Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Για μια ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου 

Henri Tonnet (2007) 

οικογένεια - φαμίλια - φαμελιά. Η λ. οικογένεια είναι από αυτές που χρησιμοποιήθηκαν σε νεότερους χρόνους (19ος αι.), για να αντικαταστήσουν αντίστοιχες ξένες λέξεις. Μέχρι τον 19ο αι. χρησιμοποιούσαν το φαμίλια, ήδη μεσαιωνικό, από το λατ. familia «οικογένεια», με τη μεσολάβηση ενός εξελληνισμένου τ. φαμιλία (σε -ία, όπως φιλία, ομιλία κ.τ.ό.). Το ελληνικό οικογένεια είναι μεταγενέστερη λ. (του 2ου μ.Χ.) και σήμαινε τη βεβαίωση ότι κάποιος είναι «οικογενής», γεννημένος σε ορισμένο οίκο, με το καθεστώς και τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή την ιδιότητα (το ίδιο το οικογενής σήμαινε και «σπιτικός, σπιτήσιος»). Ο Στέφ. Κουμανούδης («Συναγωγή νέων λέξεων») αναφέρει για τη λέξη: «Αγνοώ, πόσον παλαιότερα, ως υποθέτω, είναι η λέξις [ενν. το οικογένεια]· παρατηρώ μόνον, ότι ο Ευγ. Βούλγαρις εν τη Φιλοθέω αδολεσχία του (τω 1801) έγραψε συχνά φαμιλίαν». Μετά την επικράτηση της λ. οικογένεια, που είχε το πλεονέκτημα ότι επέτρεπε τον σχηματισμό παραγώγων και συνθέτων (οικογενειακός, οικογενειάρχης), η λ. φαμίλια καθώς και ο μεταπλασμένος τύπος φαμελιά (<φαμελία <φαμιλία) χρησιμοποιήθηκαν περισσότερο στον απλούστερο προφορικό λόγο και στη λογοτεχνία, υποδηλώνοντας συχνά την πολυμελή και φτωχή οικογένεια («δεν έχει να ζήσει τη φαμίλια του»), π.β. και φαμελίτης, φαμελιάρης (= οικογενειάρχης συνήθ. με μικρό οικογενειακό εισόδημα).

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 10:50