Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υφάντρα
1 εγγραφή
υφάντρα η [ifándra] Ο25 : (λαϊκότρ.) υφάντρια.

[ελνστ. ὑφάντρια με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες