Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπέγγυος -ος -ο [ipéngios] Ε15 : (νομ.) που δίνεται ως εγγύηση: Yπέγγυες πρόσοδοι, πρόσοδοι του κράτους που διατίθενται για την απόσβεση εξωτερικού δανείου.
[λόγ. < αρχ. ὑπέγγυος]