Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

§10.9. Ενδοιαστικές προτάσεις ονομάζονται οι προτάσεις οι οποίες εκφράζουν φόβο για κάτι που πρόκειται να συμβεί, ενώ είναι ανεπιθύμητο, ή για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί, ενώ είναι επιθυμητό. Οι προτάσεις αυτές αρχικά ήταν ανεξάρτητες ή ημιανεξάρτητες, οι οποίες εξελίχθηκαν σε υποταγμένες. Εισάγονται με τον σύνδεσμο μή, ο οποίος αρχικά ήταν ένα απλό απαγορευτικό μόριο, όπως συνεχίζει ακόμη να λειτουργεί και στα νέα ελληνικά (μη για το θεό!) και σε ορισμένες περιπτώσεις και στα αρχαία ελληνικά (μή μου τοὺς κύκλους τάραττε). Σταδιακά, πριν από την πρόταση που εξέφραζε φόβο άρχισε να εννοείται ένα ρήμα που δήλωνε φόβο, επιφύλαξη, υποψία, αμφιβολία, φροντίδα κ.ά. και δημιουργήθηκε εξάρτηση από αυτό (φοβάμαι μήπως γίνει ή δεν γίνει αυτό). Έτσι, προέκυψαν οι δευτερεύουσες προτάσεις που ονομάζονται ενδοιαστικές. Καμιά φορά, το μόριο μὴ χρησιμοποιείται για την εισαγωγή ανεξάρτητων ερωτηματικών απορηματικών προτάσεων (ΑΙΣΧ Πρ 959 μή τί σοι δοκῶ ταρβεῖν ὑποπτήσσειν τε τοὺς νέους θεούς || μήπως σου φαίνομαι ότι θα φοβηθώ και θα υποκύψω στους νέους θεούς; OM Ιλ 16.128 μὴ δὴ νῆας ἕλωσι καὶ οὐκέτι φυκτὰ πέλωνται μην πάρουν τα πλοία (ενν. οι Τρώες) και συμβούν πράγματα που δεν μπορούμε να αποφύγουμε;), οι οποίες διατηρούν κάποια συγγένεια με τις ενδοιαστικές. Υπό μια έννοια, οι ενδοιαστικές προτάσεις μπορεί να θεωρηθούν μια ιδιαίτερη μορφή των πλάγιων ερωτηματικών προτάσεων.

§10.10. Οι ενδοιαστικές προτάσεις εισάγονται με τους συνδέσμους μή, μὴ οὐ και σπανιότερα με τον ὅπως μή.

§10.11. Οι ενδοιαστικές προτάσεις εκφέρονται με μια μεγάλη ποικιλία εγκλίσεων, με εγκλίσεις των προτάσεων επιθυμίας, αλλά και των προτάσεων κρίσεως ανάλογα με το σημασιολογικό περιεχόμενο της πρότασης της εξάρτησης, τον βαθμό βεβαιότητας που εκφράζει ο ομιλητής για την εκπλήρωση ή όχι του φόβου και, τέλος, ανάλογα με το είδος της εξάρτησης (από αρκτικό ή ιστορικό χρόνο). Κατά συνέπεια οι εγκλίσεις εκφοράς είναι οι ακόλουθες:

Οριστική· όταν ο φόβος είναι πραγματικός στο παρελθόν, στο παρόν ή το μέλλον:

ΘΟΥΚ 3.53.2 νῦν δὲ φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἅμα ἡμαρτήκαμεν τώρα φοβόμαστε ότι έχουμε κάνει λάθος και στα δυο ζητήματα.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.3.6 δέδοικα, ἔφη, μὴ ἄλλου τινὸς μᾶλλον ἢ τοῦ ἀγαθοῦ μεθέξω πλέον μέρος ἢ ἐγὼ βούλομαι || φοβάμαι, είπε, μήπως σε κάτι άλλο και όχι στο αγαθό θα συμμετέχω περισσότερο από όσο επιθυμώ.

Δυνητική ευκτική· όταν το περιεχόμενο της ενδοιαστικής πρότασης εμφανίζεται όχι ως βέβαιο, αλλά ως ενδεχόμενο ή πιθανό να συμβεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (σπάνια σύνταξη):

ΞΕΝ Πορ 4.41 φοβοῦνται μὴ ματαία ἂν γένοιτο αὕτη ἡ κατασκευή, εἰ πόλεμος ἐγερθείη || φοβούνται μήπως θα αποδεικνυόταν μάταιη αυτό το σχέδιο, αν ξεσπούσε πόλεμος.

ΛΥΣ 13.51 οὐ γὰρ δήπου […] οἱ τριάκοντα, δεδιότες μὴ καταλυθείη ἂν ὁ δῆμος, τιμωροῦντες ὑπὲρ τοῦ δήμου ἂν αὐτοὺς ἀπέκτειναν || δεν θα ήταν βέβαια οι Τριάντα που από φόβο μήπως καταλυθεί η δημοκρατία θα τους σκότωναν υποστηρίζοντας τον λαό.

Υποτακτική στην πλειονότητά τους οι ενδοιαστικές προτάσεις εκφέρονται με υποτακτική. Ο φόβος που εκφράζεται τότε είναι προσδοκώμενος:

ΘΟΥΚ 4.108.1 καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐφοβοῦντο μὴ ἀποστῶσιν || φοβούνταν μήπως αποστατήσουν και οι σύμμαχοι.

ΕΥΡ Ιππ 924 δέδοικα μή σου γλῶσσ᾽ ὑπερβάλληι κακοῖς || φοβάμαι ότι οι δυστυχίες σου κάνουν τη γλώσσα σου να τρέχει αχαλίνωτη.

ΞΕΝ ΚΑναβ 7.3.47 δέδοικα μὴ συστάντες ἁθρόοι που κακόν τι ἐργάσωνται οἱ πολέμιοι || φοβάμαι μήπως οι εχθροί συγκεντρωθούν κάπου και προκαλέσουν καμιά ζημιά.

Ευκτική του πλαγίου λόγου· όταν η εξάρτηση είναι από ιστορικό χρόνο, οπότε ο φόβος τοποθετείται στο παρελθόν:

ΙΣΟΚΡ 5.101 ἐφοβοῦντο μή ποτε βασιλεὺς αὐτὸς ποιησάμενος στρατείαν κρατήσειεν || φοβούνταν μήπως ο βασιλιάς κάποια μέρα εκστρατεύσει αυτοπροσώπως και ξεπεράσει τις δυσκολίες.

ΔΗΜ 19.123 ἐφοβοῦντο δὴ μὴ σύγκλητος ἐκκλησία γένοιτ᾽ ἐξαίφνης || φοβούνταν μήπως συγκληθεί μια έκτακτη συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου.

§10.12. Λειτουργία των ενδοιαστικών προτάσεων στον λόγο:

• Οι ενδοιαστικές προτάσεις, επειδή είναι ονοματικές προτάσεις, λειτουργούν στον λόγο ως αντικείμενα ρημάτων ή εκφράσεων που δηλώνουν φόβο, δισταγμό, υποψία, έκπληξη, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση κ.ά.: φοβοῦμαι, δέδοικα, δέδια, φυλάττομαι, εὐλαβοῦμαι, ταρβῶ, φροντίζω, αἰσχύνομαι, ἐκπλήττομαι, ἀθυμῶ, τρόμος ἔχει, κίνδυνος ἔχει κ.ά.:

ΘΟΥΚ 4.55.3 ἐδέδισαν μή ποτε αὖθις ξυμφορά τις αὐτοῖς περιτύχῃ || φοβήθηκαν μήπως κάποτε πάλι κάποια συμφορά πέσει πάνω τους.

ΣΟΦ Φιλ 519 ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς || πρόσεχε μήπως εσύ τώρα εμφανιστείς πρόθυμος.

ΕΥΡ ΙΤ 731-733 ἐγὼ δὲ ταρβῶ μὴ ἀπονοστήσας χθονὸς θῆται παρ᾽ οὐδὲν τὰς ἐμὰς ἐπιστολὰς ὁ τήνδε μέλλων δέλτον εἰς Ἄργος φέρειν || φοβάμαι ότι, όταν αυτός που πρόκειται να μεταφέρει αυτό το πινακίδιο <στο Άργος> εγκαταλείψει αυτόν τον τόπο, θα αφήσει στην άκρη το γράμμα μου ως ανάξιο.

• Επίσης λειτουργούν ως υποκείμενα απρόσωπων εκφράσεων σημασίας ανάλογης των ρημάτων που δηλώνουν φόβο, δισταγμό, υποψία, έκπληξη, δυσαρέσκεια, αγανάκτηση κ.ά.: φόβος ἐστί, φοβερόν ἐστι, δέος ἐστί, δεινόν ἐστι, κίνδυνός ἐστι, προσδοκία ἐστί, ἐλπίς ἐστι κ.ά.:

ΞΕΝ Ιερ 1.12 φοβερὸν γὰρ <ἐστὶ> μὴ ἅμα τε στερηθῶσι τῆς ἀρχῆς καὶ ἀδύνατοι γένωνται τιμωρήσασθαι τοὺς ἀδικήσαντας || τους διακατέχει ο φόβος μήπως χάσουν την εξουσία και συνάμα περιέλθουν σε τόση αδυναμία ώστε να μην μπορούν να εκδικηθούν αυτούς που αδίκησαν.

ΞΕΝ Ελλ 2.1.2 τό […] ἀπολλύναι ἀνθρώπους συμμάχους πολλοὺς δεινὸν ἐφαίνετο εἶναι, μή τινα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας διαβολὴν σχοῖεν καὶ οἱ στρατιῶται δύσνοι πρὸς τὰ πράγματα ὦσιν || το να εξοντώσει τόσο πολλούς άνδρες συμμάχους φαινόταν επικίνδυνο, διότι φοβόταν μήπως <οι Λακεδαιμόνιοι> διασπείρουν διαβολές στους Έλληνες και οι στρατιώτες πάρουν αρνητική στάση προς την υπόθεση.

ΙΣΟΚΡ 14.38 κίνδυνός ἐστιν μὴ μεταβάλωνται καὶ γένωνται μετὰ τῶν πολεμίων || υπάρχει κίνδυνος μήπως μεταστραφούν και συμμαχήσουν με τους εχθρούς.

ΘΟΥΚ 3.102.4 δεινὸν γὰρ ἦν μὴ μεγάλου ὄντος τοῦ τείχους, ὀλίγων δὲ τῶν ἀμυνομένων, οὐκ ἀντίσχωσιν || διότι υπήρχε κίνδυνος μήπως, επειδή η έκταση του τείχους ήταν μεγάλη και οι αμυνόμενοι λίγοι, δεν άντεχαν.

• Τέλος, λειτουργούν ως επεξήγηση όρου προηγούμενης πρότασης, ο οποίος είναι συνήθως μια δεικτική αντωνυμίας ουδετέρου γένους (τοῦτο, τόδε, ὅ, ὅπερ, ἐκεῖνο):

ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.5.22 ὃ δὴ λέγεται φοβερὸν εἶναι τοῖς εἰς πόλιν εἰσιοῦσι, μὴ ἐπὶ τὰ τέγη ἀναβάντες βάλλωσιν ἔνθεν καὶ ἔνθεν || λέγεται ότι αυτό είναι φοβερό για τους εισβολείς σε μια πόλη, δηλαδή μήπως ανεβούνε <οι κάτοικοι> πάνω στις στέγες και ρίχνουν πέτρες από όλες τις μεριές.

ΔΗΜ 1.3 ἔστι μάλιστα τοῦτο δέος, μὴ πανοῦργος ὢν καὶ δεινὸς ἅνθρωπος πράγμασι χρῆσθαι, …, τρέψηται καὶ παρασπάσηταί τι τῶν ὅλων πραγμάτων || υπάρχει αυτός ο μεγάλος κίνδυνος, δηλαδή μήπως αυτός ο άνθρωπος όντας πανούργος και φοβερός στο να εκμεταλλεύεται τις περιστάσεις,…, αντιστρέψει μια πλευρά της συνολικής κατάστασης και την παρασύρει προς την κατεύθυνση που τον ευνοεί.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.7.7 ὥστε οὐ τοῦτο δέδοικα, μὴ οὐκ ἔχω ὅ τι δῶ ἑκάστῳ τῶν φίλων || έτσι ώστε δεν το φοβάμαι αυτό, μήπως δηλαδή δεν έχω τι να δώσω σε καθένα από τους φίλους μου.

§10.13. Ειδικές παρατηρήσεις:

ὅπως μή με υποτακτική ή οριστική μέλλοντα:

ΘΟΥΚ 3.49.2 καὶ τριήρη εὐθὺς ἄλλην ἀπέστελλον κατὰ σπουδήν, ὅπως μὴ φθασάσης τῆς προτέρας εὕρωσι διεφθαρμένην τὴν πόλιν || και αμέσως έστειλαν βιαστικά μια άλλη τριήρη, μήπως και βρουν κατεστραμμένη την πόλη αν προλάβει να φτάσει η πρώτη.

ΘΟΥΚ 1.57.6 τῶν τε πλησίον πόλεων φυλακὴν ἔχειν ὅπως μὴ ἀποστήσονται || να επιτηρούν τις γειτονικές πόλεις από φόβο μήπως αποστατήσουν.

μή, μὴ οὐ με υποτακτική. Συχνά το ρήμα της εξάρτησης (φοβοῦμαι , δέδια, δέδοικα, ὅρα) παραλείπεται, τότε η ενδοιαστική πρόταση φαίνεται να είναι ανεξάρτητη:

ΘΟΥΚ 3.57.4 δέδιμεν μὴ οὐ βέβαιοι ἦτε || φοβόμαστε μήπως δεν είστε βέβαιοι.

ΠΛ Απολ 39a ἀλλὰ μὴ οὐ τοῦτ᾽ ᾖ χαλεπόν, ὦ ἄνδρες, θάνατον ἐκφυγεῖν || αλλά, άνδρες, δεν είναι δύσκολο να αποφύγει κανείς τον θάνατο.

οὐ μὴ με υποτακτική αορίστου ή οριστική μέλλοντα. Αρχικά στην πρόταση υπήρχε πλήρης η φράση "οὐ φόβος (δέος, δεινόν, ἐλπίς) μή", η οποία προοδευτικά κατέληξε στη συμπυκνωμένη φράση οὐ μὴ που σημαίνει "με κανέναν τρόπο", "σε καμιά περίπτωση", "είναι βέβαιο ότι δεν θα …". Έτσι η υποτακτική αορίστου αντικαταστάθηκε σταδιακά από την οριστική μέλλοντα, γιατί το σύμπλεγμα οὐ μὴ δηλώνει έντονη άρνηση ενός μελλοντικού γεγονότος. Οι εκφράσεις οὐ μὴ γένηται και οὐ μὴ γενήσεται είναι ισοδύναμες.

ΞΕΝ Απομν 2.1.25 οὐ φόβος μή σε ἀγάγω ἐπὶ τὸ πονοῦντα καὶ ταλαιπωροῦντα τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ ταῦτα πορίζεσθαι || σε καμιά περίπτωση δεν θα σε οδηγήσω στην απόκτηση αυτών των απολαύσεων με κόπους και ταλαιπωρίες για την ψυχή και το σώμα.

• Το σύμπλεγμα οὐ μὴ σε ρητορικές ερωτήσεις δηλώνει έντονη απαγόρευση:

ΑΡΙΣΤΟΦ Νεφ 505 οὐ μὴ λαλήσεις; || δεν θα σταματήσεις να μιλάς επιτέλους;

εναλλαγή εγκλίσεων. Πολλές φορές ενδοιαστικές προτάσεις που συνδέονται παρατακτικά μεταξύ τους και, κατά συνέπεια, έχουν κοινή εξάρτηση από ρηματικό τύπο ιστορικού χρόνου, εκφέρονται με διαφορετικές εγκλίσεις, λ.χ. με ευκτική πλαγίου λόγου και οποιαδήποτε άλλη έγκλιση από αυτές που χρησιμοποιούνται στις ενδοιαστικές προτάσεις. Αυτό συμβαίνει είτε για να δηλωθεί ο βαθμός βεβαιότητας του φόβου είτε για να τονιστεί το χρονικό σημείο στις διαδοχικές πράξεις είτε, τέλος, γιατί διαφοροποιείται το περιεχόμενο του λόγου:

ΞΕΝ Ελλ 2.1.2 τό […] ἀπολλύναι ἀνθρώπους συμμάχους πολλοὺς δεινὸν ἐφαίνετο εἶναι, μή τινα καὶ εἰς τοὺς ἄλλους Ἕλληνας διαβολὴν σχοῖεν καὶ οἱ στρατιῶται δύσνοι πρὸς τὰ πράγματα ὦσιν το να εξοντώσει τόσο πολλούς άνδρες συμμάχους φαινόταν επικίνδυνο, διότι φοβόταν μήπως <οι Λακεδαιμόνιοι> διασπείρουν διαβολές στους Έλληνες και οι στρατιώτες πάρουν αρνητική στάση προς την υπόθεση.

ΠΛ Φαιδ 88c ἡμᾶς […] εἰς ἀπιστίαν καταβαλεῖν οὐ μόνον τοῖς προειρημένοις λόγοις, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ὕστερον μέλλοντα ῥηθήσεσθαι, μὴ οὐδενὸς ἄξιοι εἶμεν κριταὶ ἢ καὶ τὰ πράγματα αὐτὰ ἄπιστα || μας προκάλεσαν αμφιβολίες όχι μόνο για τα επιχειρήματα που είχαν διατυπωθεί προηγουμένως, αλλά και γι' αυτά που ήταν να διατυπωθούν ακολούθως, - καθώς φοβόμασταν μήπως η κριτική μας ικανότητα δεν άξιζε τίποτα ή και τα ίδια τα πράγματα δεν επιτρέπουν τη βεβαιότητα.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18