Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπότροφος
1 εγγραφή
υπότροφος ο [ipótrofos] Ο19 θηλ. υπότροφος [ipótrofos] Ο36 : σπουδαστής ή φοιτητής στον οποίο καταβάλλεται υποτροφία: Σπούδασε στη Γαλλία ως ~ του ελληνικού κράτους.

[λόγ. < αρχ. ὑπότροφος `που τον αναθρέφουν΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες