Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τελεύω [telévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ.) α. τελειώνω: Σαν τέλεψε τη δουλειά του, έκατσε να ξεκουραστεί. Πότε θα τελέψουν τα βάσανά μου! β. εξαντλούμαι, σώνομαι: Tέλεψε το λάδι απ΄ το καντήλι.
[τέλ(ος) -εύω]