Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριανταφυλλένιος -α -ο [triandafilénos] Ε4 : 1. που είναι φτιαγμένος από τριαντάφυλλα. 2. που μοιάζει στο χρώμα και στην απαλότητα με τα πέταλα του τριαντάφυλλου: Tα τριανταφυλλένια χεράκια των παιδιών. Tα μάγουλα / τα χείλη της ήταν τριανταφυλλένια.
[τριαντάφυλλ(ο) -ένιος]



