Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπο-
2 εγγραφές [1 - 2]
υπο- 1 [ipo] & υπ- [ip] ή υφ- [if], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & υπό- [ipó] ή ύπ- [íp] ή ύφ- [íf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ. δηλώνει: I1. αυτό που βρίσκεται κάτω από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέδαφος, υπόβαθρο, υποπόδιο. ANT επι-: υπόστρωμα. ANT υπερ-: υπόγειος. || (ανατ.) υπογάστριο, υποθάλαμος. 2. το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία, επιρροή κτλ. κάποιου, καθώς και την εκτέλεση της ανάλογης πράξης: υπόδουλος· υποδουλώνω, υποτάσσω· υπόκειμαι· υποδουλωμένος, υποταγμένος. 3. το πρόσωπο που βρίσκεται βαθμολογικά ή επαγγελματικά σε υποδεέστερη θέση από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπαρχηγός, υποδιευθυντής, υποκόμης, υπομοίραρχος, υποστράτηγος, υφυπουργός. || σε αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. με το επίθημα -ία 1 που δηλώνουν την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος: υπαρχηγία, υφυπουργία· υποδιεύθυνση. IIα. (σε ρήματα) δηλώνει ότι γίνεται λίγο, κρυφά, παράνομα, με δυσκολία κτλ. η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υποδηλώνω, υποκινώ, υπομει διώ, υποκίνηση, υποκλοπή. β. με επαναληπτική σημασία: υπενοικιάζω, υπενοικίαση. III. με υποκοριστική λειτουργία, δηλώνει ότι: 1. (σε ρήματα) γίνεται σε μικρό βαθμό, ανεπαρκώς η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υποαπασχολούμαι, υπολειτουργώ, υποσιτίζομαι. 2. (σε ουσιαστικά): α. για να δηλώσει μικρότερη υποδιαίρεση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υποκατάστημα, υποσταθμός, υποσύνολο. || για κτ. πολύ μικρό, λεπτομερειακό και τελικά επουσιώδες: υπολεπτομέρεια, υποσημασία. β. (με ουσ. που δηλώνει ιδιότητα) για να δηλώσει ότι απουσιάζουν τα κύρια χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υπάνθρωπος, υπόκοσμος. γ. (ιατρ.) χαρακτηρίζει τις μικρότερες από τις φυσιολογικές τιμές που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπογλυκαιμία, υποθερμία· υπόταση. ANT υπερ-. || (ανατ.) ατροφική διάπλαση: υποπλασία. 3. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε μικρό βαθμό τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπόλευκος, υπόξινος, υφάλμυρος. IV. σε πολλές λέξεις δεν είναι εμφανής η σημασία του: υπουργός, ύφεση, ύποπτος, υποψία, υπηρέτης.

[λόγ. < αρχ. ὑπ(ο)- < πρόθ. ὑπό `κάτω από, επικάλυ ψη, κατώτερος, λιγάκι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὑπο-γάστριον, ὑπο-στράτηγος `βοηθός του στρατηγού΄, ὑπό-λευκος & διεθ. hypo- < λατ. hypo- < αρχ. ὑπο-: υπο-γλυκαιμία < γαλλ. hypoglycémie, υπο-θάλαμος < νλατ. ή αγγλ. hypothalamus `μέρος του εγκεφάλου κάτω από το θάλαμο΄ & μτφρδ.: υφ-υπουργός, υπο-κόμης < γαλλ. sousministre, vicomte, υπό-κοσμος < αγγλ. underworld, υπ-άνθρωπος < γερμ. Untermensch· λόγ. < αρχ. ὑφ- < ὑπ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ὑφ-έρπω, ελνστ. ὑφ-άλμυρος]

υπο- 2 : (χημ.) πρόθημα σε χημικές ενώσεις για να δηλώσει συνήθ. τη μικρό τερη αναλογία της σε οξυγόνο σε σχέση με άλλες ενώσεις που σχηματίζο νται από τα ίδια χημικά στοιχεία: υποχλωριώδης, υποφωσφορικός.

[λόγ. < γαλλ. hypo- < αρχ. ὑπο-: υπο-φωσφορικός < γαλλ. hypophosphoreux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες