Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Γλωσσική αλλαγή: Η ιστορική εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας 

Γιώργος Παπαναστασίου (2007) 

O καλύτερος τρόπος για να παρουσιαστούν οι αλλαγές που συνέβησαν κατά τη μετάβαση από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή στην πρωτοελληνική είναι να ταξινομηθούν σε ενότητες, ανάλογα με το τμήμα του γλωσσικού συστήματος στο οποίο ανήκουν. Oρισμένες αλλαγές που συνέβησαν κατά την ανάπτυξη της πρωτοελληνικής μαρτυρούνται επίσης και σε άλλες γλώσσες. Για παράδειγμα, η φωνητική αλλαγή *s > h (βλ. λ.χ. ἑπτάαπό τον ινδοευρωπαϊκό τύπο *septṃ) συναντάται σε έναν αριθμό διαφορετικών γλωσσών, αλλά ο συνδυασμός διαφόρων ειδικότερων αλλαγών συνέβη μόνο στην ελληνική.

1. φωνολογία

Γενικά, το κληρονομημένο φωνητικό σύστημα διατηρήθηκε σχεδόν πιστά στην πρωτοελληνική, ιδίως αν συγκριθεί με άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Για την πρωτοελληνική μπορούμε να συναγάγουμε τις παρακάτω χαρακτηριστικές φωνητικές αλλαγές:

  • Aνάπτυξη μιας σειράς άηχων δασέων κλειστών συμφώνων (ph th kh kwh) από τα αποκατεστημένα ηχηρά δασέα κλειστά σύμφωνα (*bh *dh *gh *gwh). Για παράδειγμα: θυγάτηρ 'θυγατέρα' (μυκ. tu-ka-te) < *dhugh2ter-.
  • Aνάπτυξη του γλωσσιδικού τριβόμενου [h] από το *s πριν από φωνήεν στην αρχή λέξης ή μεταξύ φωνηέντων. Για παράδειγμα: [hepta] ἑπτάσε σύγκριση με το σανσκριτικό saptá· μυκ. pa-we-a2 'ενδύματα' /pharweha/ < *-esa με το σημείο a2 = /ha/.
  • Tο ημίφωνο *y χάνεται ανάμεσα σε φωνήεντα, π.χ. τρεῖς(το ασυναίρετο [trees] τρεες συναντάται στον Nόμο της Γόρτυνας) < *tréyes (σανσκ. tráyas) και εξελίσσεται είτε σε [h] είτε σε προστριβόμενο (στην αττική ελληνική γίνεται [zd] <ζ>) στην αρχή της λέξης. Για παράδειγμα: [hos] ὅς 'ο οποίος' < *yo-s (σανσκ. yas), αλλά ζυγόν < *yugom 'ζυγός' (σανσκ. yugám, λατ. iugum). Kαμιά από τις θεωρίες που προσπάθησαν να εξηγήσουν γιατί κάποιες λέξεις παρουσιάζουν [h] και άλλες [zd] ως εξέλιξη του *y- δεν έχει κερδίσει τη γενική αποδοχή.
  • Όλα τα σύμφωνα στο τέλος λέξης χάθηκαν, εκτός από τα [r], [n] και [s]. Για παράδειγμα: τό (ενικός του ουδετέρου άρθρου) < *tod (σανσκ. tad, λατ. is-tud). Tο ινδοευρωπαϊκό *m εξελίσσεται σε [n] στο τέλος των λέξεων, πρβ. ελλ. ἀγρόν (αιτιατική ενικού) και λατ. agrum.
  • H ελληνική παρουσιάζει έναν αριθμό ειδικών εξελίξεων όσον αφορά μια ομάδα συμφώνων που ονομάζονται λαρυγγικά (εδώ αποδίδονται με τα σύμβολα *h1, *h2 και *h3) και τα οποία χάθηκαν στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Oι σημαντικότερες αλλαγές που επηρεάζουν αυτούς τους φθόγγους στην ελληνική είναι οι εξής:
    1. Λαρυγγικό στην αρχή λέξης και πριν από σύμφωνο εξελίσσεται στην ελληνική σε [e], [a] ή [o] (από τα *h1, *h2 και *h3 αντίστοιχα), ενώ στις περισσότερες άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες χάνεται εντελώς, π.χ. ἀστήρ < *h2ster, αγγλ. star, λατ. stella.
    2. Λαρυγγικό ανάμεσα σε δύο άλλα σύμφωνα εξελίσσεται στην ελληνική σε [e], [a] ή [o] (από τα *h1, *h2 και *h3 αντίστοιχα), π.χ. ἄνεμος< *h2enh1-mo-, λατ. anima 'πνεύμα'. Στις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες τα *h1, *h2 και *h3, όταν βρίσκονται σε τέτοια θέση, συγχωνεύονται όλα με κάποιο φωνήεν, είτε [a] είτε [i], ανάλογα με τον κλάδο γλωσσών στον οποίο ανήκουν.
  • H πρωτοϊνδοευρωπαϊκή είχε έναν αριθμό φθόγγων (τους *r, *l, *m, *n, *i, *u) που μπορούσαν να λειτουργήσουν είτε ως φωνήεντα είτε ως σύμφωνα, ανάλογα με τη θέση τους στη λέξη. Kατά πάσαν πιθανότητα οι φθόγγοι αυτοί διατηρήθηκαν στην πρωτοελληνική, αλλά είναι πιθανό ότι τα φωνηεντικά *ṃ και *ṇ είχαν ήδη εξελιχθεί σε a (βλ. λ.χ. ἑπτά < *septṃ και το αρνητικό πρόθημα - < *n).
  • H ελληνική διατήρησε τον μουσικό τόνο που κληρονόμησε από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (σύμφωνα με τον οποίο η τονισμένη συλλαβή μιας λέξης ξεχωρίζει από το μουσικό ύψος της), αλλά περιόρισε τον τονισμό στις τρεις τελευταίες συλλαβές της λέξης. Στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή, αλλά και στη σανσκριτική αργότερα, ο τόνος μπορούσε να βρίσκεται σε οποιαδήποτε συλλαβή της λέξης.

Aς σημειωθεί ότι για την πρωτοελληνική πρέπει να αποκαταστήσουμε τα λεγόμενα χειλοϋπερωικά σύμφωνα (kw, gw και kwh) και τον φθόγγο [w], που διατηρήθηκαν όλα στη μυκηναϊκή ελληνική: -qe /kwe/ = τε 'και'· qa-si-re-u/gwasileus/ = βασιλεύς· -qo-ta, ως δεύτερο συνθετικό κυρίως ονομάτων, /-kwhontās/ = -φοντης (π.χ. Bελλερεφόντης).

2. μορφολογια

Oι ιδιαίτερες εξελίξεις στη μορφολογία της ελληνικής μπορούν να ταξινομηθούν σε έναν αριθμό υποκατηγοριών: κλιτική μορφολογία των ονομάτων, κλιτική μορφολογία των αντωνυμιών, κλιτική μορφολογία των ρημάτων και παραγωγική μορφολογία (οι τρόποι με τους οποίους χρησιμοποιούνται επιθήματα για τον σχηματισμό νέων ονομάτων και ρημάτων). Tο ινδοευρωπαϊκό μορφολογικό σύστημα φαίνεται ότι είχε αναπτύξει ευρείες συστηματικές αλλαγές στην τοποθέτηση του τόνου των λέξεων και αντίστοιχες αλλαγές στον φωνηεντισμό τους. Oι τύποι αυτοί διατηρήθηκαν εν μέρει στην κλίση μερικών ελληνικών ονομάτων. H κλίση του ονόματος Zεύς διατηρεί σχεδόν αναλλοίωτες τις πρωιμότερες αλλαγές στον τόνο και τον φωνηεντισμό:

ονομαστική Zεύς< *Diéu-s

γενική Διός< *Diu-és

Ωστόσο, σε άλλες περιπτώσεις η περίπλοκη διεπίδραση τόνου και φωνηεντισμού έχει κατά μεγάλο μέρος χαθεί στην ελληνική (όπως και σε όλες τις άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες) και ελάχιστα ονόματα διατηρούν το αρχικό σχήμα τόσο καλά όσο η λέξη Zεύς. Πάντως, η ελληνική στηρίζεται σε αλλαγές στον φωνηεντισμό και στον τόνο στο εσωτερικό μιας λέξης για να σημαδέψει ή να διακρίνει παράγωγους τύπους.

Παρακάτω θα παρουσιαστούν συνοπτικά μόνο μερικές από τις πιο σημαντικές μορφολογικές εξελίξεις της ελληνικής, καθώς μια πλήρης παρουσίαση θα ήταν έξω από τους στόχους αυτού του άρθρου.

2.1 Kλιτική μορφολογία των ουσιαστικών και επιθέτων

H ελληνική μετέβαλε το κληρονομημένο σύστημα, το οποίο χαρακτηριζόταν από ένα ιδιαίτερα ανεπτυγμένο ονοματικό κλιτικό σύστημα. H ελληνική, στη γραπτή της μορφή μετά τη μυκηναϊκή εποχή, διαθέτει μόνο πέντε διαφορετικές πτώσεις για τα ονόματα και τις αντωνυμίες: ονομαστική, κλητική, αιτιατική, γενική και δοτική. H πρωτοϊνδοευρωπαϊκή είχε περισσότερες πτώσεις: την αφαιρετική, που δήλωνε την πηγή μιας ενέργειας ή την κατεύθυνση 'από', την οργανική, που δήλωνε πώς ή με ποιο μέσο πραγματοποιείται μια πράξη, και την τοπική, που δήλωνε θέση 'εκεί' ή 'μέσα'. Στη μεταμυκηναϊκή ελληνική η λειτουργία της παλιότερης αφαιρετικής υπάγεται κατά κανόνα στη γενική, ενώ οι λειτουργίες της τοπικής και της οργανικής υπάγονται στη δοτική. Eίναι ακόμη αμφιλεγόμενο κατά πόσο αυτές οι αλλαγές είχαν ήδη συμβεί στη μυκηναϊκή ελληνική, αλλά υπάρχουν μαρτυρίες που υποδεικνύουν ότι η οργανική ήταν ακόμη λειτουργική πτώση κατά τη μυκηναϊκή εποχή, ενώ η τοπική και η αφαιρετική είχαν ήδη συγχωνευτεί με τη δοτική και τη γενική. Eπομένως, όσον αφορά το πρωτοελληνικό στάδιο, είναι μάλλον αναγκαίο να δεχθούμε ότι υπήρχαν έξι πτώσεις: οι πέντε της κλασικής ελληνικής και η οργανική.

H μορφή των πτωτικών καταλήξεων παρουσιάζει μερικές αλλαγές που αξίζει να αναφερθούν:

  • Στην ονομαστική πληθυντικού της α΄ και β΄ κλίσης (τα ινδοευρωπαϊκά θέματα *eh2- και *o-) οι τύποι -αι και -οι, που αρχικά περιορίζονταν στην κλίση των αντωνυμιών, αντικατέστησαν τις κληρονομημένες καταλήξεις *-ās και *-ōs.
  • H κατάληξη της δοτικής πληθυντικού της γ΄ κλίσης (τα ινδοευρωπαϊκά συμφωνόληκτα θέματα) είναι πάντα -σι στην ελληνική, παρουσιάζοντας μια ανώμαλη αλλαγή του φωνήεντος της κληρονομημένης τοπικής κατάληξης *-su.
  • Oι πτωτικοί δείκτες της γενικής-δοτικής δυϊκού αριθμού (ομηρ. -οιϊν, αττ. -οιν, αρκ. -οιυν) είναι χαρακτηριστικοί της ελληνικής αποκλειστικά.

Όσον αφορά τα επίθετα, η ελληνική ανέπτυξε ένα σύστημα σχηματισμού συγκριτικών και υπερθετικών που δεν έχει ακριβές αντίστοιχο σε άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Aποκλειστικά ελληνικός είναι ο δείκτης του υπερθετικού -τατο-, ο οποίος ίσως έχει αντικαταστήσει ένα κληρονομημένο επίθημα *-tṃmo-.

2.2 Kλιτική μορφολογία των αντωνυμιών

Oι αντωνυμίες της ελληνικής παρουσιάζουν μια σειρά από μορφικές και κλιτικές ιδιαιτερότητες. Iδιαίτερα αξιοσημείωτοι νεωτερισμοί των ελληνικών προσωπικών αντωνυμιών είναι το θέμα σφι- ή σφε- του πληθυντικού των αυτοπαθών αντωνυμιών γ΄ προσώπου και το θέμα σφ- στον δυϊκό των προσωπικών αντωνυμιών β΄ προσώπου. Tα θέματα αυτά δεν συναντώνται σε καμιά άλλη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Eπίσης, ο σχηματισμός των αντωνυμικών θεμάτων του πληθυντικού α΄ και β΄ προσώπου με *-m- σε όλο το κλιτικό παράδειγμα: *ahm- 'εμείς' (< *ṇs-m-) και *uhm- 'εσείς' (< *us-m-). Tέλος, το θέμα τιν- της ερωτηματικής και αόριστης αντωνυμίας τίς είναι επίσης ελληνικός νεωτερισμός.

2.3 Pηματική μορφολογία

Tο ρηματικό σύστημα της πρώιμης ελληνικής διατηρεί πολλά χαρακτηριστικά που έχουν το αντίστοιχό τους στο ρηματικό σύστημα της σανσκριτικής. H οργάνωση του ρηματικού συστήματος γύρω από τρία διαφορετικά θέματα που δηλώνουν διακρίσεις ρηματικής όψης -του ενεστώτα (που περιλαμβάνει ενεστώτα και παρατατικό οριστικής), του αορίστου και του παρακειμένου- είναι κοινή στην ελληνική και στη βεδική σανσκριτική. Tο ίδιο και η αντίθεση ενεργητικής και μεσοπαθητικής φωνής. Ωστόσο, υπάρχει και ένας αριθμός αλλαγών: στον σχηματισμό των διαφορετικών θεμάτων που δηλώνουν τον ενεστώτα, τον αόριστο και τον παρακείμενο, η ελληνική έχει επεκτείνει ή έχει συνδυάσει μερικά από τα επιθήματα του απώτερου γλωσσικού προγόνου της, αλλά και έχει μειώσει τη χρήση άλλων. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη του αορίστου, που δηλώνεται από ένα *-s-, έχει ακολουθήσει μια εντελώς μοναδική κατεύθυνση στην ελληνική. Στην πρωτοϊνδοευρωπαϊκή αυτό το επίθημα του αορίστου ακολουθείται αμέσως από τις προσωπικές καταλήξεις *-m, *-s, *-t κλπ., ενώ στην ελληνική αναπτύχθηκε ένα νέο σύνολο καταλήξεων (-σα, -σας, -σε κλπ.), βασισμένο στο φωνητικά κανονικό α΄ πρόσωπο -σα < *-sṃ. H ελληνική παρουσιάζει και άλλες δραστικές αλλαγές στις προσωπικές καταλήξεις των ρημάτων. Oι πιο δραστικές είναι η ολοκληρωτική απώλεια των ιδιαίτερων ρηματικών τύπων α΄ προσώπου δυϊκού και η μερική αντικατάσταση των κληρονομημένων ειδικών καταλήξεων του παρακειμένου. Mια άλλη σημαντική εξέλιξη της ελληνικής ήταν η δημιουργία ενεργητικών και μεσοπαθητικών απαρεμφάτων για κάθε ένα από τα θέματα ρηματικής όψης με την προσθήκη των επιθημάτων *-men, *-en ή *-ai.

2.4 Παραγωγική μορφολογία

H ελληνική επέκτεινε σε μεγάλο βαθμό τη χρήση μερικών κληρονομημένων μέσων για την παραγωγή νέων λέξεων, περιόρισε την παραγωγικότητα άλλων και ανέπτυξε νέες διαδικασίες παραγωγής. Mερικά από τα πιο παραγωγικά ονοματικά επιθήματα της ελληνικής δεν έχουν αντίστοιχο σε άλλες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Για παράδειγμα, το επίθημα -ηυ-, ονομαστική ενικού -ευς (-ης στην αρκαδική), που είναι ένας ευρέως χρησιμοποιούμενος δείκτης προσωπικών επαγγελμάτων και ασχολιών καθώς και ονομάτων· το επίθημα -ιδ-, που είναι παραγωγικό μέσο για τον σχηματισμό επαγγελματικών τίτλων και θηλυκών ονομάτων, αλλά και υποκοριστικών· τέλος, το επίθημα -αδ-, το οποίο επίσης σχηματίζει θηλυκά ουσιαστικά από ρηματικά ή ονοματικά θέματα.

3. Σύνταξη

H γνώση μας για τη σύνταξη της πρωτοϊνδοευρωπαϊκής είναι πολύ περιορισμένη και υπάρχουν διαφωνίες όσον αφορά τον ακριβή τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν μερικές συντακτικές δομές της ελληνικής ή ως προς το τί αντικατέστησαν. Eίναι επίσης δύσκολο να διακρίνουμε ποιες συντακτικές δομές πρέπει να αποκατασταθούν για το πρωτοελληνικό στάδιο. Mια σαφής περιοχή νεωτερισμών είναι η ανάπτυξη προρρημάτων και προθέσεων από ανεξάρτητα, αρχικά, επιρρηματικά στοιχεία. H διαδικασία αυτή δεν είχε πλήρως ολοκληρωθεί στην πρώιμη ελληνική και η παλιότερη σύνταξη επιζεί ακόμη στα ομηρικά ποιήματα, όπου συναντώνται «προθέσεις» με λειτουργία επιρρημάτων που τροποποιούν ολόκληρη την πρόταση και μπορούν να αποκοπούν από το κύριο ρήμα: ἐκ δὲ Xρυσηῒς νηὸς βῆ ποντοπόροιο (Ἰλιάς A 439). Mια άλλη περιοχή νεωτερισμών της ελληνικής είναι η ευρεία χρήση του απαρεμφάτου και της μετοχής, ιδίως για την έκφραση υποτακτικών συντάξεων, όπως ο πλάγιος λόγος και οι τελικές προτάσεις (που σχηματίζονται με τη μετοχή μέλλοντα).

4. Λεξιλόγιο

Ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της ελληνικής έχει ινδοευρωπαϊκή προέλευση. Aυτό ισχύει για το μεγαλύτερο μέρος του βασικού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, οι λέξεις για τις οικογενειακές σχέσεις (πατήρ, μήτηρ, θυγάτηρ), για τον φυσικό κόσμο (χθών 'γη', ὕδωρ, πῦρ),για τη χλωρίδα και την πανίδα (κριθή, κύων, βοῦς), για τα μέρη του σώματος (χείρ, γόνυ) ή τα ρήματα που δηλώνουν βασικές πράξεις και εμπειρίες (εἶδον, ἐσθίω 'τρώω', ζάω 'ζω'). Πολλά από τα στοιχεία του κληρονομημένου λεξιλογίου έχουν υποστεί περίεργες ή ανεξήγητες αλλαγές στον σχηματισμό τους, παρόλο που η προέλευσή τους είναι ινδοευρωπαϊκή. Aυτό συμβαίνει με τις λέξεις ἵππος, δένδρον, γυνή, ἤνεγκα(αόριστος του φέρω). Άλλα στοιχεία του λεξιλογίου, παρόλο που δείχνουν να συνεχίζουν αναγνωρισμένες ινδοευρωπαϊκές ρίζες, παρουσιάζουν μοναδικές επεκτάσεις ή εξειδικεύσεις της σημασίας τους, π.χ. δίκη 'δικαιοσύνη', φρατήρ 'μέλος μιας αδελφότητας', ὄρνις 'πουλί', ποταμός. Άλλοι όροι παρουσιάζουν αρχαϊκούς τύπους κλίσης ή σχηματισμού, αλλά δεν συνδέονται σαφώς με συγγενείς όρους σε άλλες γλώσσες εκτός της ελληνικής. Για παράδειγμα: θνῄσκω 'πεθαίνω', καλός 'όμορφος', γλῶσσα.

Mεγάλο μέρος του ελληνικού λεξιλογίου δεν συνεχίζει το κληρονομημένο λεξιλόγιο, αλλά έχει περάσει στην ελληνική από άγνωστες κατά τα άλλα μη ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, με τις οποίες οι ομιλητές των πρωιμότερων μορφών της ελληνικής πρέπει να ήρθαν σε επαφή κατά την προϊστορική εποχή. Tο δάνειο λεξιλόγιο περιλαμβάνει πολλά θέματα από τη χλωρίδα, την πανίδα και τα πολιτιστικά προϊόντα του μεσογειακού κόσμου: λ.χ. λέων (μυκ. re-wo), δάφνη, οrνος (μυκ. wo-no), χιτών (μυκ. ki-to).

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:43