσεις.

2.1. PERI, M. 1999. Του πόθου αρρωστημένος. Ιατρική και ποίηση στον «Ερωτόκριτο». Μτφρ. Αφροδίτη Αθανασοπούλου. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Ο Massimo Peri, τακτικός καθηγητής της Νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Πάδοβας, εξέδωσε το 1996 στα ιταλικά τη συναρπαστική και πρωτοποριακή αυτή μονογραφία του που επιχειρεί με επιτυχία μιαν ερμηνεία του Ερωτόκριτου μέσα από τις ιατρικές πραγματείες της εποχής του. Ο συγγραφέας εξηγεί ότι προχώρησε σ' αυτή τη «διεπιστημονική άσκηση» από την ανάγκη να βρει «κάποιο αντίδοτο στον μελαγχολικό απομονωτισμό της εξειδίκευσης», κάνοντας ένα λογοπαίγνιο με τη μεσαιωνική ιατρική ιδέα της «μελαγχολίας».

Στην Εισαγωγή του, ο Peri, αφού εξηγήσει την οπτική γωνία από την οποία θα δει το θέμα του, κατατοπίζει τον αναγνώστη για το κείμενο που αποτελεί τον κεντρικό ιστό του βιβλίου του, δίδοντας την περίληψη του Ερωτόκριτου και μια σύντομη επισκόπηση των συζητήσεων για την ταυτότητα του ποιητή και το πρότυπό του. Κλείνοντας εξηγεί ότι στράφηκε στην ιατρική για να καταλάβει κάποιες αφηγηματικές λύσεις, εκφράσεις και αντιλήψεις του έργου, κάπως παράδοξες και ελάχιστα καθαρές, και ανακάλυψε ότι η λύση στις ερμηνευτικές τους δυσκολίες βρισκόταν μέσα σ' ένα οποιοδήποτε ιατρικό εγχειρίδιο του 16ου αιώνα.

1ο κεφάλαιο

Το πρώτο κεφάλαιο με τον λιτό τίτλο «Amor hereos» (ας πούμε περίπου «Αγάπη ερωτική») επιχειρεί να δώσει μιαν ευσύνοπτη σύνθεση της μεσαιωνικής ιατρικής σκέψης σχετικά με την αρρώστια του έρωτα, μέσα από ένα συμπαγές corpus ιατρικών εγχειριδίων που γράφτηκαν στη διάρκεια έξι αιώνων (11ος-17ος).

Ο συγγραφέας επιμένει στον καθορισμό της φύσεως της αρρώστιας του έρωτα και στη σχέση που τη συνδέει με τη μελαγχολία, στη θεώρησή της από τους γιατρούς της εποχής ως διαταραχής του νου με την υιοθέτηση της διάκρισης του Αβικέννα (11ος αι.) ανάμεσα σε αρρώστια του έρωτα ως ψυχικό πάθος και μελαγχολία ως σωματική ασθένεια.

Η επισκόπηση αυτή υποστηρίζεται από πλούσιες υποσημειώσεις, που, εκτός από τις απαραίτητες βιβλιογραφικές παραπομπές, περιέχουν επιπλέον παραθέματα από τα ιατρικά εγχειρίδια (στο λατινικό πρωτότυπο και σε ελληνική μετάφραση), ώστε να μη φορτωθεί παραπάνω το κυρίως κείμενο, στο οποίο υπάρχουν μόνο τα κυριότερα για την ιατρική μελέτη του Ερωτοκρίτου παραθέματα.

2ο κεφάλαιο

Το δεύτερο κεφάλαιο («Ιατρικές γνώσεις του Κορνάρου») αποτελεί την καθαυτό ιατρική ανάγνωση του Ερωτόκριτου. Υιοθετώντας την ίδια διάρθρωση που ακολουθούν τα ιατρικά εγχειρίδια για την εξέταση της αρρώστιας του έρωτα, ο Peri οργανώνει αυτό το κεφάλαιο στις ενότητες: «αιτία», «συμπτώματα» και «θεραπεία», υποδιαιρώντας τις δύο τελευταίες σε μικρότερες ενότητες, αντίστοιχα μία για κάθε σύμπτωμα (π.χ. Μαρασμός, Αϋπνία και ανορεξία, Δάκρυα, κλπ.) ή θεραπευτικό μέσο (Λόγος παραινετικός, Αποφυγή της απραξίας, κλπ.) που συναντούμε στο κρητικό έργο.

Στο κεφάλαιο αυτό, το κύριο βάρος πέφτει, όπως είναι αναμενόμενο, στα παραθέματα από τον Ερωτόκριτο που είναι απαραίτητα για να στηρίξουν τη θέση του συγγραφέα σε αυτήν τη μονογραφία. Έχοντας πληροφορηθεί το περιεχόμενο των ιατρικών πραγματειών της εποχής στο πρώτο κεφάλαιο, ο αναγνώστης τώρα παρακολουθεί την εφαρμογή τους στο έργο του Κορνάρου. Είναι δε έτσι οργανωμένη με ακρίβεια η παρουσίαση των ιατρικών γνώσεων του ποιητή από τον Peri, και τόσο καλά τεκμηριωμένη από τα σχόλιά του στους στίχους, που να μην αφήνει κενά και αμφιβολίες στο χρήστη του βιβλίου του, είτε πρόκειται για ειδικό αναγνώστη είτε για έναν απλό φίλο της ποίησης ή της Κρητικής λογοτεχνίας.

Και εδώ, οι πολυάριθμες υποσημειώσεις με πρωτότυπα και μεταφρασμένα παραθέματα από ιατρικές πραγματείες και πλήθος βιβλιογραφικές παραπομπές, δίνουν την απαραίτητη υποστήριξη στα επιχειρήματα του συγγραφέα χωρίς να βαραίνουν το κυρίως κείμενο. Το κεφάλαιο κλείνει ένα «γύρισμα του κύκλου» συνδέοντας τον όρο «amor hereos», τίτλο του πρώτο κεφαλαίου, με τον τίτλο της ίδιας της κρητικής μυθιστορίας, «Ερωτόκριτος», που αποτελεί «ίσως, και το ίχνος μιας μεταφραστικής απόπειρας».

3ο κεφάλαιο

Όπως έχουμε ξαναπεί, ο συγγραφέας ήθελε να δείξει ότι η γνώση των ιατρικών θεωριών είναι αναγκαία προϋπόθεση για να κατανοήσουμε τον Ερωτόκριτο∙ έτσι, μέχρι αυτό το σημείο επιχείρησε να διαβάσει το έργο σαν ένα εγχειρίδιο ιατρικής «περιορίζοντας στο ελάχιστο δυνατό τις αναφορές στα λογοτεχνικά στοιχεία του κειμένου». Τώρα, στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρεί τη σύνδεση «Ιατρικής και Λογοτεχνίας», όπως ο τίτλος του το δηλώνει.

Ξεκινά με εκτενή παραδείγματα σύνδεσης ιατρικής και λογοτεχνικής παράδοσης από τον Δάντη, που δεν παραλείπει να τα παραλληλίζει με τον Ερωτόκριτο για να δείξει ότι ο Κορνάρος μπορούσε να διαβάζει τις λογοτεχνικές μεταφορές στο «φως της ιατρικής σκέψης».

Το έργο στο οποίο θα περάσει, εν συνεχεία, είναι ο Orlando Furioso του Ariosto, το επικό ποίημα-έμβλημα της ιταλικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας, που, αναμφίβολα κατά τη γνώμη του Peri, αποτελεί την πιο σημαντική «ιατρική» πηγή του Ερωτόκριτου. Πολυάριθμα παραθέματα από τον Furioso, στο ιταλικό πρωτότυπο με ελληνική μετάφραση, υποστηρίζουν την επιχειρηματολογία του συγγραφέα, που, όταν χρειάζεται, συνοδεύει την εξέτασή του και από ερωτοκρίτεια αποσπάσματα, για να δείξει τις αξιοσημείωτες συμπτώσεις μεταξύ των δύο έργων και από ιατρικής πλευράς (π.χ. κοινά συμπτώματα της αρρώστιας του έρωτα για την Αρετούσα και την Bradamante).

Κατόπιν, μέσα από την παρουσίαση του ρητορικού ρεπερτορίου του Κορνάρου (μεταφορές, υπερβολές, αντιθέσεις κλπ.), ο Peri θέλει να δείξει ότι αυτό συνυφαίνεται διαρκώς με μιαν ιατρική ανάλυση του έρωτα (π.χ. για τις θερμικές μεταπτώσεις των ερωτευμένων, την κυκλοθυμική πορεία του πάθους κ.ά.)

Ο συγγραφέας πιστεύει ότι η σχέση του Ερωτόκριτου με την ιταλική λογοτεχνική παράδοση δεν εξαντλείται απλώς σε σειρές λεκτικών ή φραστικών επαφών με συγκεκριμένα κείμενα, αλλά ότι ο Κορνάρος δουλεύει στο εσωτερικό της ιταλικής παράδοσης, σε ένα σύστημα τόπων ίδιο με αυτό του Ariosto. Και για να διαβάσει κανείς αυτή την ποίηση, εξηγεί, πρέπει να αντιμετωπίσει το ακανθώδες ζήτημα την σχέσεων ανάμεσα στην ιατρική και την ποιητική παράδοση.

Πάνω σε αυτό το θέμα κινείται στο υπόλοιπο κεφάλαιο, που είναι μακράν το εκτενέστερο κεφάλαιο του βιβλίου, προσπαθώντας να απαντήσει το «γιατί» του φαινομένου η ιατρική και η λογοτεχνική σύλληψη του έρωτα να βρίσκονται σε διαρκή σχέση. Όταν ο λόγος θα επικεντρωθεί ξανά στον Ερωτόκριτο, ο συγγραφέας θα εξετάσει τον μύθο του Έρωτα που επιτίθεται και υποτάσσει τον ερωτευμένο, και στη συνέχεια θα επιστρέψει στις συσχετίσεις με τη δυτική λογοτεχνία, για να βρει τη σχέση ανάμεσα σε αυτόν τον μύθο και στην ανάλυση των γιατρών, με ιδιαίτερη έμφαση στο θέμα των «Λόγων», και δη των παραινετικών λόγων.

4ο κεφάλαιο

Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου («Fabula Ornata») θα εστιάσει σε ένα θέμα που μόλις ακροθιγώς είχε συζητηθεί στην Εισαγωγή: τις σχέσεις του Ερωτόκριτου με το δυτικό του πρότυπο, ήτοι με την ιταλική παράδοση του γαλλικού μυθιστορήματος Paris et Vienne.

Κατά τον Peri, ο Κορνάρος διαβάζει και ερμηνεύει το πρότυπό του στο φως της ιατρικής σκέψης, μιας σκέψης που δεν υπήρχε στο μυαλό του ανθρώπου που έγραψε το αρχικό μυθιστόρημα ή των Ιταλών διασκευαστών του, καθώς η ιατρική ανάλυση του έρωτα που εφαρμόζεται στον κρητικό έργο απουσιάζει τελείως από την παράδοση του Paris et Vienne, όπως μας δείχνει αυτό το κεφάλαιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και στοιχεία της ιστορίας που μένουν αμετάβλητα στο κρητικό έργο, να αποκτούν καινούργια σημασία.

Τα επιμέρους θέματα στα οποία ο συγγραφέας εξετάζει τις σχέσεις Ερωτόκριτου και δυτικού προτύπου είναι η Αύξηση (της έκτασης του έργου), η Επέκταση (σε επιμέρους επεισόδια), οι Παρεμβάσεις, η Ανάπτυξη (ή αλλιώς η ρητορική «αύξησις»), η Αφήγηση γεγονότων (το κονταροχτύπημα) και η Αφήγηση λέξεων (το όνειρο της Αρετούσας). Επιπλέον, τα σημεία εκείνα που ο Κορνάρος φωτίζει διαφορετικά, με τη βοήθεια της ιατρικής σκέψης, είναι τα κίνητρα της ιστορίας στο κρητικό έργο, οι τρόποι με τους οποίους ερωτεύονται ο Ρωτόκριτος και η Αρετούσα, και η τελική αναγνώριση των ηρώων στο τελευταίο μέρος.

Επίλογος - Βιβλιογραφία

Ο δισέλιδος Επίλογος του Peri είναι ένα ρητορικό παιχνίδι με τον αναγνώστη του, όπου όμως ακούγεται μόνο ο λόγος του συγγραφέα, να αναρωτιέται, μέσα από συνεχή ερωτήματα προς τον εαυτό του, κατά πόσο πέτυχε το στόχο του, αφήνοντας προφανώς τον αναγνώστη να απαντήσει.

Η εκτενής Βιβλιογραφία που ολοκληρώνει το βιβλίο είναι οργανωμένη σε «Κείμενα» και «Μελέτες», αλλά, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας στον Πρόλογό του, δεν έχει ενημερωθεί σε σχέση με την αρχική ιταλική έκδοση, ίσως λόγω της μικρής χρονικής απόστασης που χωρίζει τις δύο μορφές του έργου.

2.2. Αφιέρωμα των «Επτά Ημερών» (εφ. Η Καθημερινή) στον Ερωτόκριτο

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Παραμένοντας στο κλίμα των ερωτοκρίτειων μελετών, μία ακόμη έκδοση αποκλειστικά αφιερωμένη στο κρητικό αυτό μυθιστόρημα είναι το ένθετο της εφημ. Η Καθημερινή: ΓΙΟΥΡΓΟΣ, Κ. (επιμ.) 2000. Ερωτόκριτος. Ο ποιητής και η εποχή του. «Επτά Ημέρες» (11/6/2000). Τις μελέτες του αφιερώματος υπογράφουν οι πιο γνωστοί σύγχρονοι μελετητές του έργου (Αλεξίου, Holton, Μαυρομάτης, Ευαγγελάτος, Φιλιππίδου, Σηφάκης, Κακλαμάνης), οι Ολλανδοί Bakker και van Gemert, εκδότες της Θυσίας του Αβραάμ, που κατά καιρούς έχει θεωρηθεί έργο του ίδιου με τον Ερωτόκριτο ποιητή, και οι νεότερες ερευνήτριες Δεληγιαννάκη και Λεντάρη, με σημαντικό ήδη έργο στο χώρο. Η σπουδαιότητα του αφιερώματος αυτού έγκειται στο ότι ξεπερνά το όριο των απευθυνόμενων στο ευρύτερο κοινό εισαγωγικών μελετών περιλαμβάνοντας και εργασίες πρωτότυπες, για πρώτη φόρα δημοσιευμένες εδώ, όπως για τη σχέση του έργου με τη δημοτική ποίηση, με τους λογοτεχνικούς του «προγόνους» και με τις ποιητικές θεωρίες του 16ου αιώνα.

3.1. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ, Σ. 1993. Έρευνες για το πρόσωπο και την εποχή του Γεωργίου Χορτάτση. Ηράκλειο: Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Ο Γεώργιος Χορτάτσης, ο σημαντικότερος από τους γνωστούς μας θεατρικούς συγγραφείς της Κρητικής Αναγέννησης, είναι ένα πρόσωπο άγνωστο από τις πηγές, καθώς δεν σώζεται το πατρώνυμό του και έτσι αυτός δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποιον από τους πολυάριθμους συνονόματούς του που εμφανίζονται στις αρχειακές μαρτυρίες.

Με αυτή του τη σπονδυλωτή μελέτη, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, που σε πρώτη συνοπτική μορφή είχε παρουσιαστεί στο Ζ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο, ο Στέφανος Κακλαμάνης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, «στοχεύει να συζητήσει τη χρονολόγηση των τριών έργων του Χορτάτση υπό το φως νέων στοιχείων, να ελέγξει την ακρίβεια των διαθέσιμων σήμερα μαρτυριών για τον ποιητή και να συζητήσει την προτεινόμενη ταύτισή του με τον Γεώργιο Χορτάτση του Ιωάννη».

Η μελέτη διακρίνεται σε δύο μέρη: το πρώτο εξετάζει τα θέματα χρονολόγησης και το δεύτερο τις μέχρι τότε διατυπωμένες απόψεις για το πρόσωπο του ποιητή. Στο τέλος, ο συγγραφέας επιχειρεί ένα «σχέδιο βιογραφίας» βασισμένο πρωτίστως στα στοιχεία που αντλούμε για τον ποιητή μέσα από τα κείμενα και τα χειρόγραφα των έργων του. Το βιβλίο ολοκληρώνεται με τρία Παραρτήματα, στα οποία εκδίδονται (ορισμένα συνοδευόμενα από σχόλια) έντεκα συνολικά έγγραφα σχετικά με τη μελέτη που έχει προηγηθεί, και με τη Βιβλιογραφία.

Χρονολογήσεις

Το πρώτο μέρος της μελέτης διακρίνεται σε τρεις ενότητες: στην πρώτη ο συγγραφέας προτείνει, βασισμένος σε μιαν αναφορά του κειμένου στο θάνατο του Ιταλού αξιωματικού Baldassare Rangone (10.5.1581), ότι η κωμωδία του Χορτάτση Κατσούρμπος γράφτηκε τουλάχιστον δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα απ' ό,τι πιστεύαμε μέχρι τώρα και έτσι το σημείο εκκίνησης του Κρητικού θεάτρου μετατίθεται χρονικά προς τα πίσω.

Στη δεύτερη και στην τρίτη ενότητα του πρώτου μέρους συζητά θέματα χρονολόγησης των άλλων δύο γνωστών έργων του Χορτάτση, της Πανώριας και της Ερωφίλης. Για μεν τη συγγραφή τους δείχνει ότι τοποθετείται στο διάστημα 1595-1600, χωρίς ωστόσο να μπορούμε να γνωρίζουμε ποιο από τα δύο γράφτηκε πρώτο, ενώ παραστάσεις και των δύο έργων έγιναν στα Χανιά στο διάστημα 1600-1604, όπως συμπεραίνει ερμηνεύοντας σημεία της αφιέρωσης της Πανώριας σε βενετοκρητικό ευγενή που ζούσε στα Χανιά.

Απόπειρες ταύτισης του ποιητή

Το δεύτερο μέρος της σπονδυλωτής αυτής μελέτης διακρίνεται σε τρεις υποενότητες επίσης, στις οποίες ο Κακλαμάνης συζητά ζητήματα ταύτισης του ποιητή με συγκεκριμένα πρόσωπα και προσπαθεί να αντλήσει στοιχεία για την προσωπικότητά του. Καταλήγει έτσι, μετά από διεξοδικό έλεγχο των στοιχείων που του παρέχει η ως τώρα έρευνα στο γεγονός ότι ο ποιητής ήταν Κρητικός ευγενής ο οποίος ανήκε σε διαφορετικό κλάδο της οικογένειας Χορτάτση από εκείνον του γνωστού από τις πηγές συνώνυμού του γιατρού και του μητροπολίτη Φιλαδελφείας Μελετίου Χορτάτση.

Τέλος, ο συγγραφέας αποκλείει, αφού προσθέσει και τέσσερα συμπεράσματα της δικής του έρευνας, την προταθείσα από τον Σπύρο Ευαγγελάτο ταύτιση του ποιητή με κάποιον Γεώργιο Χορτάτση του Ιωάννη (1560-1610 περ.) που ήταν και γραμματικός του βενετοκρητικού ευγενή Ματθαίου Καλλέργη.

3.2. ΓΙΟΥΡΓΟΣ, Κ. (επιμ.) 2000, Γεώργιος Χορτάτσης. Ο πατέρας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Στο ένθετο: Η Καθημερινή. «Επτά Ημέρες» (3/12/2000).

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Η μελέτη του Στέφανου Κακλαμάνη ανακίνησε τη συζήτηση γύρω από το πρόσωπο του «πατέρα του Νεοελληνικού θεάτρου», όπως έχει χαρακτηριστεί, Γεωργίου Χορτάτση. Ωστόσο, όσο η ταύτισή του είναι ανέφικτη, μια συνθετικότερη εργασία σχετικά με τη ζωή του είναι αδύνατο να γραφεί. Τα ίδια τα έργα του, όμως, μας δίνουν τη δυνατότητα να μιλήσουμε για την ποιητική του προσωπικότητα και αυτό επιχειρήθηκε στο εν λόγω αφιέρωμα των «Επτά Ημερών» της Καθημερινής, που υπογράφεται από επτά φιλολόγους ειδικευμένους στο έργο του Χορτάτση, και από έναν καθηγητή θεατρολογίας, ο οποίος παρουσιάζει γενικά το θεατρικό πλαίσιο της εποχής.

Εισαγωγικές παρουσιάσεις

Ο Στέφανος Κακλαμάνης, αντλώντας στοιχεία κυρίως από τη μελέτη του που παρουσιάζεται παραπάνω, σκιαγραφεί το πρόσωπο και τη ζωή του ποιητή στο πρώτο άρθρο του αφιερώματος.

Το άρθρο της Αναστασία Μαρκομιχελάκη, που ακολουθεί, είναι απόπειρα να τοποθετηθεί ο Χορτάτσης μέσα στο πλαίσιο τόσο της Κρητικής όσο και γενικότερα της Ιταλικής λογοτεχνίας του καιρού του, για να φανεί αυτό που και ο τίτλος δηλώνει, ότι ήταν ένας «λόγιος της Αναγέννησης». Το κείμενο ξεκινά με μιαν εισαγωγή στην εποχή της Πρώιμης Κρητικής λογοτεχνίας, παρουσιάζοντας τρεις από τους ποιητές της, «λογοτεχνικούς προδρόμους» του Χορτάτση. Στο υπόλοιπο, και μεγαλύτερο, τμήμα του κειμένου, όπου παρουσιάζεται η εποχή της Κρητικής ακμής και τα θεατρικά είδη της, γίνεται συνεχής προσπάθεια ένταξης του Χορτάτση μέσα στο λογοτεχνικά συμφραζόμενα του καιρού του, ώστε να έρθει ως φυσική κατάληξη η συμπερασματική παράγραφος «Ο αναγεννησιακός Χορτάτσης».

Τα σωζόμενα έργα του Χορτάτση

Ο Στυλιανός Αλεξίου, εκ των δύο επιμελητών της πιο πρόσφατης κριτικής έκδοσης της Ερωφίλης, παρουσιάζει την αριστουργηματική αυτή τραγωδία δίνοντας στοιχεία για την ιστορία της οικογένειας Χορτάτση, το ιταλικό πρότυπο που είχε ο ποιητής γι' αυτό του το έργο, την υπόθεση της τραγωδίας, το ύφος και τη γλώσσα της, τις επιδράσεις της στον Κορνάρο και άλλους ποιητές, τις κατοπινές δημοτικές διασκευές της και τις εκδόσεις που γνώρισε το έργο.

Ειδικότερα στην απήχηση που είχε μετά τη συγγραφή του το κορυφαίο αυτό έργο της νεοελληνικής δραματουργίας κάνει λόγο ο Βάλτερ Πούχνερ, που έχει αφιερώσει στο θέμα τρεις εκτενείς μελέτες. Ο Πούχνερ ανιχνεύει τις απηχήσεις της Ερωφίλης μέσα από τις δύο έντυπες εκδόσεις που γνώρισε στον καιρό της, και μέσα από τις ενδείξεις ότι έχει επηρεάσει τη συγγραφή σχεδόν όλων των κρητοεπτανησιακών λογοτεχνημάτων μέχρι το 1800, ότι απηχήσεις της συναντούμε και σε αιγαιοπελαγίτικα έργα και ότι έφτασε να παίζεται μέχρι τον 20ό αιώνα, διασκευασμένη, σε λαϊκές καρναβαλικές παραστάσεις, ενώ πολυάριθμα δημοτικά τραγούδια αναπαράγουν την υπόθεσή της.

Στο ποιμενικό δράμα Πανώρια είναι αφιερωμένο το επόμενο κείμενο, του Alfred Vincent, που παρουσιάζει πρώτα την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία κινούνταν τα έργα του είδους αυτού, κατόπιν εστιάζει στο συγκεκριμένο σκηνικό του κρητικού Ψηλορείτη ως λογοτεχνική σύμβαση και στο τέλος δίνει μια περίληψη της υπόθεσης. Το ξεχωριστό στοιχείο όμως που απασχολεί τον συγγραφέα είναι η λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζει το έργο αυτό και τον κάνει να το χαρακτηρίσει «παιχνίδι ειρωνικής νοσταλγίας».

Ο Στέφανος Κακλαμάνης γράφει και την ανάλογη εισαγωγική παρουσίαση του τρίτου έργου του Χορτάτση, της κωμωδίας Κατσούρμπος, εστιάζοντας κατά σειρά στην υπόθεση, τους ήρωες, το πρότυπο του έργου, τη χρονολόγησή του, τις ατέλειες της πλοκής του και τις πιθανές «έξωθεν επεμβάσεις» που αυτό υπέστη μετά τη συγγραφή του.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο τέλος κάθε εισαγωγικού κειμένου στα τρία κύρια έργα του ποιητή, παρατίθεται μία σελίδα με αποσπάσματα, που βοηθούν τον αναγνώστη να σχηματίσει καλύτερη εικόνα του αντίστοιχου έργου.

Τα έργα του Χορτάτση, στην έντυπη ή χειρόγραφη παράδοσή τους, συνοδεύονται και από ιντερμέδια, δηλαδή μικρά εμβόλιμα αυτοτελή δράματα γραμμένα για να παίζονται στα διαλείμματα των έργων. Με αυτά τα ιντερμέδια ασχολείται το κείμενο της Ρένας Λυδάκη, η οποία εξετάζει το ζήτημα της πατρότητάς τους, των προτύπων και της χρονολόγησής τους, της υπόθεσής και του χαρακτήρα τους, ενώ στο τέλος δίνει στοιχεία για τον σκηνικό χώρο που απαιτείται για το παίξιμό τους.

Άλλες μελέτες

Η γλώσσα του Χορτάτση εξετάζεται στο κείμενο της κατ' εξοχής ειδικευμένης στο θέμα Κομνηνής Πηδώνια. Η συγγραφέας δίνει μια περιγραφή της ιδιωματικής, αλλά ωστόσο λογιότερης από του Κορνάρου, γλώσσας του Ρεθύμνιου δραματουργού, με αναφορές στο λεξιλόγιο, τη γραμματική, τα φωνητικά στοιχεία και τη σύνταξή της, για να καταλήξει ότι ο Χορτάτσης έδωσε έργα αξιόλογα και από γλωσσική άποψη.

Το αφιέρωμα κλείνει με μια γενική επισκόπηση του αναγεννησιακού θεάτρου από τον θεατρολόγο Αντώνη Γλυτζουρή.

4.1 ΑΛΕΞΙΟΥ, Σ. 1999. Κρητικά Φιλολογικά. Μελέτες. Αθήνα: στιγμή.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Πρόκειται για έναν τόμο 400 σελίδων, όπου αναδημοσιεύονται βελτιωμένες είκοσι τρεις μελέτες του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης Στυλιανού Αλεξίου, οι οποίες καλύπτουν χρονικό διάστημα σαράντα ετών (1952-1992), ενώ δύο ακόμη μελέτες του δημοσιεύονται εδώ για πρώτη φορά. Τα είκοσι πέντε αυτά κείμενα αναφέρονται στην Κρητική λογοτεχνία του 15ου-17ου αιώνα και σε άλλα κρητικά φιλολογικά θέματα.

Πολύ κατατοπιστική είναι η Εισαγωγή του συγγραφέα, επειδή εκεί εξηγεί ποιες συναφείς μελέτες του δεν περιλαμβάνονται στον τόμο, κατατοπίζει σύντομα τον αναγνώστη για το περιεχόμενο των δημοσιευόμενων μελετών, παραθέτει θετικές κρίσεις που διατυπώθηκαν για τις εργασίες αυτές μετά την πρώτη τους δημοσίευση, και απαντά σε διαφορετικές ερμηνείες και προτάσεις που είχε δεχτεί σε θέματα κριτικής κειμένων. Το εύρος των έργων που τον απασχολούν καλύπτει τόσο την Πρώιμη Κρητική λογοτεχνία (Απόκοπος, έργα του Φαλιέρου) όσο και τη λογοτεχνία της Ακμής (Ερωτόκριτος, Θυσία του Αβραάμ, Βοσκοπούλα, έργα του Χορτάτση). Σε άλλες μελέτες ασχολείται με επιμέρους έργα και σε άλλες με γενικότερα ζητήματα της λογοτεχνίας στην Κρήτη κατά τη βενετοκρατία. Περιλαμβάνονται επίσης βιβλιοκρισίες του.

Γενικές μελέτες

Δύο μελέτες του συγγραφέα αναφέρονται σφαιρικά σε γενικότερα θέματα του κρητικού πολιτισμού, στη «συμβολή του Ρεθύμνου στην Κρητική Αναγέννηση» και στον «πολιτισμό και την κοινωνία της βενετοκρατούμενης Κρήτης». Και οι δύο είχαν εκφωνηθεί ως ομιλίες, στο πανεπιστήμιο της Κρήτης και της Πάδοβας αντίστοιχα.

Πρώιμη Κρητική λογοτεχνία

Στο πεδίο αυτό περιλαμβάνονται μελέτες του που αναφέρονται στον Απόκοπο και αντανακλούν τα γενικότερα εκδοτικά ενδιαφέροντα του Αλεξίου, και άλλες που αναφέρονται σε ποιήματα του Σαχλίκη και του Φαλιέρου, στη Φυλλάδα του Γαϊδάρου και στο Ανακάλημα της Κωνσταντινόπολης - κυρίως ερμηνευτικές παρατηρήσεις, παρατηρήσεις σε γραφές λέξεων καθώς και διορθώσεις.

Κρητικό θέατρο

Στον τομέα του Κρητικού Θεάτρου, σημαντική ήταν η συμβολή του Αλεξίου στον εντοπισμό χασμάτων στην παραδεδομένη μορφή της ανώνυμης κωμωδίας Στάθης (στο «Παρατηρήσεις στο Κρητικό Θέατρο»). Στον τόμο αυτό βρίσκουμε ακόμη ποικίλες γλωσσικές παρατηρήσεις και διορθώσεις που αφορούν την Ερωφίλη, την οποία εξέδωσε κριτικά μαζί με τη Μάρθα Αποσκίτη (1988), αλλά και τον Φορτουνάτο, την Πανώρια, τον Στάθη και τον Ζήνωνα. Ξεχωριστό μελέτημα αφιερώνει στη Θυσία του Αβραάμ, με αφορμή την κριτική έκδοση Μέγα του 1954, που ξεπερνά τα όρια της απλής βιβλιοκρισίας και συζητά θέματα γλώσσας και στιχουργίας, χρονολόγησης και ταύτισης του ποιητή.

Ερωτόκριτος

Ο τόμος ξεκινά με ένα μελέτημα του Αλεξίου απ' αυτά που σημάδεψαν τις αντιλήψεις μας για την Κρητική λογοτεχνία: το μεγάλο άρθρο (πενήντα σχεδόν σελίδες σε αυτή την έκδοση) του 1952 «Ο χαρακτήρ του Ερωτοκρίτου», που δημοσιεύεται εδώ συντομευμένο και ενημερωμένο σε ουσιώδη σημεία. Η μελέτη αυτή, όπως παρατηρεί ο ίδιος ο συγγραφέας της στην Εισαγωγή, «εσημείωσε τη στροφή από τη λαογραφική στη φιλολογική εξέταση του Ερωτοκρίτου, της γλώσσας και του 'κόσμου' του».

Ο Αλεξίου θεωρεί ότι εξακολουθεί να είναι ένα χρήσιμο άρθρο, πενήντα χρόνια μετά τη συγγραφή του, επειδή «δείχνει τον ιδιαίτερα μελετημένο από τον ποιητή 'κόσμο' του Ερωτοκρίτου, και δείχνει επίσης την αιφνίδια, όχι βαθμιαία όπως πιστευόταν, στροφή της λογοτεχνικής γλώσσας, γύρω στα 1600, προς το ιδίωμα». Για τον σημερινό μελετητή του Ερωτόκριτου, που διαβάζει αυτό το άρθρο, εξαιρετικά χρήσιμο είναι το «Βιβλιογραφικό συμπλήρωμα» που έχει προσθέσει ο συγγραφέας με τις σπουδαιότερες μελέτες των τελευταίων δεκαετιών γύρω από το έργο.

Οι εσωτερικοί μεσότιτλοι του εκτενούς άρθρου το χωρίζουν σε μικρότερες ενότητες κατατοπίζοντας τον αναγνώστη για τα εξεταζόμενα θέματα Απ' αυτές, εντελώς ενδεικτικά, θα ξεχωρίζαμε για τη σπουδαιότητά τους στην ορθότερη κατανόηση του έργου: την «Εσωτερική νομοτέλεια του έργου», που θέτει στη σωστή τους διάσταση τους αναχρονισμούς του Κορνάρου, και μιλά για τον τεχνητό και όχι ανακριβή κόσμο του Ερωτοκρίτου, την «Αγάπη της αρχαιότητος», και τη «γλωσσική μορφή».

Είναι σπουδαίο που η ολοκλήρωση του άρθρου μάς δίνει μια πρώτη περιγραφή της προσωπικότητας του ποιητή, σε μια εποχή που μας ήταν άγνωστος από τις ιστορικές πηγές (άνθρωπος με τη μόρφωση της εποχής του που δεν γράφει από τύχη ή από ποιητικό ένστικτο μόνο), και δίνει κατευθύνσεις για τη μελέτη της γλώσσας (που είναι αποτέλεσμα επιμελούς εργασίας) και του χαρακτήρα του (συνδέεται με την υστεροβυζαντινή λογοτεχνία αλλά είναι δημιούργημα της κρητικής Αναγέννησης), αντιλήψεις που δεν έχουν ξεπεραστεί από τη μετέπειτα έρευνα.

Μεταγενέστερες μελέτες για τον Ερωτόκριτο επικεντρώνονται κυρίως σε κριτικές παρατηρήσεις πάνω σε γραφές και τις διορθώσεις τους, στη γλώσσα και τη στιχουργία του έργου. Μία μελέτη αναφέρεται στη σχέση με την έμμετρη ιταλική διασκευή του Paris et Vienne από τον Albani, και δείχνει τις μεγάλες υφολογικές διαφορές της με την κρητική μυθιστορία∙ και μία από τις πιο πρόσφατες εργασίες, τέλος, εξετάζει τις «γλωσσικές αποκλίσεις και τους λογότυπους στον Ερωτόκριτο», για να δείξει ότι η άποψη που υποστηρίζει την απλότητα και τα λαϊκότητα του ύφους του έργου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Άλλες μελέτες

Στον τόμο περιλαμβάνονται ακόμη Βιβλιοκρισίες κριτικών εκδόσεων (Πανώρια, του Κριαρά, Ερωτικά Όνειρα του Φαλιέρου, του van Gemert, Θυσία του Αβραάμ, του Μέγα) και της Ποιητικής Ανθολογίας του Λίνου Πολίτη, μία νεκρολογία (Λίνος Πολίτης), καθώς και μελέτες σε γλωσσολογικά θέματα («Αδυναμίες του νεοελληνικού ετυμολογικού» και «Επιστημονικά λεξικά της μεσαιωνικής και νέας ελληνικής»).

Σε πολλές από τις μελέτες του συγκεντρωτικού αυτού τόμου βρίσκουμε τον Αλεξίου να «συνομιλεί» με άλλους μείζονες μελετητές της Κρητικής λογοτεχνίας, παλαιότερους (Ξανθουδίδης) ή σύγχρονούς του (Κριαρά, Λίνο Πολίτη), να ελέγχει κριτικά κάποιες επιλογές τους και να προτείνει διορθώσεις γραφών, οι οποίες στη συνέχεια ενσωματώθηκαν στα κείμενα των κριτικών του εκδόσεων.

5.1. & 5.2.

Στη συνέχεια παρουσιάζονται δύο βιβλία έγκριτων μελετητών και εκδοτών της Κρητικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας τα οποία περιλαμβάνουν επιμέρους εργασίες τους που καλύπτουν μεγάλο χρονικό διάστημα της δραστηριότητάς τους και για διάφορους τεχνικούς λόγους δεν είναι όλες εύκολα προσβάσιμες από τον ενδιαφερόμενο αναγνώστη. Στα ίδια βιβλία περιλαμβάνονται και μελέτες για άλλες περιόδους της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

5.1. ΑΠΟΣΚΙΤΗ, Μ., 2003. Κρητολογικά. Αναγεννησιακά και νεώτερα. Αθήνα: στιγμή.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Ο τόμος αυτός συγκεντρώνει δεκαπέντε μελέτες (δημοσιευμένες για πρώτη φορά από το 1955 ως το 2002) και μία βιβλιοκρισία της Μάρθας Αποσκίτη, η οποία έχει εκδώσει σημαντικά έργα της Κρητικής λογοτεχνίας -μόνη της (Ροδολίνος) ή σε συνεργασία με τον Στυλιανό Αλεξίου (Ερωφίλη, Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ, Κρητικός Πόλεμος)- και έχει μεταφράσει στα ελληνικά το πρότυπο του Ερωτοκρίτου Paris e Vienna, από την πεζή ιταλική μορφή του και από την έμμετρη διασκευή της. Χωριστά, σε επίμετρο, δημοσιεύεται μια ομιλία του Στέφανου Κακλαμάνη για το έργο και την προσφορά της Αποσκίτη στις κρητολογικές σπουδές και μια ομιλία της ίδιας για τα «κύρια γνωρίσματα της Κρητικής Λογοτεχνίας».

Οι μελέτες δημοσιεύονται εδώ σε βελτιωμένη μορφή, όπως διαβάζουμε στον Πρόλογο του τόμου. Στον ίδιο Πρόλογο, που υπογράφεται από τον Στυλιανό Αλεξίου, μνημονεύονται θετικές και αρνητικές κρίσεις που είχαν διατυπωθεί για ορισμένες από τις μελέτες αυτές καθώς και για εκδόσεις της Αποσκίτου. Η προσφορά αυτού του τόμου στις κρητολογικές σπουδές υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι συγκεντρώνει κείμενα που δεν είχαν προβληθεί αρκετά στο παρελθόν.

Η διάκριση «νεώτερα» που γίνεται στον υπότιτλο αναφέρεται σε τέσσερις μελέτες που ασχολούνται με Κρήτες λογίους και κρητικά φιλολογικά περιοδικά του α΄ μισού του 20ού αιώνα. Οι σχετικές με την αναγεννησιακή κρητική λογοτεχνία μελέτες ασχολούνται κυρίως με επιδράσεις της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας στα κρητικά έργα (αλλά και με επιδράσεις των κρητικών έργων σε νεοελληνικά), καθώς και με ιδεολογικά και υφολογικά ζητήματά τους.

Επιδράσεις ιταλικών έργων

Έξι από τις δημοσιευόμενες μελέτες ασχολούνται με τις σχέσεις του Ερωτόκριτου και έργων του Κρητικού θεάτρου με ιταλικά έργα της Αναγέννησης. Η παλαιότερη απ' αυτές συγκρίνει κρητικές κωμωδίες με τα έργα του Μολιέρου, όχι για να υποστηρίξει μιαν απευθείας επαφή των δύο, αλλά για να δείξει ότι ανήκουν στο ίδιο αναγεννησιακό πνευματικό κλίμα και να τονίσει τα σημεία επαφής της κρητικής κωμωδίας με την ευρωπαϊκή. Είναι χαρακτηριστικό της οξυδέρκειας της συγγραφέως ότι γράφει αυτές τις παρατηρήσεις, που αργότερα δεν έπαψαν να επαληθεύονται από την έρευνα, σε μια εποχή (1957) που δεν είχε καν εκδοθεί η μία (Κατσούρμπος) από τις τρεις σωζόμενες κρητικές κωμωδίες.

Στο ίδιο θέμα θα επανέλθει, είκοσι τρία χρόνια αργότερα, για να βρει αναλογίες και διαφορές του Κατσούρμπου με ιταλικές κωμωδίες, και κυρίως τη Lena του Ariosto.

Συνεκδότρια, με τον Στυλιανό Αλεξίου, της Ερωφίλης του Χορτάτση, η Αποσκίτη δείχνει την εξοικείωσή της με την κρητική τραγωδία και το ιταλικό της πρότυπο στη μελέτη «Ο ιδεολογικός κόσμος της Ερωφίλης», όπου δίνει κυρίως τις ομοιότητες και τις διαφορές με την Orbecche του Giraldi Cinzio και λιγότερο με τον Aminta του Tasso και τη Merope του Torelli.

Οι επιδράσεις που δέχτηκε ο Κορνάρος γράφοντας τον Ερωτόκριτο απασχολούν τη συγγραφέα σε δύο μελέτες, όπου προσθέτει «Άγνωστες ιταλικές επιδράσεις» και «Επιδράσεις της Adriana του Groto» στο κρητικό έργο.

Άλλες εργασίες

Καθαρά υφολογικές είναι οι παρατηρήσεις της για τις «Παρεμβάσεις του αφηγητή στον Ερωτόκριτο» και για τη γλώσσα και το ύφος του Κρητικού Πολέμου του Μπουνιαλή.

Ωστόσο, πολύ ενδιαφέρον έχει η ενασχόλησή της με ένα έργο της Κρητικής λογοτεχνίας που σπάνια απασχολεί τους μελετητές, προφανώς επειδή είναι γραμμένο στα ιταλικά. Πρόκειται για το ποιμενικό δράμα Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου, για τον εθνικό χαρακτήρα της οποίας η Αποσκίτη κάνει εύστοχες επισημάνσεις και αποκαθιστά λανθασμένες απόψεις παλαιότερων μελετητών.

Τέλος, ιδιαίτερη προσφορά στις κρητολογικές σπουδές αποτελεί η παρουσίαση και η μετάφραση οκτώ σονέτων του Ιταλού ποιητή Bartolemeo dalli Sonetti (15ος αι.) αφιερωμένων στην Κρήτη.

5.2. ΧΟΛΤΟΝ, Ντ. 2000. Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα. Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Στον τόμο αυτό συγκεντρώνονται δεκαεπτά μελέτες του Ντέιβιντ Χόλτον, καθηγητή της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ από το 1981. Οι μελέτες καλύπτουν μια χρονική περίοδο είκοσι πέντε περίπου ετών (1973-1999) και εκτείνονται σε ευρύ φάσμα θεμάτων, από την πρώιμη νεοελληνική λογοτεχνία μέχρι τον Καβάφη.

Ωστόσο, τα ειδικότερα ενδιαφέροντα του Χόλτον στο πεδίο της Κρητικής αναγεννησιακής λογοτεχνίας αντανακλώνται σε περισσότερες από τις μισές μελέτες του τόμου, που και με τον τίτλο του δίνει προτεραιότητα στο γνωστότερο έργο της περιόδου. Η ενασχόληση του συγγραφέα με τον Ερωτόκριτο έχει καταλάβει μεγάλο μέρος της επιστημονικής του δραστηριότητας το τελευταία είκοσι χρόνια, με καρπούς, εκτός από τις εδώ παρουσιαζόμενες εργασίες, μια σύντομη εισαγωγική μονογραφία στα αγγλικά (Erotokritos, Bristol 1991), και κυρίως το τετράτομο μνημειώδες έργο (σε συνεργασία με την Ντία Φιλιππίδου) Του κύκλου τα γυρίσματα. Ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση, που παρουσιάζεται σε άλλο σημείο της παρούσας Ηλεκτρονικής Πύλης [αρ. 9.2.2.].

Ερωτόκριτος

Ο Ερωτόκριτος είναι το αποκλειστικό θέμα στις μελέτες 4, 5, 7 και 10, ενώ εξετάζεται και στις 6, 8, και 9. Η δέκατη μελέτη είναι μια επισκόπηση των ερευνών που αναλύουν και ερμηνεύουν το κείμενο ως λογοτέχνημα και εμφανίστηκαν μετά τη δημοσίευση της κριτικής έκδοσης Αλεξίου (1980). Η παρουσίαση αυτή, μαζί με τη βιβλιογραφία της και το σχετικό κεφάλαιο του Χόλτον στον τόμο Λογοτεχνία και Κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης, που παρουσιάζεται παραπάνω, αποτελεί το κατάλληλο σημείο εκκίνησης για όποιον ενδιαφέρεται να μελετήσει για πρώτη φορά το κρητικό έργο, και δίνει ιδέες για θέματα που μένει ακόμη να μελετηθούν και που αποτελούν desiderata της ερωτοκρίτειας βιβλιογραφίας.

Από τις υπόλοιπες, αξιόλογες όλες, μελέτες για τον Ερωτόκριτο, αξίζει να προσεχτεί η πέμπτη του τόμου, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνεται το έμμετρο αυτό μυθιστόρημα, επειδή περιέχει μερικές ιδέες που έδωσαν νέα ώθηση στη μελέτη της λογοτεχνικότητάς του, όταν, πριν από είκοσι χρόνια, το σχετικό ενδιαφέρον μονοπωλούσε ακόμη η διαμάχη για την ταυτότητα του ποιητή και τη χρονολόγηση.

Ο Χόλτον υποστηρίζει ότι ο ίδιος ο ποιητής είχε συλλάβει το έργο του με πενταμερή διαίρεση, η οποία ταιριάζει στο πεντάπρακτο σχήμα των αναγεννησιακών δραμάτων, και είναι ίσως ο πρώτος που συνέδεσε τον Ερωτόκριτο με τις ιταλικές θεωρίες του δράματος του 16ου αιώνα. Ένας άλλος τομέας όπου εξετάζεται το «οργανωτικό δαιμόνιο» του Κορνάρου είναι στο μακρύ επεισόδιο του κονταροχτυπήματος, το οποίο συνέθεσε τελείως απελευθερωμένος από το δυτικό του πρότυπο.

Αλλά και οι ιδέες του συγγραφέα για την αλληλεξάρτηση προφορικού και γραπτού λόγου στον Ερωτόκριτο (αρ. 6), για τη μη αποκοπή του Κορνάρου από την ελληνική παράδοση, την οποία συνδύασε με μια νέα υστερο-αναγεννησιακή διάθεση (αρ. 4), καθώς και για την ιδιάζουσα χρήση της αρχαιοελληνικής μυθολογίας μέσα στο έργο (αρ. 9) είναι πρωτότυπες και συμβάλλουν αποφασιστικά στην προώθηση της λογοτεχνικής θεώρησης του έργου.

«Συμπληρωματικά σχόλια»

Το πρόβλημα της βιβλιογραφικής ενημέρωσης, που ελλοχεύει πάντα πίσω από τέτοιου είδους τόμους που συγκεντρώνουν παλαιότερες μελέτες, θεραπεύεται από τον Χόλτον με την προσθήκη «Συμπληρωματικών σχολίων» στο τέλος κάθε κεφαλαίου, στα οποία ο αναγνώστης θα βρει πληροφορίες για σχετικά με το θέμα δημοσιεύματα που έγιναν μετά την ολοκλήρωση της αντίστοιχης μελέτης. Τον τόμο ολοκληρώνει, τέλος, ένα ευρετήριο κυρίων ονομάτων.

6.1. & 6.2.

Παρουσιάζονται στη συνέχεια σε μία ενότητα, λόγω του κοινού τους θέματος, δύο συγκεντρωτικοί τόμοι γύρω από το Κρητικό θέατρο που περιέχουν καινοτόμες μελέτες των καθηγητών Νικολάου Παναγιωτάκη και Βάλτερ Πούχνερ, οι οποίοι αφιέρωσαν στη θεατρική παραγωγή της Κρητικής ακμής ένα σοβαρό μέρος της επιστημονικής τους δραστηριότητας.

6.1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Ν.Μ. 1998. Κρητικό Θέατρο. Μελέτες. Επιμ. Στέφανος Κακλαμάνης - Γιάννης Μαυρομάτης. Αθήνα: στιγμή.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Ένα χρόνο μετά τον πρόωρο θάνατο του καθηγητή Ν.Μ. Παναγιωτάκη (†1997), δύο μαθητές και συνεργάτες του είχαν την πρωτοβουλία να συγκεντρώσουν σε έναν τόμο δέκα μελέτες του που αναφέρονταν στο Κρητικό θέατρο της Αναγέννησης και είχαν δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο διάστημα 1954-1993. Ιδιαίτερη σπουδαιότητα έχει το γεγονός ότι δημοσιεύεται εδώ και μία ανέκδοτη μελέτη του, με νέες ειδήσεις για τις θεατρικές παραστάσεις στην Κρήτη.

Οι επιμελητές, όπως εξηγούν στον Πρόλογό τους, φρόντισαν ώστε οι μελέτες που επέλεξαν να συνθέτουν την ιστορία του Κρητικού θεάτρου από τις πρώτες γνωστές εμφανίσεις Ιταλών κωμωδιογράφων στην Κρήτη και την ίδρυση Ακαδημιών μέχρι την εισαγωγή και την καλλιέργεια θεάτρου στο νησί από επώνυμους Κρητικούς λογίους.

Πρόκειται για μελέτες που αποδείχτηκαν θεμελιακές «στην κατανόηση των συνθηκών, στην ανάδειξη των μηχανισμών και στην προβολή των προσώπων που οδήγησαν στην άνθηση του θεάτρου στην Κρήτη». Έξι απ' αυτές περιλαμβάνονται στο κύριο μέρος του τόμου, και τέσσερις εντάσσονται σε παράρτημα.

Οι κρητικές Ακαδημίες

Ο Ν.Μ. Παναγιωτάκης στάθηκε πρωτοπόρος στην ανάδειξη του έργου που επιτέλεσαν στην Κρήτη οι Ακαδημίες λογίων που είχαν ιδρυθεί στις τρεις μεγάλες πόλεις (Χάνδακα, Ρέθυμνο και Χανιά) κατά το πρότυπο των ανάλογων ιταλικών.

Η πρώτη μελέτη, που αναφέρεται στην Ακαδημία του Χάνδακα, αποτελεί και μια γενικότερη εισαγωγή στο θεσμό των ιταλικών Ακαδημιών και τη σχέση τους με το θέατρο, πολύτιμη εισαγωγή, επειδή το 1966 που γράφτηκε το κείμενο, το θέμα ήταν σχεδόν άγνωστο στην ελληνική βιβλιογραφία και έρευνα.

Μεγάλο μέρος, λοιπόν, της εργασίας αυτής των πενήντα σελίδων αφιερώνεται πρώτα στην Accademia Olimpica της Βιτσέντζας, ως σημαντική περίπτωση ιταλικής ακαδημίας που καλλιέργησε το θέατρο και οργάνωσε παραστάσεις, και κατόπιν γενικά στην ενίσχυση και τη διάδοση της δραματικής τέχνης ως δραστηριότητας των ιταλικών Ακαδημιών. Με την ευκαιρία αυτής της εισαγωγής, μάλιστα, ο συγγραφέας προχωρεί και σε μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του Ιταλικού θεάτρου, προκειμένου να γίνει πληρέστερα κατανοητό το φαινόμενο των Ακαδημιών.

Σε όλη τη διάρκεια αυτής της παρουσίασης των ιταλικών θεατρικών πραγμάτων, ο Παναγιωτάκης δεν παύει να κάνει αναφορές στους Έλληνες, Κρητικούς ή μη, αλλά και σε Ιταλούς που έζησαν και στην Κρήτη, και είχαν σχέση με τις ιταλικές Ακαδημίες. Η συμμετοχή Ελλήνων στις ιταλικές Ακαδημίες ήταν, το 1966 που δημοσιεύτηκε η μελέτη, ένα θέμα εντελώς άγνωστο στην έρευνα. Περνά έτσι ομαλά ο συγγραφέας στο κατεξοχήν αντικείμενό του, που είναι η Ακαδημία των Stravaganti του Χάνδακα.

Την Ακαδημία αυτή ο Παναγιωτάκης τη χαρακτηρίζει ως «ένα από τα σημαντικότερα ιδρύματα του είδους του στην Ευρώπη εκείνης της εποχής». Ο συγγραφέας δίνει το πνευματικό κλίμα στον Χάνδακα των χρόνων όπου ιδρύθηκε η Ακαδημία (τέλη του 16ου αιώνα) και κατόπιν περνάει στην παρουσίαση συγκεκριμένων μελών της με πλούσιο λογοτεχνικό έργο (Δανιήλ Φουρλάνος, Andrea Cornaro, Giambattista Basile, Nicolò Bon κ.ά.) φροντίζοντας πάντως να μη σχηματιστεί η εντύπωση στον αναγνώστη ότι οι Έλληνες του Χάνδακα δεν είχαν ή είχαν περιορισμένη συμμετοχή στους Stravaganti.

Προχωρώντας προς την ολοκλήρωση της μελέτης του, ο συγγραφέας επικεντρώνεται στη σχέση τής εν λόγω Ακαδημίας με την ακμή της Κρητικής λογοτεχνίας, καθώς και στη θεατρική δραστηριότητα που πρέπει να είχαν αναπτύξει τα μέλη της. Με τη μελέτη του αυτή ο Παναγιωτάκης δεν έριξε «αμυδρό», όπως ο ίδιος στο τέλος πιστεύει, αλλά μάλλον άπλετο φως σε ένα άγνωστο μέχρι τότε θέμα, και άνοιξε νέους δρόμους στη μελέτη του Κρητικού θεάτρου.

Οχτώ χρόνια αργότερα (1974), ο Παναγιωτάκης συνεχίζει τη συμβολή του στην ιστορία των Κρητικών Ακαδημιών, παρουσιάζοντας στοιχεία για μιαν άλλη άγνωστη Ακαδημία, αυτήν των Vivi του Ρεθύμνου, που είχε ιδρυθεί νωρίτερα από τους Stravaganti. Για την Ακαδημία αυτή δεν είναι γνωστό σχεδόν τίποτε πέρα από το λόγο που εκφώνησε κατά την ίδρυσή της ο γνωστός και από αλλού Βενετοκρητικός λόγιος Francesco Barozzi.

Πριν προχωρήσει στη σχέση του Barozzi με τους Vivi, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη συναρπαστική αυτή προσωπικότητα, τον φιλόσοφο και μαθηματικό με το πλούσιο έργο, που έφτασε μέχρι το ειδικό δικαστήριο της Ιεράς Εξετάσεως κατηγορούμενος για μαύρη μαγεία.

Στη συνέχεια της μελέτης, παρατίθενται πρωτότυπα ιταλικά αποσπάσματα από τον λόγο του Barozzi στην τελετή ίδρυσης της ρεθυμνιώτικης Ακαδημίας με σύντομο εισαγωγικό σχόλιο σε καθένα. Στο τέλος, ο Παναγιωτάκης, λόγω της ανυπαρξίας άλλων πληροφοριών για τους Vivi, συμπεραίνει ότι πρέπει να υπήρξε βραχύβια Ακαδημία, αν και ήταν μια από τις αρχαιότερες σε όλη τη βενετική επικράτεια και πρώτη εκδήλωση οργανωμένης πνευματικής ζωής στην Κρήτη.

Πρώτες μαρτυρίες θεατρικής δραστηριότητας στην Κρήτη

Οι δύο επόμενες μελέτες του τόμου επικεντρώνονται σε ένα πρόσωπο η καθεμιά, έναν Βενετό και έναν Κρητικό που συνδέονται με τις παλαιότερες γνωστές μας θεατρικές δραστηριότητες στο νησί.

Ο Antonio Molino ήταν γνωστή μορφή της καλλιτεχνικής ζωής στη Βενετία του 16ου αιώνα, και του αποδιδόταν η ευρύτερη καθιέρωση της χρήσης της νεοελληνικής ως κωμικής γλώσσας σε ιταλικές κωμωδίες. Ο Παναγιωτάκης παρουσιάζει άγνωστα στοιχεία για τη θεατρική του δραστηριότητα στην οργάνωση ερασιτεχνικών και αυτοσχέδιων παραστάσεων στην Κέρκυρα και την Κρήτη.

Σημαντική υπήρξε και η επόμενη μελέτη, που αναφέρεται στον γιατρό Ιωάννη Κασσιμάτη, ανεψιό του περίφημου Κρητικού φιλολόγου Φραγκίσκου Πόρτου, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Φερράρας. Ο Παναγιωτάκης αναφέρεται σε βιογραφικά στοιχεία και των δύο αυτών ανδρών, για να φανεί η σχέση τους με τους πνευματικούς κύκλους της Φερράρας και ιδιαίτερα με τον περίφημο αναγεννησιακό λόγιο, θεατρικό συγγραφέα και θεωρητικό του θεάτρου Giambattista Giraldi Cinthio (1504-1573).

Για τον Κασσιμάτη υπάρχει η μαρτυρία, που παρουσιάζει εδώ ο συγγραφέας, ότι ήταν συγγραφέας μιας τραγωδίας, η οποία ωστόσο δεν έχει σωθεί και δεν γνωρίζουμε ούτε τον τίτλο της ούτε τη γλώσσα στην οποία ήταν γραμμένη - πιθανότατα λατινικά ή ιταλικά.

Παραστάσεις του Κρητικού θεάτρου

Το πέμπτο μελέτημα του τόμου είναι η τελευταία διάλεξη που είχε δώσει ο Νικόλαος Παναγιωτάκης, στην Κύπρο, λίγο πριν από τον απροσδόκητο θάνατό του, και δεν είχε προλάβει να τυπωθεί. Ατυχώς η μορφή στην οποία βρέθηκε δεν περιλαμβάνει υποσημειώσεις. Και έτσι όμως δεν μειώνεται η σπουδαιότητά της λόγω των νέων μαρτυριών για παραστάσεις που προσφέρει.

Πριν προχωρήσει στα νέα στοιχεία, ο Παναγιωτάκης ξαναθυμίζει στο κοινό της διάλεξής του τις πέντε μέχρι τότε γνωστές μαρτυρίες για θεατρικές παραστάσεις στην Κρήτη. Ακολούθως, περνάει στις τέσσερις άγνωστες, ως εκείνη τη στιγμή, πληροφορίες, τις οποίες παραθέτει και παρουσιάζει κατά χρονολογική σειρά. Και οι τέσσερις αναφέρονται στον Χάνδακα: μία που εντάσσεται στις ασχολίες των ανδρών των ιταλικών μισθοφορικών φρουρών, μία στο πλαίσιο της Ακαδημίας των Stravaganti, και δύο που αναφέρονται σε παραστάσεις κωμωδιών τις οποίες παρακολουθούσαν και ιερωμένοι.

Θρήνος του Φαλλίδου και Παράρτημα

Στην εκτενή αυτή μελέτη γίνεται η κριτική έκδοση του «Θρήνου του Φαλλίδου του πτωχού», ενός έμμετρου σατιρικού θρήνου του 1600 με θέμα τη διακωμώδηση των χρεοκοπημένων πλουσίων. Την ένταξη αυτής της μελέτης στον παρόντα τόμο δικαιολογεί ασφαλώς η υποενότητα της Εισαγωγής του Παναγιωτάκη όπου κάνει λόγο για τη «Θεατρική χρήση του κειμένου» και υποστηρίζει ότι ο Φαλλίδος συντέθηκε για να χρησιμοποιηθεί ως ιντερμέδιο.

Στο Παράρτημα περιέχονται τέσσερις μελέτες: οι τρεις από αυτές αποτελούν «μικρές συμβολές ιστορικού και φιλολογικού περιεχομένου σε κείμενα του Κρητικού Θεάτρου», όπως τις χαρακτηρίζουν οι επιμελητές του τόμου. Ξεχωρίζει ωστόσο η τέταρτη, που αναφέρεται στον Κύπριο θεωρητικό του θεάτρου Ιάσονα Δενόρες, ο οποίος είχε εμπλακεί σε μια από τις μείζονες φιλολογικές έριδες του 16ου αιώνα, σε αυτήν με τον Giovan Barrista Guarini, γύρω από τη σύνθεση του ποιμενικού δράματος Pastor Fido του τελευταίου. Μπορεί εκ πρώτης όψεως να μην έχει άμεση σχέση με το θέμα του τόμου η μελέτη αυτή, όμως εντάσσεται στο γενικό κλίμα του ιταλικού θεάτρου και των θεωρητικών διενέξεών του, που ασφαλώς απόηχοί τους θα έφταναν μέχρι την Κρήτη.

6.2. ΠΟΥΧΝΕΡ, Β. 1991. Μελετήματα Θεάτρου. Το Κρητικό Θέατρο. Αθήνα: Εκδόσεις Χ. Μπούρα

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Ο Βάλτερ Πούχνερ, καθηγητής θεατρολογίας στα πανεπιστήμια της Κρήτης πρώτα και αργότερα της Αθήνας, έχει να επιδείξει έργο στις περισσότερες περιοχές του Νεοελληνικού θεάτρου. Ωστόσο, μεγάλο μέρος της έρευνας και της διδασκαλίας του το έχει αφιερώσει στο Κρητικό θέατρο. Καρπός αυτής της ενασχόλησης είναι ο παρών τόμος, όπου συγκεντρώνονται δεκατέσσερα μελετήματά του, δημοσιευμένα και αδημοσίευτα. Όσα είχαν δημοσιευτεί στα αγγλικά ή γερμανικά είναι τώρα μεταφρασμένα και εμπλουτισμένα με νεότερα στοιχεία.

Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο των μελετών αυτών είναι ο θεατρολογικός προσανατολισμός τους: σε αντίθεση με τις υφολογικές, γλωσσικές και φιλολογικές προσεγγίσεις του Κρητικού θεάτρου που υπερίσχυαν μέχρι τότε, ο Πούχνερ εξετάζει ζητήματα όπως η δραματουργική αποτίμηση των έργων, οι παραστάσεις, οι σκηνογραφία τους, η χρήση της ομοιοκαταληξίας, οι σκηνικές οδηγίες κλπ.

Όπως διαπιστώνει κανείς, το πεδίο στο οποίο απλώνονται οι μελέτες του Πούχνερ ξεπερνά τα χωροχρονικά όρια της Κρήτης και του 1669 και εκτείνεται και στα Επτάνησα μέχρι το 1750 περίπου. Ο ίδιος δίνει στον όρο «Κρητικό θέατρο» μια διευρυμένη έννοια που περιλαμβάνει και τα έργα του πρώιμου Επτανησιακού θεάτρου, επειδή είναι άμεσα επηρεασμένα από την παράδοση του Κρητικού, σε γλωσσικό και δραματουργικό επίπεδο. Επιπλέον, μία μελέτη ακόμη (αρ. 12) ξεπερνά περισσότερο τα γεωγραφικά αυτά όρια και εκτείνεται στο Κροατικό θέατρο της Αναγέννησης και τη σχέση του με το Κρητοεπτανησιακό δράμα, ένα θέμα τελείως άγνωστο στην ελληνική βιβλιογραφία, έξω από τα δημοσιεύματα του ίδιου του Πούχνερ.

Στον τόμο προτάσσεται εκτενέστατη Βιβλιογραφία, ενώ τις μελέτες ακολουθεί σειρά Ευρετηρίων: «Ονομάτων και προσώπων», «Σκηνικών προσώπων», «Τόπων», «Τίτλων», «Θεμάτων και όρων», και αποσπασμάτων των έργων («Index locorum»). Τα αναλυτικότατα αυτά ευρετήρια συμβάλλουν εξαιρετικά στη χρηστικότητα του τόμου, η οποία αδικείται από την απουσία κεφαλίδων στις σελίδες.

Δραματουργικά χαρακτηριστικά στο Κρητοεπτανησιακό θέατρο

Στον τομέα αυτό ανήκουν οι περισσότερες μελέτες του τόμου, και συγκεκριμένα: η 2η, για τις εξόδους και τις εισόδους των προσώπων στη σκηνή∙ η 3η, για τις δραματουργικές συμβάσεις του κρυφακούσματος και της μειωμένης σκηνικής επικοινωνίας∙ η 6η, για τον μονόλογο και τον διάλογο στα κρητοεπτανησιακά έργα, με πορίσματα ποσοτικών προσεγγίσεων∙ η 7η, όπου ο συγγραφέας εξετάζει τις οφειλές του Κεφαλλονίτη Πέτρου Κατσαΐτη στο Κρητικό Θέατρο∙ η 10η, που περιγράφει τις άμεσες και τις έμμεσες σκηνικές οδηγίες των έργων, και η 12η, που ασχολείται με την ομοιοκαταληξία τους από δραματουργική οπτική γωνία.

Μόνο για το Κρητικό θέατρο

Δύο είναι τα δραματουργικά θέματα που ο Πούχνερ εξετάζει όπως εμφανίζονται αποκλειστικά στα έργα του Κρητικού θεάτρου, ο σκηνικός χώρος (αρ. 4) και η μουσική (αρ. 5). Για το πρώτο απ' αυτά έχει αναγνωριστεί η αποτελεσματική λύση που δίνει για την προβληματική σκηνογραφία της Θυσίας του Αβραάμ.

Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η μελέτη του για την ειρωνεία στον Χορτάτση (αρ. 9), όπου το βάρος πέφτει κυρίως στην Πανώρια (με την ειρωνική απομυθοποίηση της ποιμενικής μόδας) και λιγότερο στην Ερωφίλη, ενώ δεν εξετάζεται καθόλου ο κωμικός από τη φύση του Κατσούρμπος.

Μεγάλη είναι η προσφορά του Πούχνερ στην ελληνική βιβλιογραφία με την τελευταία δημοσιευόμενη εδώ μελέτη (αρ. 14) που ασχολείται με μια πτυχή του Κρητικού θεάτρου που μόλις τα τελευταία χρόνια απασχολεί τους ειδικούς ερευνητές, την ιταλόγλωσση παραγωγή Κρητών συγγραφέων. Τα σωζόμενα έργα είναι δύο: το ποιμενικό δράμα Amorosa Fede του Αντώνιου Πάντιμου και η τραγωδία Fedra του FrancescoBozza, που είναι και το παλαιότερο γνωστό κρητικό δραματικό έργο. Αυτό το τελευταίο εξετάζει εδώ ο Πούχνερ, δημοσιεύοντας τα Προλεγόμενά του για μια χρηστική έκδοση του έργου, η οποία τελικά δεν πραγματοποιήθηκε.

Επτανησιακά έργα

Εδώ εξετάζεται η Ευγένα του Ζακυνθινού Θεόδωρου Μοντσελέζε (αρ. 8) από την άποψη του σκηνικού χώρου και χρόνου και γίνεται μια εισαγωγή στα προβλήματα του Ζήνωνα (αρ. 13), ένα έργο με πολλά φιλολογικά και θεατρολογικά προβλήματα, που δεν έχει καταστεί σαφές αν γράφτηκε στην Κρήτη ή τα Επτάνησα.

7.1. BAKKER, W. & VAN GEMERT, A. 1998. Proceedings of the Symposium «Η Κρητική Λογοτεχνία στο κοινωνικό και ιστορικό της πλαίσιο». Amsterdam 19-21 June 1997 in honour of Wim Bakker. Cretan Studies 6. Amsterdam: Adolf M. Hakkert - Publisher.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Με αφορμή τη συνταξιοδότησή του από το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ το 1996, το τμήμα Βυζαντινολογίας και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ τίμησε τον Wim Bakker, ένα χρόνο αργότερα, με την οργάνωση του συμποσίου «Η Κρητική Λογοτεχνία στο κοινωνικό και ιστορικό της πλαίσιο». Με το ίδιο συμπόσιο γιορτάστηκαν τα είκοσι πέντε χρόνια γόνιμης συνεργασίας του Wim Bakker με τον Arnoldvan Gemert, συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Οι δύο Ολλανδοί κρητολόγοι έχουν κάνει μαζί εκδόσεις λογοτεχνικών κειμένων και συμβολαιογραφικών εγγράφων, εξέδιδαν το περιοδικό Μαντατοφόρος και αγωνίστηκαν για την εδραίωση των νεοελληνικών σπουδών στην πατρίδα τους.

Σύμφωνα με το εκδοτικό σημείωμα, ο τόμος αυτός είναι ένα είδος «κριτικής αξιολόγησης της δουλειάς που έχει γίνει τα τελευταία 25 χρόνια στο χώρο της κρητικής λογοτεχνίας στο κοινωνικό και πολιτισμικό της πλαίσιο». Οι δύο αυτές παράμετροι (λογοτεχνία και κοινωνία) αντανακλώνται με σαφήνεια στα περιεχόμενα του τόμου: οι πέντε πρώτες συμβολές είναι γραμμένες από ιστορικούς και ιστορικούς της τέχνης με ειδίκευση στην Κρήτη της βενετοκρατίας και δίδουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο άνθησε η Κρητική λογοτεχνία. Στη συνέχεια, τρεις μελέτες αναφέρονται σε γλωσσολογικά ζητήματα, πέντε σε θέματα της Πρώιμης Κρητικής ποίησης, επτά σε θέματα της Κρητικής λογοτεχνίας της ακμής και τρεις σε άλλα συναφή φιλολογικά ζητήματα.

Πρόκειται, λοιπόν, για έναν τόμο αφιερωμένο αποκλειστικά στην Κρητική λογοτεχνία, όπου ακόμη και οι συμβολές που δεν αναφέρονται αμιγώς σε λογοτεχνικά κείμενα, περιγράφουν τις συνθήκες υπό τις οποίες αυτά γράφτηκαν.

Στον τόμο προτάσσονται τέσσερις σελίδες με την εργογραφία του τιμωμένου και μία επιστολή του Ν.Μ. Παναγιωτάκη, που δεν είχε μπορέσει να παρευρεθεί στο συμπόσιο, ενώ στο τέλος του δημοσιεύεται μία νεκρολογία για τον Μανόλη Χατζιδάκη (1909-1998). Κάθε μελέτη συνοδεύεται στο τέλος από τη βιβλιογραφία της και οι περισσότερες από περίληψή τους σε γλώσσα άλλη από αυτήν όπου γράφτηκαν.

Ο τόμος αυτός των πρακτικών είναι ο 6ος του περιοδικού Cretan Studies, που δημοσιεύει μελέτες που αναφέρονται στην Κρήτη από την προϊστορία μέχρι την Τουρκοκρατία. (Εννέα τόμοι από το 1988 μέχρι το 2003).

Ιστορία - κοινωνία - ιστορία της τέχνης

Η καθηγήτρια ιστορίας Χρύσα Μαλτέζου, που έχει γράψει και το εισαγωγικό κεφάλαιο για το ιστορικό πλαίσιο στον τόμο Λογοτεχνία και Κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης [βλ. στην παρούσα ηλεκτρονική πύλη τον αρ. 1], γράφει εδώ την πρώτη συμβολή, για την Κρήτη «ανάμεσα στη Γαληνοτάτη και τη Βασιλεύουσα». Πρόκειται για μιαν απόπειρα να εξεταστεί ο διπλός ιδεολογικός προσανατολισμός της κρητικής κοινωνίας κατά τους πρώτους αιώνες της βενετικής κατοχής (13ος-15ος).

Μετά την εγκατάσταση της βενετικής κυριαρχίας στο νησί, η ιστορική διαδρομή των Κρητικών κινήθηκε γύρω από δύο κέντρα: την Πόλη και τη Βενετιά. Σκοπός της συγγραφέως είναι να μελετήσει την κατάσταση που δημιουργήθηκε στο νησί, στην κοινωνία των πόλεων και της υπαίθρου, μέσα από το πρίσμα του ιδεολογικού σχίσματος που περιελάμβανε τις τάσεις διατήρησης της βυζαντινής παράδοσης από τη μια και προσέγγισης των νεωτεριστικών ρευμάτων της Δύσης από την άλλη.

Ο Χαράλαμπος Γάσπαρης μελετά στους ίδιους αιώνες («Τα χρόνια πριν από την ακμή», όπως είναι το δεύτερο σκέλος του τίτλου του) την κρητική κοινωνία και οικονομία, τομείς στους οποίους είχε σημειωθεί μια εντυπωσιακή εξέλιξη στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας, καθώς η Κρήτη δεν ήταν μια απλή αποικία της Βενετίας, αλλά ένα Βασίλειο, σχετικά αυτόνομο. Ο συγγραφέας παρουσιάζει την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί τόσο στις πόλεις, και κυρίως στον Χάνδακα, όσο και στην ύπαιθρο.

Η επόμενη μελέτη, της Αναστασίας Παπαδία-Λάλα, επικεντρώνεται στους δύο τελευταίους αιώνες (16ο και 17ο) της βενετοκρατίας και μελετά τις «συσσωματώσεις του αστικού χώρου και την πολιτισμική ζωή». Το κείμενο αυτό λειτουργεί σαν γέφυρα με το κύριο ενδιαφέρον του τόμου, που είναι η λογοτεχνία, καθώς μελετά τη θέση που είχαν στο αστικό περιβάλλον πολιτιστικές δραστηριότητες όπως οι Ακαδημίες λογίων, η μουσική, η ζωγραφική και η συγγραφή.

Η Μαρία Καζανάκη-Λάππα δίνει μιαν επισκόπηση της ζωγραφικής στην Κρήτη από τον 14ο αιώνα ως το τέλος της βενετοκρατίας επικεντρώνοντας στη σχέση βυζαντινής παράδοσης και δυτικής τέχνης. Η Τατιάνα Μαρκάκη, στη συνέχεια, αντλεί το υλικό της από μια πηγή που έχει αποτελέσει προσφιλές αντικείμενο έρευνας του τιμωμένου και του van Gemert και που έχει υπηρετήσει πολλαπλά και τη μελέτη της λογοτεχνίας: τα συμβολαιογραφικά έγγραφα που έχουν σωθεί από τη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Με τις δύο αυτές μελέτες ολοκληρώνεται το πρώτο τμήμα του τόμου, που λειτουργεί εισαγωγικά στα υπόλοιπα.

Γλωσσολογία

Οι τρεις μελέτες που ακολουθούν θίγουν θέματα της γλώσσας της εποχής, σε λογοτεχνικά και συμβολαιογραφικά κείμενα.

Ο Günter Henrich εξετάζει στοιχεία σημερινών κρητικών ιδιωμάτων που βρίσκονται τεκμηριωμένα ήδη στην Κρητική λογοτεχνία. Συγκεκριμένα, επιμένει σε δέκα στοιχεία των κρητικών ιδιωμάτων που θεωρεί ότι στις σύγχρονες κριτικές εκδόσεις δεν έχουν ληφθεί όσο θα έπρεπε υπόψη (την απορρίνωση∙ την τροπή του τ σε θ και του d σε δ πριν από ημίφωνο (j)∙ την κράση [u+e] > [o]∙ την αποβολή τελικού -ς πριν από το εγκλιτικό «μας»∙ την αύξηση του τονισμένου ή- αντί έ-, και τη δυτικοκρητική κατάληξη -έ(ς) < έα(ς) κ.ά.).

Στον χώρο της γλωσσικής μελέτης κινείται και η μελέτη της Marjoline C. Janssen για την πρόταξη και την επίταξη του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας την εποχή του Ερωτόκριτου και της Θυσίας του Αβραάμ. Η συγγραφέας αντλεί το υλικό της από τα δύο αυτά έργα και από δύο μη λογοτεχνικά κείμενα της ίδιας περιόδου, την «Καταγγελία κατά Ζουράρη» και πενήντα συμβολαιογραφικές πράξεις του Μανόλη Βαρούχα (δυτική Κρήτη). Στη γλώσσα των νοταριακών (συμβολαιογραφικών) πράξεων βασίζεται και η μελέτη του Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, ο οποίος κάνει μια σειρά από «γλωσσικές παρατηρήσεις στο Κατάστιχο του Ιωάννη Ολόκαλου» από την ανατολική Κρήτη.

Εκδόσεις - βιβλιοθήκες - πεζογραφία

Τα θέματα αυτά θίγουν ο Γιώργος Κεχαγιόγλου, ο Στέφανος Κακλαμάνης και ο Hans Eideneier αντίστοιχα.

Ο πρώτος επισημαίνει την ανάγκη συγγραφής μιας μονογραφίας για το «'έντυπο' πρόσωπο» της Κρητικής λογοτεχνίας μέχρι την εμφάνιση των φιλολογικών -επιστημονικών εκδόσεων και με την παρούσα συμβολή του θέλει να «θυμίσει μερικά δεδομένα που χρειάζεται να ληφθούν υπόψη ή να διερευνηθούν πληρέστερα» πριν γραφεί μια τέτοια μονογραφία.

Έτσι, θέτει πρώτα μερικά γενικά θεωρητικά ζητήματα (το χρονολογικό εύρος, το εύρος περιεχομένου και το ειδολογικό-θεματικό εύρος του ερευνητικού πεδίου), προβαίνει κατόπιν σε πρώτες βιβλιογραφικές διαπιστώσεις (στατιστικά δεδομένα για τα έργα της Κρητικής λογοτεχνίας που πήραν έντυπη μορφή) και επικεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος της μελέτης του στα έργα εκείνα που είχαν και έντυπη διάδοση. Η μελέτη συνοδεύεται (εκτός από τη Βιβλιογραφία της) από Επίμετρο που περιλαμβάνει πίνακα με όλες τις σωζόμενες και λανθάνουσες εκδόσεις κρητικών έργων.

Ο Στέφανος Κακλαμάνης δημοσιεύει την περίληψη μελέτης του για τις ιδιωτικές βιβλιοθήκες που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν στην Κρήτη τους δύο τελευταίους αιώνες της βενετοκρατίας, στον Χάνδακα και στα Χανιά και ανήκαν σε ονομαστούς λογίους όπως ο Zuan Francesco Zancaruolo, ο Ανδρέας Κορνάρος, ο Αντώνιος Καλλέργης κ.ά.

Ένα θέμα που μελετάται, όπως είπαμε, πολύ λιγότερο από ό,τι η έμμετρη παραγωγή της Κρητικής λογοτεχνίας, είναι η δημώδης πεζογραφία στην Κρήτη της βενετοκρατίας, την οποία παρουσιάζει ο Hans Eideneier. Ο συγγραφέας επικεντρώνεται στο έργο των Ναθαναήλ Μπέρτου, Ιωάννη Μορεζίνου, Αγάπιου Λάνδου και Νικηφόρου Βενετζά, προχωρώντας κυρίως σε γλωσσικές παρατηρήσεις.

Πρώιμη Κρητική λογοτεχνία

Στο πεδίο αυτό των πρώτων αιώνων της Κρητικής λογοτεχνίας (εισαγωγική επισκόπησή του μπορεί να βρει κανείς στο τρίτο κεφάλαιο του τόμου Λογοτεχνία και Κοινωνία στην Κρήτη της Αναγέννησης - βλ. εδώ αρ. 1) αναφέρονται πέντε μελέτες που εξετάζουν έργα των σημαντικότερων ποιητών της περιόδου.

Ο Martin Hinterberger μελετά την αυτοβιογραφία ως διήγηση-πλαίσιο σε έργα των δύο παλαιότερων γνωστών ποιητών της Πρώιμης Κρητικής λογοτεχνίας, του Στέφανου Σαχλίκη (Αφήγησις Παράξενος) και του Λεονάρδου Ντελλαπόρτα (Διάλογος Ξένου και Αληθείας). Εξετάζοντας κάθε έργο, ο συγγραφέας παρουσιάζει πρώτα μια σύντομη ανάλυση της δομής του με έμφαση στον ρόλο του αφηγητή, που είναι σημαντικός για τη δομή του έργου, και στη συνέχεια επικεντρώνεται στη «σύγχυση που δημιουργείται από τη συνύπαρξη αυθεντικών αυτοβιογραφικών στοιχείων με μυθοπλαστικά λογοτεχνικά μοτίβα»∙ σκοπός του είναι να επιχειρήσει μετά μια επανεκτίμηση της αξιοπιστίας των δύο κειμένων ως ιστορικών πηγών, την οποία χαρακτηρίζει «προβληματική».

Στο θεωρούμενο ως αριστούργημα της Πρώιμης περιόδου, τον Απόκοπο του Μπεργαδή, επικεντρώνεται το μελέτημα του Μιχάλη Λασιθιωτάκη, που κάνει εννέα ερμηνευτικές και κριτικές παρατηρήσεις στο έργο, συμβολές πολύτιμες σε μια νέα κριτική έκδοση του έργου ή ερμηνευτική του προσέγγιση.

Μετά τους Σαχλίκη, Δελλαπόρτα και τον, άγνωστο κατά τα άλλα, Μπεργαδή, ο τέταρτος γνωστός (και με πλούσια βιογραφική τεκμηρίωση από τις πηγές) ποιητής είναι ο Μαρίνος Φαλιέρος, που τα έργα του έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας και κριτικής έκδοσης από τον Arnold van Gemert, που υπογράφει την επόμενη μελέτη, και από τον Wim Bakker, που τιμάται σε αυτόν τον τόμο. Ο van Gemert παρουσιάζει μια συνολική εικόνα του Φαλιέρου ως ποιητή και των ανανεωτικών συμβολών που έφερε η ποίησή του.

Με λιγότερο γνωστούς ποιητές ασχολείται η μελέτη της Joke Aalberts, η οποία περιγράφει τη σχέση ανάμεσα στην Άλωση της Πόλης του 1453 και την προσδοκία για τη συντέλεια του κόσμου στο Βυζάντιο και στην Κρήτη τον 15ο αιώνα, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα στο έργο δύο Κρητικών κληρικών, του ελληνορθόδοξου μοναχού Νείλου Μπέρτου και του φιλενωτικού Ιωάννου Πλουσιαδηνού.

Η τελευταία μελέτη που αναφέρεται στην Πρώιμη Κρητική λογοτεχνία ασχολείται με ένα ανώνυμο αλλά πολύ δημοφιλές έργο, τη Φυλλάδα του γαδάρου, με τις είκοσι τέσσερις σωζόμενες βενετικές εκδόσεις και τις είκοσι καταγραμμένες παραμυθικές παραλλαγές της ιστορίας. Ο Πάνος Βασιλείου μελετά την ελληνικότητα των πηγών του κρητικού αυτού έργου. Στο κύριο μέρος του μελετήματός του παρουσιάζει τις ελληνικές πηγές της Φυλλάδας που είχαν υποδειχτεί ως τότε, δίνει ένα συνοπτικό διάγραμμα των ενοτήτων του έργου και προτείνει άλλες ελληνικές πηγές που προστίθενται στις ήδη γνωστές, ώστε να δείξει τελικά ότι ο ανώνυμος ποιητής στηρίχτηκε αποκλειστικά στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση.

Κρητικό θέατρο

Τρεις μελέτης για θέματα του Κρητικού θεάτρου και τέσσερις για τον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ συνθέτουν το τελευταίο μέρος του τόμου ολοκληρώνοντας την εικόνα της Κρητικής λογοτεχνίας στην περίοδο της βενετοκρατίας.

Ο Βάλτερ Πούχνερ, δεινός μελετητής του Κρητικού θεάτρου (βλ. εδώ την παρουσίαση των μελετών του στο λήμμα αρ. 6.2.), τοποθετεί τη θεατρική παραγωγή της εποχής μέσα στα ευρωπαϊκά της συμφραζόμενα. Αφού αναφερθεί στις επιδράσεις της ενδοκρητικής θεατρικής και δραματουργικής παράδοσης στα έργα της επιγονικής φάσης (Φορτουνάτος, Ροδολίνος) και τις επιδράσεις της Πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας στο Κρητικό θέατρο, επικεντρώνεται στην επίδραση του ιταλικού προτύπου, που ήταν πολύπλευρη και σε βάθος. Ο Πούχνερ προτείνει ένα σχήμα περιοδολόγησης των εκατό ετών θεατρικής δραστηριότητας στην Κρήτη και συζητά τον αναγεννησιακό και τον μπαρόκ χαρακτήρα των έργων.

Παραμένοντας στις τραγωδίες του Κρητικού θεάτρου, την Ερωφίλη και τον Ροδολίνο, η Rosemary Bancroft-Marcus μελετά τον συμβολισμό που έχει η τοποθέτηση της δράσης και των δύο στην αρχαία αιγυπτιακή Μέμφιδα και τις πηγές που μπορεί να την ενέπνευσαν. Η συγγραφέας προτείνει ότι ο ποιητής του Ροδολίνου Τρωίλος και οι συμπατριώτες του είδαν τη Μέμφιδα σαν ένα σύμβολο της απώλειας του Ρεθύμνου μετά την τουρκική απόβαση στο νησί (1646) και της απειλής κατάληψης όλου του νησιού.

Ο Alfred Vincent, κριτικός εκδότης του τελευταίου γνωστού έργου του Κρητικού θεάτρου, της κωμωδίας Φορτουνάτος, μελετά, με αφορμή το αυτόγραφο χειρόγραφο του έργου, το πρόβλημα της γλωσσικής ανομοιομορφίας στην Κρητική λογοτεχνία, που αποτελεί ένα σοβαρό πρόβλημα στην κατάρτιση των κριτικών εκδόσεων των έργων. Με δεδομένη τη γλωσσική ποικιλία στο χειρόγραφο του Φορτουνάτου, ο συγγραφέας πιστεύει ότι δεν πρέπει ένας εκδότης να επιβάλλει τεχνητή ομοιομορφία στο κείμενο που εκδίδει.

Ερωτόκριτος

Εκτός από τη συμβολή του Γιάννη Μαυρομάτη για την ταύτιση του Βιτσέντζου Κορνάρου, οι υπόλοιπες τρεις μελέτες που αναφέρονται στον Ερωτόκριτο σε αυτόν τον τόμο μελετούν υφολογικά θέματα του έργου.

Ο Μαυρομάτης επανέρχεται στην παλαιά του θέση ότι ποιητής του Ερωτόκριτου είναι ο Βενετοκρητικός καθολικός ευγενής από τη Σητεία Βιτσέντζος Κορνάρος του Ιακώβου, όπως είχε προτείνει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60 ο Παναγιωτάκης. Ο συγγραφέας στηρίζει την ταύτιση αυτή με περισσότερα επιχειρήματα απαντώντας στις αντίθετες θέσεις που είχαν διατυπωθεί εν τω μεταξύ, κυρίως από τον Σπύρο Ευαγγελάτο.

Ο David Holton στη δική του μελέτη [βλ. ΧΟΛΤΟΝ 2000, αρ. 5.2. σε αυτή την παρουσίαση, τη δέκατη μελέτη] κάνει μιαν επισκόπηση των κριτικών και ερμηνευτικών ερευνών γύρω από τον Ερωτόκριτο που έγιναν κυρίως μετά το 1991, οπότε είχε δημοσιεύσει μιαν ανάλογη επισκόπηση ο David Ricks. Η παρουσίαση του Holton κλείνει με την ευχή να μην καθυστερήσει πολύ η εκπόνηση μιας σχολιασμένης έκδοσης του ποιήματος «όχι απλώς για σχολική χρήση, αλλά και για ένα ευρύτερο κοινό ενδιαφερομένων».

Στον δρόμο της υφολογικής προσέγγισης των κρητικών έργων που η ίδια, με τις πρωτότυπες μελέτες της, έχει ανοίξει την τελευταία εικοσαετία, κινείται η Ντία Φιλιππίδου, που μελετά την πυκνότητα του στίχου στον Ερωτόκριτο και τη Θυσία του Αβραάμ. Η «υφομετρία» για τα δύο έργα βοηθείται εξαιρετικά από τις εργασίες υποδομής που περιγράφονται εδώ στην ενότητα «9. Εργαλεία», δηλαδή τις κονκορντάντσες και τους υπόλοιπους σχετικούς πίνακες [ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ 1986 και PHILIPPIDES - HOLTON 1996/2000]. Ειδικά για τη «μέτρηση» της πυκνότητας του στίχου χρησιμοποιούνται οι πίνακες που δίνουν τον αριθμό λέξεων ανά στίχο. Πίνακες με αριθμητικά δεδομένα, και σχετικά διαγράμματα συμπληρώνουν το κείμενο της Φιλιππίδου.

Οι σχετικές με την Κρητική λογοτεχνία μελέτες του τόμου συμπληρώνονται με τις παρατηρήσεις του Arthur Bot για τους τρόπους μετάδοσης του ευθέως λόγου των προσώπων στον Ερωτόκριτο. Ο συγγραφέας μελετά την αισθητική ενορχήστρωση των φωνών του ποιητή-δημιουργού, του αφηγητή, των προσώπων και του αναγνώστη-ακροατή που πραγματοποιείται με αφηγηματικές τεχνικές αρκετά περίπλοκες και «επαυξάνει την ποιητική απόλαυση και αξία του έργου για κάθε προσεχτικό αναγνώστη».

7.2. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ, επιμ., 2006. Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο. Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Γενικά στοιχεία

Πρόκειται για τον τόμο των Πρακτικών του συνεδρίου «Η ποιητική του Ερωτοκρίτου», που οργανώθηκε από τον Στέφανο Κακλαμάνη και το Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο τον Νοέμβριο του 2003. Ο τόμος εκδόθηκε στα τέλη του 2006 από τη Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου σε επιμέλεια του οργανωτή.

Μετά το συμπόσιο προς τιμήν του Wim Bakker [βλ. παραπάνω], το συνέδριο αυτό είναι το μόνο αφιερωμένο αποκλειστικά σε θέματα της Κρητικής λογοτεχνίας και ειδικά στο γνωστότερο και πιο δημοφιλές από τα έργα της, τον Ερωτόκριτο, ο οποίος αντιμετωπίζεται μόνο από την οπτική γωνία της ποιητικής του. Δεν συζητούνται, δηλαδή, θέματα που είχαν ταλανίσει παλαιότερα τη σχετική έρευνα, όπως η ταύτιση του ποιητή και η χρονολόγηση.

Ο τόμος περιλαμβάνει είκοσι πέντε μελέτες τοποθετημένες σε σειρά σύμφωνα με το θέμα τους. Σε παράρτημα δημοσιεύεται εμπλουτισμένη μορφή της Βιβλιογραφίας Ερωτοκρίτου (1889-2005), που είχε εκπονήσει ο Στέφανος Κακλαμάνης και είχε τυπωθεί σε μικρό τομίδιο το οποίο μοιράστηκε στους συμμετέχοντες, στη διάρκεια του συνεδρίου.

Επισκόπηση ερευνών

Το κύριο σώμα του τόμου ξεκινά με την εισήγηση που έκανε ο Στυλιανός Αλεξίου στην έναρξη του συνεδρίου. Πρόκειται για μιαν επισκόπηση των μέχρι σήμερα ερευνών πάνω στην ποιητική του Ερωτόκριτου, όπου περιγράφεται η συμβολή συγκεκριμένων μελετητών σε επιμέρους θέματα: λογοτεχνικό είδος, ύφος, μετρική, ρητορική, γλώσσα, δίνοντας στον αναγνώστη μια σφαιρική εικόνα για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ερωτοκρίτεια έρευνα.

Ερωτόκριτος και μυθιστορία

Τρεις δόκιμοι μελετητές της υστεροβυζαντινής δημώδους μυθιστορίας, ο Roderick Beaton, η Τίνα Λεντάρη και ο Ulrich Moennig, βλέπουν τον Ερωτόκριτο μέσα στο πλαίσιο του είδους αυτού που μελετούν. Ο πρώτος ενδιαφέρεται για τον «ειδολογικό προσδιορισμό» του κρητικού έργου και επιχειρεί την ένταξή του μέσα στην ιστορική εξέλιξη της μυθιστορίας όπως εκδηλώθηκε τόσο σε ελληνικά όσο και σε ευρωπαϊκά δείγματα του είδους, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Ερωτόκριτος αποτελεί ένα μεταβατικό και γόνιμο στάδιο της πορείας αυτής. Η δεύτερη ερευνήτρια, κριτική εκδότρια του μυθιστορήματος Λίβιστρος και Ροδάμνη, επιχειρεί μια σύγκριση των δύο έργων με αντικείμενο τον «λόγο της επιθυμίας», της ερωτικής επιθυμίας, που την οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Κορνάρος κάνει έναν «αρνητικό διάλογο με την ελληνική παράδοση της ερωτικής μυθιστορίας», έχοντας «μετακομίσει κάτω από τη στέγη της ιταλικής αναγέννησης». Ο Moennig, τέλος, μελετώντας τα ειδολογικά συμφραζόμενα του Ερωτόκριτου, καταλήγει επίσης σε μιαν απουσία ομοιοτήτων με τα μεσαιωνικά αφηγηματικά είδη και επισημαίνει τον διάλογο του έργου με αναγεννησιακά είδη όπως το δράμα.

Η περιγραφή και το ωραίο

Τρεις μελέτες, στη συνέχεια, στρέφονται γύρω από την οργάνωση των περιγραφών γενικότερα και των περιγραφών της ομορφιάς ειδικότερα. Ο Μιχάλης Λασιθιωτάκης κάνει μια συστηματική ταξινόμηση των περιγραφικών χωρίων και της δομής τους, που καθιστά το μελέτημά του ιδιαίτερα χρήσιμο και χρηστικό. Η Βίκη Παναγιωτοπούλου επικεντρώνεται στην περιγραφή του ωραίου (γυναικεία και αντρική ομορφιά, το ωραίο στη φύση και στην τέχνη, και η υπερβολή στην ομορφιά), αφού στην αρχή παραθέσει μια θεωρητική τεκμηρίωση του θέματος από την αναγεννησιακή τέχνη. Ενώ ο Γιώργος Καλλίνης, τέλος, εξετάζει το θέμα της γυναικείας ομορφιάς στο έργο, καταλήγοντας στο ότι αντί για την ανάδειξη της σωματικής ομορφιάς της ηρωίδας, ο Κορνάρος επιλέγει να προβάλει την προσωπικότητά της.

Ο Κρητικός Χαρίδημος

Το πρόσωπο του Κρητικού κονταρομάχου Χαρίδημου, που παίρνει μέρος στην γκιόστρα, απασχολεί τις δύο επόμενες μελέτες του τόμου, του Μιχαήλ Πασχάλη και της Σταματίας Λαουμτζή, που ο 'δαίμων του τυπογραφείου' ατυχώς αφαίρεσε και των δύο τούς τίτλους από τον Πίνακα Περιεχομένων. Ο ίδιος ήρωας έχει και στο παρελθόν γίνει αντικείμενο μελέτης από τους David Holton, Anna Zimbone και Wim Bakker. O Πασχάλης τώρα προτείνει μια νέα προσέγγιση του προσώπου αυτού η οποία στηρίζεται στην παρατήρηση ότι το επεισόδιο του Κρητικού και της γυναίκας του οργανώνεται γύρω από τη σημασιολογική τριάδα «χάρη» / «χαρά» / «Χάρος», και επιπλέον εξετάζει τον Χαρίδημο σε σύγκριση με τον Καραμανίτη και τον Ρωτόκριτο. Η Λαουμτζή, επίσης, συνεξετάζει τον Χαρίδημο με τον Καραμανίτη βλέποντας στη σύγκρουσή τους ένα εξαιρετικό δείγμα ποιητικού χειρισμού από την πλευρά του Κορνάρου.

Υφολογικά

Υφολογικά ζητήματα απασχολούν τους δύο επόμενους ερευνητές. Ο Παναγιώτης Νούτσος μελετά τις «αφηγητικές στρατηγικές» που επιστρατεύει ο Κορνάρος προκειμένου να αποδώσει θέματα όπως η «ποιητική θυμοσοφία», η «έξωθεν αμφισβήτηση της εξουσίας», η «επιμέρους κοινωνική σπονδύλωση» κ.ά., ενώ για τον Cristiano Luciani, ο Ερωτόκριτος εντάσσεται στο υφολογικό ρεύμα του Μανιερισμού, όπως επιχειρεί να δείξει στη διεξοδική μελέτη του.

Πηγές

Η Anna Zimbone, μελετά τη λειτουργία των αρχαίων μύθων στο έργο, εστιάζοντας την εξέτασή της στο μύθο του Κέφαλου από τις Μεταμορφώσεις του Οβιδίου, τις οποίες ο Κορνάρος πιθανώς είχε γνωρίσει από την ιταλική επεξεργασία του Andrea dell'Anguillara, όπως δείχνει η συγγραφέας.

Ερωτόκριτος και άλλα έργα

Πέντε μελετητές συγκρίνουν τον Ερωτόκριτο με τέσσερα έργα της παλαιότερης λογοτεχνίας: ο Πιερής με τη Χρονογραφία του Μαχαιρά, ο Κακλαμάνης με το Μάλτας Πολιορκία του Αχέλη, ο Holton με τη Βοσκοπούλα και οι Bakker και Bancroft-Marcus με την Ερωφίλη, δίνοντας ένα μέτρο των ποιητικών καταβολών αλλά και της πρωτοτυπίας του μυθιστορήματος του Κορνάρου. Στο εκτενές μελέτημα της Bancroft-Marcus, ωστόσο, εκτός από συγκριτικές παρατηρήσεις ανάμεσα στα δύο έργα, θα βρούμε, σε παράρτημα (Addendum, σ. 338 κ.ε.), και μια σειρά άλλων χρήσιμων επισημάνσεων για τον Ερωτόκριτο (για το κείμενο του Επτανησιακού χειρογράφου, την πενταμερή δομή, και τα ονόματα στο έργο).

Ποιητική θεωρία στον Ερωτόκριτο

Η Μαρκομιχελάκη και ο Καπλάνης ασχολούνται στον παρόντα τόμο με το ρόλο που έπαιξαν οι ποιητικές θεωρίες του 16ου αιώνα στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του έργου. Πρόκειται για ένα νέο πεδίο έρευνας πάνω στον Ερωτόκριτο, που θίγεται εδώ ουσιαστικά για πρώτη φορά. Η πρώτη επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην έννοια του πρέποντος, όπως αυτή διαμορφώθηκε κυρίως από τον Giraldi, και όπως εκφράζεται μέσα στον Ερωτόκριτο, και ο δεύτερος φωτίζει την ποιητική 'γραμμή' του Κορνάρου μέσα από το έργο των «μοντέρνων» Ιταλών θεωρητικών του δεύτερου μισού του 16ου αιώνα.

Προφορικότητα

Τη συμβολή της προφορικής παράδοσης στη σύνθεση του Ερωτόκριτου μελετά ο Αλέξης Πολίτης, που βρίσκει στο έργο ένα σαφές προφορικό υπόβαθρο, το οποίο έδρασε παράλληλα με την ιταλική και λατινική παιδεία του ποιητή· ενώ ο Παναγιώτης Ροϊλός, στην επόμενη μελέτη του τόμου, ασχολείται με την αντίστροφη πορεία της σχέσης Ερωτόκριτου-προφορικού πολιτισμού, δηλαδή με την προφορική διάδοση του έργου μετά τη σύνθεσή του.

Μετρική

Για τις ιδιαιτερότητες στη χρήση του δεκαπεντασύλλαβου από τον Κορνάρο γράφουν ο Γ. Μ. Σηφάκης, που μελετά πώς επέδρασαν στο έργο τα «στιχουργικά χνάρια του λαϊκού δεκαπεντασύλλαβου», και ο Ευριπίδης Γαραντούδης, που βρίσκει ότι τη συνολική ρυθμική αίσθηση του ποιήματος δημιουργεί ένας συγκερασμός διαφόρων ρυθμικών τάσεων, οι οποίες και δίνουν στο έργο τη «μετρική του ταυτότητα».

Μετάφραση - έκδοση του 1713

Την αγγλική πεζή μετάφραση του Ερωτόκριτου που εξέδωσαν πρόσφατα παρουσιάζουν οι Gavin Betts, Stathis Gauntlett και Thanasis Spilias, στο προτελευταίο μελέτημα του τόμου, παρουσιάζοντας την όλη έκδοση, που -εκτός από το μεταφρασμένο κείμενο- περιέχει ακόμη Εισαγωγή και Σημειώσεις.

Το κύριο σώμα των μελετών κλείνει με μια σύντομη συμβολή του Alfred Vincent για την ποιητική της έκδοσης του 1713.

Βιβλιογραφία

Σε Παράρτημα, όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, παρατίθεται η Βιβλιογραφία Ερωτοκρίτου του Στέφανου Κακλαμάνη, η οποία συνοδεύεται από Πρόλογο του συντάκτη της και από Ευρετήριο κυρίων ονομάτων. Η Βιβλιογραφία περιέχει τις εκδόσεις του έργου από το 1713 μέχρι σήμερα, μεταφράσεις και διασκευές του, και μελέτες που δημοσιεύτηκαν από το 1868 μέχρι το 2005.

Από όλη την προηγηθείσα παρουσίαση, συνάγεται ότι ο τόμος αυτός εγκαινιάζει μια νέα εποχή για τις ερωτοκρίτειες σπουδές, μεταφέροντας το κέντρο βάρους των μελετών από την έρευνα για το πρόσωπο του ποιητή και τη χρονολόγηση, που κάποιο διάστημα είχε μονοπωλήσει την έρευνα, στην πραγματική ουσία του έργου, που είναι η υψηλή ποιότητα της ποιητικής του και η πολυδιάστατη ποιητική προσωπικότητα του δημιουργού του.

8.1. Πεπραγμένα των Διεθνών Κρητολογικών Συνεδρίων (1961 - )

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Σειρά δέκα (μέχρι τον Οκτώβριο του 2006) διεθνών συνεδρίων για την ιστορία, την αρχαιολογία, τη γλώσσα, τη λογοτεχνία και τη λαογραφία της Κρήτης από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι τις μέρες μας. Το συνέδριο διεξάγεται ανελλιπώς από το 1961 κάθε πέντε χρόνια σε διαφορετική πόλη του νησιού.

Η έκδοση των Πεπραγμένων του σε τρία μέρη ακολουθεί την οργάνωση του συνεδρίου σε τρία τμήματα: Αρχαίοι, Μέσοι και Νεότεροι χρόνοι. Η γιγάντωση του συνεδρίου τα τελευταία χρόνια, με τις εκατοντάδες συμμετοχές, έχει ως αποτέλεσμα να μην επαρκεί πια ο ένας τόμος κατά τμήμα, και η σειρά των Πεπραγμένων από τρίτομη να έχει γίνει επτάτομη ή και οκτάτομη.

Η Κρητική λογοτεχνία αποτελεί μέρος των ανακοινώσεων του Β΄ Τμήματος, στο οποίο ωστόσο τη μερίδα του λέοντος καταλαμβάνουν οι ανακοινώσεις για την ιστορία και την ιστορία της τέχνης. Εντελώς ενδεικτικά, παρουσιάζονται στη συνέχεια οι τόμοι που περιλαμβάνουν θέματα Κρητικής λογοτεχνίας από το ΣΤ΄ (Χανιά 1986 - δημοσίευση: Χανιά 1991) και το Θ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο (Ελούντα 2001 - δημοσίευση: Ηράκλειο 2004).

8.1.1. ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «Ο ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ», επιμ. 1991. Πεπραγμένα του Στ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου. Τόμος Β΄. Χανιά.

Ένας τόμος 900 περίπου σελίδων με τριάντα επτά δημοσιευμένες μελέτες, από τις οποίες ωστόσο μόνο οι έξι αναφέρονται στην Κρητική λογοτεχνία, και ειδικά στα έργα της ακμής, Κρητικό θέατρο και Ερωτόκριτο. Απ' αυτές αξίζει να επισημανθεί η κριτική έκδοση από τον Μ. Μανούσακα των τριών τελευταίων ανέκδοτων ιντερμεδίων (σ. 317-342). Για τις ενδιαφέρουσες συμβολές της Μάρθας Αποσκίτη και του Βάλτερ Πούχνερ γίνεται λόγος εδώ στα λήμματα αρ. 5.1. και 6.2. αντίστοιχα.

8.1.2. ΔΕΤΟΡΑΚΗΣ, Θ. & ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΣ, Α., επιμ. 2004. Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου Ελούντα, 1-6 Οκτωβρίου 2001. Τόμος Β1: Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή περίοδος. Ιστορία, γλώσσα και λογοτεχνία. Ηράκλειο: Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.

Έντεκα μελέτες αφιερωμένες στη γλώσσα και το ύφος των κειμένων της Κρητικής λογοτεχνίας της Βενετοκρατίας περιλαμβάνει ο πρώτος από τους δύο τόμους που περιέχουν τα πεπραγμένα του Β΄ τμήματος του Θ΄ ΔΚΣ.

Από τις μελέτες αυτές, οι πέντε αναφέρονται στον Ερωτόκριτο, αντανακλώντας το αυξημένο ενδιαφέρον που υπάρχει τα τελευταία χρόνια, μεταξύ των ερευνητών, για θέματα ύφους και περιεχομένου του έργου αυτού∙ και δύο ακόμη θίγουν ζητήματα του Κρητικού θεάτρου (για τον καταλυτικό ρόλο των Ακαδημιών, και για απηχήσεις του Χορτάτση στην επτανησιακή δραματουργία).

8.2. Πρακτικά των διεθνών συνεδρίων «Neograeca Medii Aevi» (1986 - )

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Τα συνέδρια αυτά αναφέρονται γενικότερα στη δημώδη λογοτεχνική παραγωγή των μεταβυζαντινών χρόνων, χωρίς τοπική διάκριση. Ξεκίνησαν (I) το 1986 στο Αμβούργο και έκτοτε διοργανώνονται σε διαφορετική πόλη της Ευρώπης ανά τρία ή πέντε χρόνια: ΙΙ: Βενετία 1991, ΙΙΙ: Βιτόρια 1994, IV: Λευκωσία 1997, (IVα: Αμβούργο 1999∙ ενδιάμεσο συνέδριο με μικρότερο κύκλο συνέδρων, αφιερωμένο αποκλειστικά σε εκδοτικά ζητήματα), V: Οξφόρδη 2000, VI: Γιάννενα 2005. Η ποσοτική παρουσία μελετών για θέματα Κρητικής λογοτεχνίας ποικίλλει ανάλογα με τα ενδιαφέροντα των εκάστοτε συνέδρων.

Ακολουθεί η ενδεικτική παρουσίαση των πρακτικών του δεύτερου και του πέμπτου συνεδρίου της σειράς:

8.2.1. ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ, Ν.Μ., επιμ. 1993. Αρχές της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Πρακτικού του Δεύτερου Διεθνούς Συνεδρίου «Neograeca Medii Aevi» (Βενετία, 7-10 Νοεμβρίου 1991). Τόμος Πρώτος και Δεύτερος. Βενετία: Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας - αρ. 14.

Είκοσι εννέα μελετήματα οργανωμένα σε θεματικές ενότητες αποτελούν τον πρώτο τόμο και σαράντα τον δεύτερο των πρακτικών αυτού του συνεδρίου. Απ' αυτά μικρός είναι ο αριθμός εκείνων που αναφέρονται αποκλειστικά σε κείμενα της Κρητικής λογοτεχνίας, πρώιμης και αναγεννησιακής, αλλά ο ενδιαφερόμενος ερευνητής της μπορεί να επωφεληθεί πολλαπλά και από τη μελέτη γενικότερων συμβολών για τις αρχές της νεοελληνικής γραμματείας, την προφορικότητα των έργων ή εκδοτικά και μεθοδικά ζητήματα.

8.2.2. JEFFREYS, E. & JEFFREYS, M. επιμ. 2005. Neograeca Medii Aevi V. Αναδρομικά και Προδρομικά. Approaches to Texts in Early Modern Greek. Οξφόρδη.

Τριάντα πέντε ανακοινώσεις του συνεδρίου δημοσιεύονται στα πρακτικά αυτά, πέντε από τις οποίες ανήκουν στην επιμέρους ενότητα «Cretan literature», ενώ πέντε ακόμη αναφέρονται σε ή και σε κρητικά κείμενα αλλά έχουν ενταχθεί σε άλλες γενικότερες ενότητες («editorial issues», «linguisticand metrical issues», «text, readers and literary approaches»).

Οι εκδότες του παρουσιάζουν τον τόμο αυτό ως ένα «στιγμιότυπο» της φιλολογικής δραστηριότητας στον τομέα της υστεροβυζαντινής και πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας στο τέλος της χιλιετίας. Ο τίτλος του συνεδρίου «Αναδρομικά και προδρομικά» επιλέχτηκε για να αντανακλά τη χρονολογία της χιλιετηρίδας κατά την οποία αυτό έλαβε χώρα.

9.1.1. VAN GEMERT, A., STAMOULIS, A., STIJFHOORN, D. & ALTING, S. 2002. Οδηγός έργων της Κρητικής Λογοτεχνίας (1370-1690). Ηράκλειο: Κέντρο Κρητικής Λογοτεχνίας.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Πρόκειται για μια παρουσίαση σε χρονολογική σειρά των έργων της Κρητικής λογοτεχνίας στην οποία περιλαμβάνονται και έργα που η κρητική τους ταυτότητα δεν είναι απολύτως εξακριβωμένη ή και αμφισβητείται. Είναι εργασία ενός εκ των εκδοτών της Θυσίας του Αβραάμ και γνωστού μελετητή της πρώιμης κρητικής λογοτεχνίας Ολλανδου νεοελληνιστή Arnold van Gemert και τριών μαθητριών του.

Η πρωτοτυπία του έγκειται στο ότι παρουσιάζει τα ίδια τα έργα, λιγότερο και περισσότερο γνωστά, έμμετρα και πεζά, ανώνυμα και επώνυμα. Κάθε έργο αποτελεί ένα λήμμα, που εκτείνεται σε μία έως τέσσερις σελίδες το καθένα και περιλαμβάνει πληροφορίες για: 1. το όνομα του συγγραφέως με τις κατά προσέγγιση, συνήθως, χρονολογίες γέννησης και θανάτου, τον τίτλο του έργου, τον αριθμό των στίχων του (αν είναι ποίημα) και τη χρονολόγησή του. 2. το ή τα χειρόγραφά του, με αναφορά στη χρονολόγηση, τον αντιγραφέα και την αξία τους. 3. τις εκδόσεις του έργου στη Βενετία, και 4. τις σύγχρονες εκδόσεις του. Στην τελευταία ενότητα, γίνονται παραπομπές στη Βιβλιογραφία που υπάρχει στο τέλος του τόμου τόσο για τα στοιχεία της έκδοσης όσο και για τυχόν βιβλιοκρισίες που έχουν γραφεί.

Η σπουδαιότητα της έκδοσης αυτής για τον ειδικό αναγνώστη / μελετητή είναι εύκολα αντιληπτή, δεδομένου ότι πρόκειται για εξαντλητικό οδηγό, που περιλαμβάνει και έργα τα οποία μπορεί να μη βρίσκονται σε γενικές επισκοπήσεις ή ιστορίες της λογοτεχνίας παρά μόνο σε ειδικευμένα άρθρα.

Ο τόμος συμπληρώνεται και με δύο χρησιμότατους πίνακες: των χειρογράφων στα οποία σώζονται τα κρητικά έργα, ταξινομημένων κατά τον τόπο όπου φυλάσσονται (π.χ. Αθήνα, Άθως, Πόλη του Βατικανού κλπ.), και των αντιγραφέων των χειρογράφων (κατά αλφαβητική σειρά). Στο τέλος, υπάρχει η Βιβλιογραφία στην οποία παραπέμπουν οι συντάκτες του οδηγού μέσα στα επιμέρους λήμματα.

9.1.2. ΚΑΚΛΑΜΑΝΗΣ, Σ. 2003. Βιβλιογραφία Ερωτοκρίτου (1889-2003). Ηράκλειο: Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Η βιβλιογραφία αυτή συντάχθηκε και δημοσιεύτηκε με αφορμή το πρώτο διεθνές συνέδριο για την ποιητική του Ερωτόκριτου, που έγινε στο Ρέθυμνο τον Νοέμβριο του 2003 [βλ. εδώ λήμμα 8.3.]. Την επιμελήθηκε ο οργανωτής του συνεδρίου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης Στέφανος Κακλαμάνης, ο οποίος σημειώνει στον Πρόλογό του ότι δεν πρόκειται για κριτική ούτε εξαντλητική συναγωγή βιβλιογραφίας, αλλά περιορίζεται στη λημματογραφική παράθεση του έντυπου υλικού που παρήχθη στο διάστημα 1889-2003 και υπέπεσε άμεσα ή έμμεσα στην αντίληψή του.

Ωστόσο, και παρ' όλους αυτούς τους περιορισμούς, είναι η μόνη πληρέστερη και πιο πρόσφατη βιβλιογραφία που διαθέτουμε για το κρητικό αριστούργημα και ως εκ τούτου η προσφορά της είναι ανεκτίμητη. Στο άμεσο μέλλον, εμπλουτισμένη μορφή της πρόκειται να περιληφθεί στα υπό έκδοση πρακτικά του συνεδρίου.

Η βιβλιογραφία περιλαμβάνει τις ενότητες: Χειρόγραφο (περιγραφή του μοναδικού σωζόμενου χειρογράφου του έργου), Εκδόσεις (από την πρώτη, του 1713, μέχρι το 1920), Αχρονολόγητες εκδόσεις (ως το 1950 περίπου), Νεότερες εκδόσεις (από την πρώτη του Στέφανου Ξανθουδίδη του 1915, μέχρι σήμερα με σύντομη περιγραφή), Μεταφράσεις - Διασκευές - Παραφράσεις, και τέλος Μελέτες, με χρονολογική σειρά. Ο τόμος ολοκληρώνεται με Ευρετήριο κυρίων ονομάτων.

9.2.1. ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, ΝΤ. 1986. Η Θυσία του Αβραάμ στον Υπολογιστή. The Sacrifice of Abraham on the Computer. Αθήνα: εκδόσεις Ερμής.

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Πριν από είκοσι χρόνια κυκλοφόρησε η πρωτοποριακή για τις ερευνητικές συνθήκες της εποχής έκδοση δέκα λεξιλογικών πινάκων με δεδομένα που προέρχονται από ανάλυση της Θυσίας του Αβραάμ στον ηλεκτρονικό υπολογιστή. Την έκδοση εμπνεύστηκε και πραγματοποίησε σε διάστημα έξι ετών η μαθηματικός και φιλόλογος στο Boston College των ΗΠΑ Ντία Φιλιππίδου, που δέκα χρόνια αργότερα έδωσε, σε συνεργασία με τον David Holton, μιαν ανάλογη έκδοση (τεσσάρων τόμων) για τον Ερωτόκριτο (βλ. παρακάτω 9.2.2.).

Η έκδοση (όπως και ο τίτλος της μαρτυρεί) είναι δίγλωσση, καθώς ο Πρόλογος, η Εισαγωγή και τα Σχόλια στους πίνακες παρατίθενται και στα αγγλικά.

Στην Εισαγωγή η Φιλιππίδου εξηγεί αρχικά ποια έκδοση της Θυσίας χρησιμοποίησε στην εργασία της (τότε δεν είχε κυκλοφορήσει ακόμη η μνημειώδης κριτική έκδοση Bakker-van Gemert), και με ποιες τροποποιήσεις. Στη συνέχεια παρουσιάζει το περιεχόμενο των δέκα πινάκων (Α΄: κονκορντάντσα, ένας πίνακας, Β΄: συχνότητα λέξεων-λημμάτων και λεξικών μορφών, τρεις πίνακες, Γ΄: αριθμός λέξεων ανά στίχο και ανά δίστιχο, τέσσερις πίνακες, Δ΄: αντίστροφος πίνακας λέξεων, ένας πίνακας, και Ε΄: ριμάριο, ένας πίνακας) και τα μεθοδικά ζητήματα που τους αφορούν. Τέλος μιλά για τη συνεισφορά του ηλεκτρονικού υπολογιστή στη φιλολογική έρευνα και κατατοπίζει τον αναγνώστη για το περιεχόμενο των σχολίων που ακολουθούν τους πίνακες.

Τα Σχόλιά της στο τέλος του τόμου αποτελούν «μια συμβολή στην υφολογική ανάλυση της Θυσίας του Αβραάμ», δίνουν με άλλα λόγια ένα δείγμα της χρησιμότητας αυτής της εργασίας για τη δουλειά των μελετητών στο εξής. Και πράγματι, οι πολυάριθμες υφολογικές μελέτες που ακολούθησαν μέσα στην επόμενη εικοσαετία εκμεταλλευόμενες τις βάσεις δεδομένων του υπολογιστή δικαίωσαν τον μόχθο της Φιλιππίδου, τόσο για τη δουλειά της πάνω στη Θυσία όσο και για αυτήν του Ερωτόκριτου, που ακολουθεί.

9.2.2. PHILIPPIDES, D.M.L. - HOLTON, D. 1996. Του κύκλου τα γυρίσματα. Ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση. Τόμ. Β΄-Δ΄. Αθήνα: Ερμής
     PHILIPPIDES, D.M.L. - HOLTON, D. 2000. Του κύκλου τα γυρίσματα. Ο Ερωτόκριτος σε ηλεκτρονική ανάλυση. Τόμ. Α΄. Αθήνα: Ερμής

Τασούλα Μαρκομιχελάκη

Η εργασία αυτή, συνέχεια της προηγούμενης που είχε επιμεληθεί μόνη της η Ντία Φιλιππίδου, δίνει στους ειδικούς μελετητές των έργων της Κρητικής λογοτεχνίας ένα ακόμη εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο σε πολλούς τομείς: στη μελέτη του κρητικού ιδιώματος της εποχής, σε κριτικές εκδόσεις σύγχρονων προς τον Ερωτόκριτο κειμένων, και ασφαλώς πρωτίστως στη μελέτη της γλώσσας και του ύφους του ίδιου του κρητικού αριστουργήματος.

Ο πρώτος τόμος, που για τεχνικούς λόγους κυκλοφόρησε τέσσερα χρόνια μετά τους τρεις τελευταίους, περιέχει την εκτενή Εισαγωγή των επιμελητών και τους Πίνακες: Συχνότητα λέξεων-λημμάτων και λεξικών μορφών (τρεις πίνακες), Αριθμός λέξεων ανά στίχο και ανά δίστιχο (πέντε πίνακες), Αντίστροφος πίνακας λέξεων (ένας πίνακας) και Ρίμα (δύο πίνακες). Ο Συμφραστικός πίνακας λέξεων (η «κονκορντάντσα»), λόγω της μεγάλης έκτασης του Ερωτοκρίτου, καλύπτει ολόκληρους τους τόμους Β΄(από το Α μέχρι το Ι), Γ΄ (από το Κ μέχρι το Ο) και Δ΄ (από το Π μέχρι το Ω), που κυκλοφόρησαν νωρίτερα.

Η Εισαγωγή ως προς τη θεματολογία της ακολουθεί περίπου τα σχήμα της εισαγωγής στην ηλεκτρονική επεξεργασία της Θυσίας που παρουσιάζεται παραπάνω, με τη διαφορά ότι εδώ ενσωματώνονται και τα Σχόλια (που εκεί ακολουθούσαν τους πίνακες). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μελετητή παρουσιάζει η ενότητα VII. της Εισαγωγής («Παρατηρήσεις και προοπτικές») για τις ιδέες που προσφέρει πάνω στην «εκμετάλλευση» του τετράτομου αυτού έργου από τη μελλοντική έρευνα.

Και αυτή η έκδοση, όπως και της Θυσίας, είναι δίγλωσση, ελληνική και αγγλική.

Τελευταία Ενημέρωση: 20 Φεβ 2009, 10:55