Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- σφρίγος το [sfríγos] Ο46 : η απόλυτη σωματική και πνευματική υγεία ενός οργανισμού: Nεανικό ~. || για δραστηριότητα που φανερώνει το σφρίγος του δημιουργού: Tο ~ της ελληνικής καλλιτεχνικής δράσης. Tο ~ της οικονομίας.
[λόγ. < αρχ. σφρῖγος]



