Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπέγγυος
1 εγγραφή
υπέγγυος -ος -ο [ipéngios] Ε15 : (νομ.) που δίνεται ως εγγύηση: Yπέγγυες πρόσοδοι, πρόσοδοι του κράτους που διατίθενται για την απόσβεση εξωτερικού δανείου.

[λόγ. < αρχ. ὑπέγγυος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες