Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σύνδρομο
1 εγγραφή
σύνδρομο το [sínδromo] Ο40 : 1.(ιατρ.) σύνολο συμπτωμάτων ή οργανικών ανωμαλιών, που η ταυτόχρονη παρουσία τους χαρακτηρίζει ορισμένες παθολογικές καταστάσεις, χωρίς όμως και να προσδιορίζει τα αίτια: Aυχενικό / προεμμηνορροϊκό* ~. ~ επίκτητης ανοσοποιητικής* ανεπάρκειας. ~ Nτάουν, μογγολισμός. 2. σύνολο φαινομένων (αντιδράσεων, τάσεων κτλ.) που παρουσιάζονται συγχρόνως σε ένα άτομο ή σε μια κοινωνική ομάδα και που χαρακτηρίζουν κάποια συγκεκριμένη κατάσταση, στην οποία βρίσκεται το άτομο ή η ομάδα: Tο ~ της αποτυχίας είναι ένας φραγμός σε κάθε δημιουργική προσπάθεια. Έχει προσβληθεί από το ~ της εξουσίας. Ο ελληνικός λαός κατέχεται ακόμη από το ~ της στέρησης των υλικών αγαθών.

[λόγ.: 1: γαλλ. syndrome < αρχ. σύνδρομος `συνάντηση, σταυροδρόμι΄ 2: αγγλ. syndrome < αρχ. σύνδρομος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες